Αρχική Αρχείο Παλαιότερων Άρθρων Αρχείο Αρθρογραφίας 2010 Η δίκη του Ιησού ως κατάχρηση εξουσίας

Η δίκη του Ιησού ως κατάχρηση εξουσίας

0

Καθώς διαβαίνουμε ήδη την Μεγάλη Εβδομάδα των Παθών αναλογιζόμαστε πως η περίοδος αυτή έχει αναμφισβήτητη θεολογική και πνευματική αξία, αφού αποτελεί στην πραγματικότητα μια ακόμη αφορμή για την περαιτέρω πνευματική και ψυχική αναζήτηση του ανθρώπου.Ωστόσο το νόημα των γεγονότων της εβδομάδας αυτής ενέχει και κορυφαία ιστορική αξία, καθώς ο Χριστός, το κορυφαίο ίσως ιστορικό πρόσωπο όλων των εποχών, θεμελίωσε με τη στάση και τη διδασκαλία Tου το κοινωνικό και πνευματικό οικοδόμημα του μισού πολιτισμού της γης και αποτέλεσε τη βάση και το μέτρο σύγκρισης για την πνευματική ανάπτυξη και εξύψωση των ανθρώπων.Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει δε η δικαιική προσέγγιση της δίκης του Ιησού, διότι αποκαλύπτει την ιστορική πραγματικότητα μέσα στην οποία έκανε την εμφάνισή του ο χριστιανισμός και ιδίως την επαναστατική και πνευματική ρήξη με τα ισχύοντα δεδομένα που επέφερε με τη διδασκαλία του.Εκείνο που γίνεται δεκτό είναι ότι η δίκη του Ιησού δεν προήλθε ως απόρροια μιας κοινωνικής ανάγκης για απονομή της δικαιοσύνης, αλλά αφορούσε το ρεαλιστικό συμφέρον της διαφύλαξης της κεκτημένης εξουσίας τόσο εκ μέρους του εβραϊκού ιερατείου, όσο και εκ μέρους του ρωμαίου κυρίαρχου.Την εποχή λίγο πριν τη δίκη, η δραστηριότητα του Ιησού είχε φτάσει στην κορύφωσή της. Η ανάσταση του Λαζάρου, η θριαμβευτική είσοδος και υποδοχή του στην Ιερουσαλήμ μετά βαΐων και κλάδων, οι διδασκαλίες στο ναό του Σολομώντα και η πλατιά απήχησή τους είχαν προκαλέσει την ανησυχία της εβραϊκής ιεραρχίας, καθώς οι αρχιερείς και γραμματείς αισθάνονταν ότι κλονιζόταν η θρησκευτική και κοσμική εξουσία που διέθεταν στον εβραϊκό λαό.Η διδασκαλία του Ιησού στρεφόταν καταρχήν κατά της άκαμπτης τυπολατρίας που επιβαλλόταν από την εβραϊκή ιερατική ηγεσία. Συγκεκριμένα δεν δεχόταν την απόλυτη αυστηρότητα της τήρησης της αργίας του Σαββάτου, για την παραβίαση της οποίας προβλεπόταν μάλιστα η θανατική ποινή. Παράλληλα η διδασκαλία του Ιησού δεν απέδιδε την βαρύνουσα τότε σημασία στη συμμόρφωση προς τους κανόνες της περιτομής, πράξη που υπηρετούσε τη διαφύλαξη της θρησκευτικής και εθνικής ταυτότητας. Επίσης ήταν αντίθετη στην επικρατούσα τότε άποψη ότι ο ναός του Σολομώντος στην Ιερουσαλήμ συνιστούσε ως υλική υπόσταση την κατοικία του Θεού την οποία μάλιστα εξουσίαζε το ιερατείο και υποστήριζε την κατάργηση των τελετουργικών θανατώσεων των ζώων. Ως προς το πνευματικό της περιεχόμενο, η διδασκαλία του Ιησού κλόνιζε ακόμα περαιτέρω την εξουσία των ιεραρχών, καθώς κήρυττε για πρώτη φορά την καθολική ισότητα όλων, είχε έντονο χαρακτήρα απελευθέρωσης από οποιασδήποτε μορφής δουλεία και, τελικά, συνέδεε την ελευθερία με την αποδοχή του άλλου, του διαφορετικού, διαμέσου της αγάπης.Το παραπάνω περιεχόμενο της διδασκαλίας του Ιησού αποτέλεσε στην ουσία την αιτία για τη σύλληψη και τη μετέπειτα δίκη Του. Ωστόσο, η απόφαση θανάτωσής του Ιησού έπρεπε να περιβληθεί τον τύπο της νομιμότητας ώστε να εξασφαλιστεί η οιονεί συναίνεση του εβραϊκού λαού. Έτσι μετά την εξέταση από τον πρώην αρχιερέα Άννα και την εξέταση από τον εν ενεργεία αρχιερέα Καϊάφα, από τις οποίες δεν προέκυψε κάτι το επιβαρυντικό, ο Ιησούς οδηγήθηκε στο Συνέδριο των αρχιερέων και γραμματέων που ήταν το ανώτατο εβραϊκό δικαστήριο και στη συνέχεια επιχειρήθηκε η επικύρωση της προειλημμένης θανατικής απόφασης, ενώπιον του, διορισμένου από τους ρωμαίους, διοικητή της Ιουδαίας Πόντιο Πιλάτο. Σε εκείνο το σημείο στην ουσία θεμελιώνονται για πρώτη φορά οι κατηγορίες σε βάρος του Ιησού, δηλαδή η κατηγορία της βλασφημίας «ότι εαυτόν Θεού υιόν εποίησε» που συνιστά θρησκευτικό έγκλημα κατά τους εβραίους, και η κατηγορία της αντιποίησης της βασιλικής ιδιότητας διότι δεν απάντησε αρνητικά στην ερώτηση αν είναι ο βασιλεύς των Ιουδαίων, γεγονός που συνιστά πολιτικό έγκλημα και που στρέφεται κατά των ρωμαίων και του Πόντιου Πιλάτου. Και τα δύο παραπάνω εγκλήματα τιμωρούνταν με τη θανατική ποινή, διά λιθοβολισμού το πρώτο, και δια σταύρωσης το δεύτερο.Η δημόσια αντιπαράθεση μεταξύ του εβραϊκού ιερατείου και του Πόντιου Πιλάτου σχετικά με την επιβολή ή μη της θανατικής ποινής, της απελευθέρωσης, κατά το έθιμο, του Ιησού ή του Βαραββά, η απόφαση της δημόσιας μαστίγωσής Του, είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι ξεφεύγει της οποιασδήποτε δικαστικής επίφασης και στην ουσία δεν μπορεί να συνιστά πράξη απονομής δικαίου.Αποτελεί περίπτωση ξεκάθαρης βίαιης άσκησης κυριαρχικής εξουσίας στην οποία απλώς και μόνο προσδόθηκε ο εικονικός χαρακτήρας μιας δίκης. Ακριβώς για αυτόν το λόγο δεν είναι δυνατόν να υπαχθεί νοηματικά η απόφαση αυτή σε οποιαδήποτε ένδικα μέσα, ένα από τα οποία είναι και η αναψηλάφηση. Αυτή προϋποθέτει την ύπαρξη δίκης και δικαστικής απόφασης της οποίας όμως η αποδεικτική βάση αποκαλύπτεται ανύπαρκτη με νεότερα στοιχεία που προέκυψαν μεταγενέστερα. Κάτι τέτοιο όμως δεν υφίσταται εξαρχής στην περίπτωση της «δίκης του Ιησού», καθώς ελλείπει κάθε αποδεικτική βάση, ενώ αποκαλύπτεται ότι κυρίαρχο στοιχείο της θεμελίωσής της ήταν αποκλειστικά και μόνο τα συμφέροντα και οι επιδιώξεις της εξουσίας. Πέρα από την παραπάνω εικονικότητα της δίκης και καταδίκης του Ιησού, είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι αποτελεί το κομβικό εκείνο σημείο από το οποίο ξεκινά η θεμελίωση της ίδιας της ουσίας του χριστιανισμού ως θρησκείας και κοσμοθεωρίας, καθώς αν ο Ιησούς δεν καταδικαζόταν, με τον τρόπο που έγινε, δεν θα είχαμε την Σταύρωση, την Ταφή και την Ανάσταση, επομένως θα εξέλιπε η ουσιαστική βάση της ύπαρξης της χριστιανικής θρησκείας.Η δίκη του Ιησού αποτελεί και μια αντανάκλαση της σημερινής πραγματικότητας όπου η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτικών ενασχολείται εναγωνίως μόνο με τη θεμελίωση και διατήρηση της εξουσίας που διαθέτουν. Δυστυχώς έννοιες, όπως αγάπη, θυσία, ανιδιοτέλεια, εντιμότητα, ειλικρίνεια και πνευματικότητα έχουν υποχωρήσει και έχουν αντικατασταθεί από την εξυπηρέτηση, σε πολλές περιπτώσεις, του προσωπικού συμφέροντος, ιδίως από την πλευρά της πολιτικής ηγεσίας, σε όλα τα επίπεδα.Η δίκη του Ιησού, ανεξάρτητα από την ψυχική στάση του καθενός απέναντι στη θρησκεία και την πίστη, παρέχει το έναυσμα για την ενδοσκόπηση και αυτοκριτική του καθενός από εμάς προκειμένου να μεταμορφωθούμε σε καλύτερους πολίτες, σε καλύτερους πολιτικούς, σε καλύτερους ανθρώπους.Οι ανθρώπινες σχέσεις, στηρίζονται πολλές φορές σε μια βάση ιεραρχίας, σε μια βάση διοικούντων και διοικουμένων, που άλλοτε παίρνουν τη μορφή πολιτικών και πολιτών, άλλοτε εργοδοτών και εργαζομένων, άλλοτε στρατιωτικών και στρατιωτών, άλλοτε προϊσταμένων και υφισταμένων. Εκείνο όμως που προέχει να συνειδητοποιηθεί είναι ότι οι ανθρώπινες σχέσεις καλλιεργούνται και αναπτύσσονται ουσιωδώς μόνο μέσω της συνεργασίας, του αμοιβαίου σεβασμού, της αλληλοκατανόησης και της έλλειψης κατάχρησης της εξουσίας. Αυτό είναι στην ουσία το αληθινό μήνυμα της Μεγάλης Εβδομάδας και της Αναστάσεως το οποίο θέτει στο επίκεντρο όλων των δραστηριοτήτων όχι την ύλη αλλά το πνεύμα, όχι το προσωπικό συμφέρον αλλά την εξυπηρέτηση του συλλογικού καλού, όχι το άτομο αλλά τον άνθρωπο. ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣΝίκος Σεργκενλίδης Δικηγόρος

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από ΕΜΠΡΟΣ
Περισσότερα άρθρα από Αρχείο Αρθρογραφίας 2010
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Άλλοι πάνε, άλλοι έρχονται και κάποιοι ‘δε το κουνάνε’

Τα έβαλαν κάτω, έκαναν τις συναντήσεις τους και όρισαν τους νέους αντιδημάρχους οι δήμαρχο…