Αρχική ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΑ Ο Άγιος Κόσυνθος (Μέρος  Β)

Ο Άγιος Κόσυνθος (Μέρος  Β)

0

Αναμνήσεις από τον ποταμό της πόλης. Γνωστά και άγνωστα γεγονότα, μνήμες μιας εποχής που θυμάται ο Νίκος Τσούργιαννης

Στα διάφορα μέρη πάνω στις ξέρες της κοίτης ήταν αραγμένοι κάποιοι πελώριοι κορμοί δένδρων που περίμεναν το Καλοκαίρι να τους κουβαλήσουν στις κορδέλες για να τους μετατρέψουν σε καδρόνια ή σε σανίδια. Όταν τον Χειμώνα με τις πολλές βροχές  χάλαγε ο κόσμος, κάποιοι κορμοί παρασύρονταν από τα πολλά νερά των παραποτάμων. Έπεφταν στον Κόσυνθο και άραζαν σίγουρα στο κομμάτι του ποταμού μετά τη σιδηροδρομική γραμμή όπου το ποτάμι φάρδαινε, η ορμή των νερών έπεφτε και τότε κάποιοι επαγγελματίες συνήθως σε ομάδες ρισκάριζαν για να οικειοποιηθούν αυτούς τους πελώριους κορμούς. Την ώρα της πλημμύρας όποιος κατάφερνε να τοποθετήσει μερικές πέτρες επάνω στον αραγμένο κορμό, την ώρα που ακόμα ο κίνδυνος ήταν τρομερός και τα νερά μπορούσαν να παρασύρουν τον οποιονδήποτε, είχε εξασφαλίσει για λογαριασμό του αυτούς τους κορμούς.

Θυμάμαι ότι αρκετοί έπαιρναν μέρος σ’ αυτό το σπορ και έτσι ακολουθώντας την παράδοση αναγνωρίζονταν η ιδιοκτησία τους στους κορμούς που έφερνε ο Κόσυνθος. Ο Καρά Σαμπάν ήταν ένας μύθος αυτής της δραστηριότητας. Όλο το Καλοκαίρι προσπαθούσαν να βγάλουν τους κορμούς απ’ το ποταμό, τους οποίους πωλούσαν συνήθως στον Τουρατζή ή σε καμιά άλλη κορδέλα.

Δεξιά και αριστερά στις όχθες υπήρχε μια βλάστηση κυρίως από ιτιές και άλλα υδροχαρή φυτά και δένδρα, όπου αρκετά κοπάδια από  κατσίκες τα βοσκούσαν καθημερινά και κάποια νεαρά παλικαράκια τις βοσκούσαν και εξασφάλιζαν ένα έσοδο για τις οικογένειές του. Συνήθως κοπάδια από αγελάδες επισκέπτονταν το ποτάμι δυο- τρεις φορές την ημέρα για να ξεδιψάσουν από τα κρυστάλλινα νερά του ποταμού. Συνήθως οι στάβλοι τους, όλων αυτών ήταν κοντά στην ανατολική όχθη του ποταμού και βοσκούσαν την περιοχή μέχρι τα Πηγάδια. Υπήρχαν και αρκετά κοπάδια προβάτων που συμμετείχαν σ’ αυτήν την πανδαισία.

Σε ένα σημείο που η όχθη έκανε μια κοιλιά συχνά μπορούσε κανείς να χαζέψει ένα κοπάδι από βουβάλια που ο Γιουσούφ ένας κτηνοτρόφος διατηρούσε και πωλούσε το γάλα τους σε έναν αρβανίτη που είχε ένα Γαλακτοζαχαροπλαστείο κοντά στην πλατεία. Και το βουβαλίσιο γάλα ήταν το μυστικό των εξαιρετικών του προϊόντων.

Μονίμως αυτά τα υπέροχα ζώα ήταν βουλιαγμένα στο σημείο εκείνο του ποταμού όταν σηκώνονταν η ζέστη χαιρόσουν να τα βλέπεις γιατί ήταν πανέμορφα. Μέσα στα άλλα ένα πελώριο αρσενικό που ήταν για αναπαραγωγή, μεγάλο σαν βουνό κέρδιζε τον θαυμασμό όλων. Ένας χαλκάς στη μύτη του ήταν το μυστικό για να το συγκρατεί το αφεντικό του. Σήμερα δεν μπορείς να χαζέψεις τέτοιες εικόνες γιατί δεν υπάρχουν.

Το πάνω μέρος της ανατολικής όχθης που άρχιζε από τις σιδηροδρομικές γραμμές του οικισμού Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης περνούσε όλη την έκταση που σήμερα έχει κτισθεί το πανεπιστήμιο μέχρι το χωριό Κιμμέρια, ήταν η περιοχή «Αμπέλια» όπου Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι καλλιεργούσαν αυτό το πολύτιμο φυτό το αμπέλι.  Ανάμεσα στα αμπέλια πολλά οπωροφόρα δένδρα χάριζαν τα πολύτιμα φρούτα τους, από τον Μάιο μέχρι τον Οκτώβριο και πραγματικά μπορούσες να μιλήσεις για έναν επίγειο παράδεισο.

Σταφύλια επιτραπέζια, σύκα, κεράσια, βερίκοκα, δαμάσκηνα, αχλάδια και ό,τι άλλο έχει φαντασθεί ο Θεός υπήρχαν σ’ αυτόν τον χώρο. Μερακλήδες άνθρωποι τα καλλιεργούσαν και αξιοποιούσαν τους καρπούς τους. Κρασιά, πετιμέζι, τσίπουρα, σταφίδες και πολλές ποικιλίες σταφυλιών γέμιζαν τα ράφια των σπιτιών και των οπωροπωλείων της Ξάνθης, τότε ήταν μια μικρή πόλη που κατείχε την περιοχή της παλιάς Ξάνθης και ένα μέρος του Ασά της συνοικίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου που λέμε σήμερα.

Πριν την πρώτη κατοχή της περιοχής από τους Βουλγάρους η Ξάνθη ήταν σχετικά μια μικρή πόλη, αλλά προικισμένη με όλα του Θεού τα καλά και κυρίως παρήγαγε ένα είδος ανατολικού καπνού που ονομάζεται «Μπασμάς» και που όλα τα κρατικά μονοπώλια της Ευρώπης και της Άπω Ανατολής και τα προξενεία είχαν στήσει υποκαταστήματα στην Ξάνθη για να εξασφαλίσουν αυτό το υπέροχο προϊόν που κράτησε ζωντανή την περιοχή  τους δύο τελευταίους αιώνες και κυρίως φιλοξένησε  τους πρόσφυγες, οι οποίοι βρήκαν δουλειά καλλιεργώντας αυτή την πολύτιμη ρίζα.

Ο Κόσυνθος και οι γύρω πηγές στα ριζά των βουνών υδροδοτούσαν τη μικρή πόλη, ο δε αγωγός που ξεκινούσε πάνω από το βενζινάδικο του Αγκόρτσα ακολουθούσε τη δυτική όχθη, έφτανε στο υδραγωγείο, αφού προηγουμένως κινούσε αρκετές νεροτριβές  και «ντουλάπια», όπως τα έλεγαν, που καθάριζαν και αφράταιναν τα μαλλιά και τα μάλλινα, έφταναν σε μεγάλη ποσότητα  μέχρι τον πρώτο νερόμυλο που ήταν το γνωστό κέντρο «Νησάκι», από εκεί περνώντας μέσα από τον Δημοτικό Κήπο μέσα από το οικόπεδο του Ξενοδοχείου «Ξενία» περνούσε τον δρόμο που έμπαινε μέσα στο οικόπεδο του σημερινού Πανεπιστημίου και έφθανε στην Πετρελαιαποθηκών. Τότε ήταν ένας χώρος με λαχανόκηπους.

Το νερό εξυπηρετούσε μερικά «ταμπάκικα», εργαστήρια επεξεργασίας δερμάτων , κινούσε τον νερόμυλο του Μανέ όπου τα υπολείμματά του και η φτερωτή του υπάρχουν ακόμα στην περιοχή. Έδινε δύναμη στη λανάρα του Εβραίου και στο μύλο του Φραντζή εν συνεχεία, αφού κινούσε ακόμα ένα μύλο δίπλα στη λανάρα του Πολυχρόνη του Βάλα κατευθυνόταν στο κάτω μέρος της πισίνας, όπου έπεφτε σε ένα μεγάλο τσιμενταύλακα  που ακολουθούσε την διαδρομή δυτικά του ποταμιού περνούσε κάτω από τον δρόμο της γέφυρας, συνέχιζε δυτικά της γραμμής και σε κάποιο σημείο την διέκοπτε περνώντας υπογείως για να κινήσει τον δεύτερο μύλο του Βάλα, απ’ όπου ένα κομμάτι έφτανε στα σφαγεία και στα ταμπάκικα όπου υπήρχε μεγάλη ανάγκη για νερό.

Το άλλο μισό του νερού ακολουθούσε την διαδρομή μέσα από τους λαχανόκηπους του Παπαχαβιάρα, έφτανε στο πίσω μέρος του τούρκικου νεκροταφείου, κινούσε τον μύλο του Πορφύρη και εν συνεχεία πίσω από το τότε χριστιανικό νεκροταφείο μέσα από τον μπαξέ του Ριζά κάτω από το σημερινό ΚΕΓΕ περνούσε τον εθνικό δρόμο στο δυτικό του μέρος κινούσε τον σημερινό καμένο μύλο που υπήρχε στο νότιο μέρος του παλιού εργοστασίου του Σιδηρόπουλου και ο αύλακας έφτανε μέχρι τον Παλιό Ζυγό που κινούσε τον μύλο του Παλιού Ζυγού και εν συνεχεία μέχρι τη Φελώνη, όπου κινούσε τον μύλο του Ζυμαρίτη.

Έτσι  την δυτική όχθη του Κόσυνθου κάτω από την σιδηροδρομική γέφυρα, με τα πλούσια νερά που έφερνε ο αύλακας εκτός από τους μπαξέδες που απέκτησαν πλούσιο νερό για το πότισμά τους, βοήθησαν την πόλη ώστε ορισμένες λειτουργίες, όπως τα σφαγεία και τα ταμπάκικα που αυτά πάντοτε πάνε μαζί, να απομακρυνθούν λίγο από τον αστικό ιστό και εκεί στην άκρη του ποταμού να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της πόλης περίπου έναν αιώνα.  

Τα σφαγεία στην εποχή που έγιναν ήταν από τα πιο σύγχρονα σφαγεία της χώρας και η πόλη απέκτησε μια υποδομή που από πολύ νωρίς προστάτευε την υγειονομική της υπόσταση. Από τότε μάλιστα που η κτηνιατρική υπηρεσία μεταφέρθηκε σε ένα κτίριο δίπλα στα σφαγεία και η παρουσία των κτηνιάτρων ήταν καθημερινή, η Ξάνθη μέχρι και σήμερα δεν κινδύνεψε.

Η πρόσβαση σ’ αυτό τον χώρο γινόταν κυρίως από την Χρήστου Κοψιδά η οποία περνούσε την Λεωφόρο Στρατού, συναντούσε την Σιδηροδρομική γραμμή που τότε δεν ήταν κλειστή και δίπλα από το κέντρο αναψυχής τον Βόσπορο που τότε ήταν ένα από τα ωραιότερα εξοχικά κέντρα της Ξάνθης, ακολουθούσε την δυτική όχθη και έφτανε μέχρι τα σφαγεία. Από εκεί καθημερινά άμαξες με κλειστές καρότσες μετέφεραν τα σφάγια στη Δημοτική Αγορά, όπου επίσης ήταν μια Δημοτική Αγορά από τις καλύτερες της χώρας. Πολλές επιχειρήσεις που ασχολούνταν με το δέρμα πήγαν και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή γύρω από τα σφαγεία για να είναι πιο κοντά στην πρώτη ύλη του δέρματος που κάθε μέρα παρήγαγαν τα σφαγεία.

Γνωστές επιχειρήσεις όπως του Βιδάλη, του Ασκαρίδη υπήρξαν από τότε στην περιοχή. Ο σύγχρονος τρόπος με τον οποίο γινόταν η εκδορά των δερμάτων και η άμεση επεξεργασία τους συνετέλεσε στην άριστη ποιότητα των δερμάτων και την ανάλογη ζήτηση από την αγορά.

Στην περιοχή είχαν μεταφερθεί οι αποθήκες των πετρελαιοειδών του ελληνικού μονοπωλίου και γι’ αυτό μια μικρή γειτονιά που είχε ιδρυθεί ακόμα την ονόμαζαν πετρελαιοαποθήκες ή στα τούρκικα Γκας Χανέ. Είναι η γειτονιά που σήμερα βρίσκεται από την αριστερή μεριά πηγαίνοντας για τον ΟΑΕΔ κοντά στην Εκκλησία του Αγίου Τρύφωνα. Στη γειτονιά αυτή για να την επισκεφτείς έπρεπε να ακολουθήσεις τον δρόμο της Λεωφόρου Στρατού, να προχωρήσεις και αφού περάσεις τις σιδηροδρομικές γραμμές φθάνεις ακολουθώντας τον δρόμο για τον ΟΑΕΔ.

Στη γωνία της Λεωφόρου Στρατού στο σημείο πριν περάσεις την γραμμή ήταν την εποχή εκείνη, 1950-1960, το ουζερί του Μπάρμπα Σταύρου, ξακουστό μαγαζάκι που προσέφερε  αναψυκτικά και ούζο με εκλεκτό και άφθονο μεζέ.  Στην περιοχή μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών ήρθαν και εγκαταστάθηκαν αρκετές οικογένειες τουρκόγυφτων που μέχρι σήμερα κατοικούν στην περιοχή. Την αιτία αυτής της εγκατάστασης εκείνου του πληθυσμού γύρω από την γειτονιά των πετρελαιοαποθηκών και της Ρέμβης στην είσοδο της Οδού 28ης Οκτωβρίου αποτέλεσε η κατάργηση των τσιφλικιών από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, προκειμένου να εξασφαλισθεί γη για να μοιρασθεί στους πρόσφυγες από τις αλησμόνητες πατρίδες.

Τότε καταργήθηκε στην Θράκη η φεουδαρχία και οι δουλοπάροικοι αφού καταργήθηκαν τα τσιφλίκια ως δια μαγείας εγκατέλειψαν τους αγάδες και τους αφεντάδες και για να κατοχυρώσουν την ελευθερία τους κατέφυγαν στις κοντινές πόλεις όπου ίδρυσαν τενεκεδογειτονιές σε στυλ φαβέλες της Λατινικής Αμερικής και από τότε κατοικούν στην γειτονιά του Πούρναλικ που σημαίνει χώρος με πουρνάρια και των πετρελαιοαποθηκών  που προηγουμένως αναφέραμε. Μερικοί από αυτούς εγκαταστάθηκαν και στη Γενισέα για τον ίδιο λόγο. Στην Ξάνθη όμως ήρθαν περισσότεροι γιατί υπήρχαν περισσότερες ευκαιρίες απασχόλησης. Οι γύφτοι δούλευαν σαν φορτοεκφορτωτές, σαν εργάτες γης, σαν βοσκοί και βοηθοί σε κτηνοτροφικές εργασίες και γενικά έβγαζαν την βρώμικη και βαριά δουλειά της εποχής.

Την δεκαετία του 1970 και εν συνεχεία ιδρύθηκε η συνοικία του Δροσερού. Κάθε χρόνο στους δρόμους της Ελλάδας συναντούσες καραβάνια από κάρα με τέντες που τριγύριζαν οι γύφτοι της εποχής, οι οποίοι ήταν μετακινούμενοι πληθυσμοί και με πρόγραμμα που οι ίδιοι ήξεραν μετακινούνταν από μέρος σε μέρος και από πόλη σε πόλη. Υπήρχαν σημεία στις παρυφές των πόλεων που κάθε χρόνο ξεφύτρωναν ολόκληρες γειτονιές από τσαντίρια που οι γύφτοι ξεχειμώνιαζαν ή ξεκαλοκαίριαζαν ακολουθώντας συνήθειες αιώνων.

Συνήθως επέλεγαν σημεία όπου υπήρχε νερό, πηγάδια, ρυάκια για τις ανάγκες τους και για το πότισμα των ζώων, συνήθως αλόγων που τραβούσαν τα κάρα τους και χώρους για να δέσουν  και να ταΐσουν τα ζωντανά τους. Ένα τέτοιο σημείο ήταν μια ευρύχωρη περιοχή πριν από τα σφαγεία που ο δήμος συνήθως παραχωρούσε κάθε χρόνο για το χρονικό διάστημα που οι άνθρωποι αυτοί χρειαζόταν κάποιο χώρο.

Οι δουλειές που συνήθιζαν να κάνουν ήταν να επισκευάζουν και να γανώνουν χάλκινα σκεύη, κάποιοι από αυτούς ασχολιόταν με τη μουσική, συνήθως βοηθούσαν στο θέρισμα, τη συγκομιδή των καρπών, παστάλιαζαν καπνά και αρκετοί από αυτούς ήταν τσαμπάζηδες. Ασχολιόταν δηλαδή με το εμπόριο κυρίως γαϊδουριών, αλόγων και άλλων ζώων. Κατά την διάρκεια της παραμονής τους αποτελούσαν οι γειτονιές τους αξιοθέατα και πολλοί περίεργοι από την πόλη πήγαιναν στους γυφτομαχαλάδες με τα τσαντίρια να σπάσουν πλάκα. Εκεί οι γύφτισσες με κάποια «νταραμπούκα», ένα τουμπερλέκι δηλαδή, χόρευαν και επιδείκνυαν το ταλέντο τους στο χορό της κοιλιάς. Κάποιος μαϊμουτζής  είχε κάνα δυο μαϊμούδες και έκανε παράσταση ή κάποιος αρκουδιάρης έβαζε την αρκούδα του να χορέψει και παρίστανε  πως βάφεται η κυρία, πώς κοιμάται και διάφορα άλλα που προέβλεπε το καλλιτεχνικό πρόγραμμα του αρκουδιάρη.

Εκείνο, όμως, που είχε μεγάλη ακροαματικότητα ήταν ο γύφτικος γάμος. Ξέροντας οι γύφτοι πότε θα βρεθούν, πού, κανόνιζαν να παντρέψουν τα παιδιά τους. Όταν παραδείγματος χάρη θα βρεθούν στην Ξάνθη ή στην  Κομοτηνή και τότε καθόριζαν να γίνει και ο γάμος. Καταρχάς, η νύφη και ο γαμπρός ήταν ακόμα μικρά, ασχημάτιστα παλικαράκια και κοπελίτσες. Βιολογικά, αν δεν ήταν γυφτάκια, ένα τέτοιο γεγονός σαν το γάμο δεν θα λάμβανε μέρος. Τα σόγια από την μεριά του γαμπρού και της νύφης έτρωγαν, έπιναν, χόρευαν, τραγουδούσαν και περίμεναν να τελειώσει ο γάμος. Το γεγονός αυτό θα τελείωνε όταν ο γαμπρός και η νύφη θα συνευρίσκοντο  ερωτικά. Μετά το γεγονός ο γαμπρός που του είχε δώσει το σόι μία κουμπούρα θα έριχνε την κουμπουριά και ο γάμος θα λάβανε τέλος. Μερικές φορές το ζευγάρι το κατάφερνε σύντομα και τα συμπεθέρια  δεν προλάβαιναν να χαρούν τον γάμο, γιατί ο γαμπρός πυροβολούσε και ο κάθε κατεργάρης έπρεπε να πάει στον πάγκο του. Πολλές φορές, όμως, όταν το ζευγάρι ήταν άπειρο και ταλαιπωρημένο η κουμπουριά δεν έπεφτε και μετά από ορισμένες μέρες προσπαθούσε το ένα σόι να ρίξει την αναβολή του πυροβολισμού στο άλλο σόι. Να έφταιγε η νύφη, να έφταιγε ο γαμπρός και έτσι γινόταν μεγάλος σαματάς. Μέχρι στοιχήματα έπεφταν για το πώς θα καταλήξει το πράγμα.  Πάντως, η περιοχή ήταν γνωστή για την παρουσία των γύφτων.

 ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από ΕΜΠΡΟΣ
Περισσότερα άρθρα από ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Στο καφέ Ερμής θα παρουσιαστούν ποιήματα του Κώστα Ταβουλτσίδη

Σήμερα στις 19:30 – Μουσική θα παίξουν ο Αντώνης Μουσαδές και ο Γιάννης Βουλτσίδης Η…