Αρχική ΚΟΙΝΩΝΙΑ “Ξαναδιαβάζοντας τις ζωές μας”

“Ξαναδιαβάζοντας τις ζωές μας”

0

Απόσπασμα από το βιβλίο του Νικολάου Τσούργιαννη

“Το πανηγύρι της Παναγίας των Πηγαδίων”

Κόντευε της Παναγίας, βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του 1950.
Κατά το μεσημέρι εμφανίσθηκε το Μαριγάκι. Μια μελαχρινή ψηλή Κρητικιά κούκλα. Σβέλτη, με ευλυγισία, με όμορφο πρόσωπο και σγουρά μαύρα μαλλιά, ελαφρά βαμμένα τα χείλη της και τα φρύδια της, ώστε να φωτίζονται τα χαρακτηριστικά της και όχι να γυαλίζει σαν χρυσόμυγα. Τη ρώτησα πως της φάνηκε η Ξάνθη αυτές τις λίγες μέρες που την είχε ζήσει. Όχι σαν την Κρήτη μου είπε. Στην Κρήτη έχουμε μονάχα Κρητικούς. Την ρώτησα για την προηγούμενη βραδιά, μου είπε αν όλα είναι έτσι, εσείς δεν είσαστε Ελλάδα αλλά κοινωνία των Εθνών. Τότε δεν είχαμε ακόμη ανακαλύψει την θεωρία περί πολυπολιτισμικής κοινωνίας και γνωρίζοντας τι είχε πάθει το Μαριγάκι, για να δει και να εκτιμήσει την πραγματικότητα, έπρεπε να πάει σε ένα από τα μεγάλα πανηγύρια που γίνονταν της Παναγίας στην Ξάνθη.

Της είπα να πάει στα Πηγάδια που ήταν κοντά, το ίδιο της είπε και η θεία της. Συμφώνησε και ο Ευγένης, και πήγαν στο πανηγύρι των Πηγαδίων που ήταν ένα από τα μεγαλύτερα της εποχής του τότε. Το πανηγύρι στα Πηγάδια κράταγε δύο-τρείς μέρες και τα γλέντια ήταν ολονύκτια και η κοσμοσυρροή μεγάλη. Το βράδυ της παραμονής, που ο κόσμος και τα κάρα είχαν πλημμυρίσει τον κάμπο γύρω από το χωριό, το Μαριγάκι και ο Ευγένης έψαξαν και βρήκαν να παρκάρουν το αμάξι του μύλου και κατευθύνθηκαν στο καφενείο του κυρ Μήτσου του Μπαμπούρη που ήταν το πιο μεγάλο και η παρέα με τα όργανα και τους τραγουδιστές του, ήταν οι καλύτεροι.

Ο Κύριος Διοικητής ήρθαν και παρκάρισαν το τζίπ ανάμεσα στον τοίχο της εκκλησίας και στο καφενείο, θέση κρατημένη για επισήμους. Μπήκαν στην εκκλησία, άναψαν από μια χούφτα κεριά στα χαμηλά και στα ψηλά μανουάλια, σταυροκοπήθηκαν και κατευθύνθηκαν προς το καφενείο.

Τα κοριτσάκια με τα κουτιά των εράνων τους γέμισαν με τα χαρτάκια στα πέτα και η κυρία δεν προλάβαινε να μοιράζει κέρματα.

Έφθασαν μπροστά από το καφενείο, ο καφετζής είχε ετοιμάσει στο καλύτερο σημείο τραπέζι και η ζυγκιά με τα όργανα, θέλοντας να τιμήσει το υψηλό ζευγάρι, σταμάτησε στην μέση έναν σκοπό που έπαιζε, ανεξάρτητα αν θύμωσαν αλλά κατάλαβαν αυτοί που έκανα την παραγγελιά ότι έτσι έπρεπε να τιμηθεί ο Κύριος και η Κυρία Διοικητού και χειροκρότησαν. Κρητικοί σκοποί και τραγούδια σε διαπασών από τα μεγάφωνα γέμισαν το πανηγύρι. Το Κρητικό ζευγάρι, ο Κύριος και η Κυρία Διοικητού, ευχαρίστησαν και το Κρητικό γλέντι συνεχίστηκε.

Το Μαριγάκι και ο Ευγένης κατάλαβαν ότι πρέπει να ήρθε ο θείος και η θεία τους από την αλλαγή της μουσικής, κατευθύνθηκαν και πήγαν προς το μέρος που ήταν κρατημένο το τραπέζι. Πολλοί μέτοικοι Κρήτες, χειροκροτούσαν, τραγουδούσαν και χόρευαν την τιμή που γίνονταν από το πανηγύρι στην λεβεντογέννα. Δεν υπήρξε Κρητικός ή άνθρωπος που ήξερε να χορεύει Κρητικά και δεν χόρεψε. Κάποια στιγμή, κάποιος πήρε το μικρόφωνο και ανήγγειλε ότι τον χορό αυτόν θα τον χορέψει μια νέα μουσαφίρισσα με την θεία της. Άδειασε η πίστα, τσίριξαν οι λύρες, τα βιολιά και τα όργανα και δύο Κρητικές μια νεαρή και μια μεσόκοπη, σηκώνοντας ψηλά στο ύψος του στήθους τους τα χέρια και μη χάνοντας βήμα από τις νότες της μουσικής για όσους γνωρίζουν την παράσταση σε αρχαία αγγεία αυτής της χορευτικής στάσης που ξαναβαφτίζεται σε κάθε Κρητικό γλέντι καθημερινά εδώ και τέσσερις χιλιάδες χρόνια. Βλέποντας την απόδοση των χορευτριών, τα όργανα έπαιξαν γρηγορότερα και δεν ήξερες ποιός δοκιμάζει τις αντοχές του άλλου.

Οι χορεύτριες θα κουραστούν και θα σταματήσουν; ή τα όργανα θα ανάψουν και θα καταστραφούν; Βαστούσαν όμως και τα δύο. Και τα όργανα και οι χορεύτριες. Όλος ο κόσμος χειροκροτούσε, οι Κρητικοί είχαν τρελαθεί, ο Διοικητής είχε συγκινηθεί και η θερμοκρασία είχε περάσει τα όρια. Ο Διοικητής τράβηξε το πιστόλι του, έφυγαν αυτόματα όλες οι σφαίρες, ο ήχος πολλαπλασιάστηκε τρυπώντας τις λαμαρίνες του κέντρου, πολλοί τρόμαξαν, αλλά το Κρητικό γλέντι ολοκληρώθηκε με τον γνώριμο Κρητικό τρόπο. Κρητικό γλέντι, χωρίς μπαλοθιές δεν γίνεται. Ζήτησε συγγνώμη από το πλήθος ο Διοικητής, του απάντησε με ένα πάνδημο χειροκρότημα ο κόσμος, και συνεχίσθηκε το γλέντι για όλους. Όσο για μένα, δεν θυμάμαι άλλο τέτοιο γλέντι.

Είχα συνήθεια και τιμούσα κάθε χρόνο τις δύο Παναγίες της Περιοχής. Την Παναγία την Αρχαγγελιώτισσα και το μοναστήρι της, και φρόντιζα κάθε χρόνο να πηγαίνω στην χάρη της, με εκλεκτή και καινούργια κάθε χρόνο παρέα. Και την Παναγία των Πηγαδίων που γινόταν το μεγαλύτερο πανηγύρι της εποχής σε διάρκεια και σε κόσμο. Μόνο ένα πανηγύρι θυμάμαι πιο τρανό, πιο μυστηριακό, σχεδόν αρχέγονο, το πανηγύρι στο Καβακλί της Κομοτηνής.

Είχα έρθει και φέτος, όπως κάθε χρόνο τηρώντας το έθιμο, γιατί στα Πηγάδια είχαμε κτήματα και γνωριζόμασταν σχεδόν με όλους, ιδιαίτερα με τον Μπαμπούρη τον καφετζή. Στα χωράφια και στις δουλειές, κάνεις, έλεγε ο πατέρας μου, καλύτερες φιλίες και από το στρατό. Μπορώ να πω ότι με όλους τους νέους και τις νέες της ηλικίας μου και τις οικογένειες τους ήμασταν φίλοι. Ιδιαίτερη φιλία είχα με τον Γιώργο Ζολώτα που ήταν συμμαθητής μου στο Γυμνάσιο. Ένα αγόρι έξυπνο, ευκίνητο, όλο σκανδαλιά και ζωή. Ο καθηγητής της Θεολογίας στην τάξη μας, ο Ιωάννης ο Χάταλης, ξακουστός για τις σφαλιάρες του, μετά από κάθε σφαλιάρα στο Γιώργο, έλεγε αδιάκοπα και μια φράση: <<Παπά παιδί, Διαβόλου εγγόνι>>.

Ο Γιώργος τον διέψευσε. Έγινε ένας σεβάσμιος Ιερέας στην Μητρόπολη Ξάνθης, ακολούθησε το παράδειγμα του πατέρα του, και άφησε ιστορία ιερέα που πολλοί θα ζήλευαν να την έχουν.

Ο δεύτερος λόγος ειδικά αυτή την παραμονή στα Πηγάδια ήταν ότι εκτελούσα διαταγή του αφεντικού μου του Φραντζή, να πάω από το πρωί στα Πηγάδια και να πάρω μέρος για λογαριασμό του στο κουρμπάνι για την Παναγία.

Κουρμπάνι, αν το μεταφράσουμε λέγεται η θυσία στα Τουρκικά. Στη Θράκη και την Μικρά Ασία σημαίνει παρασκευή και διανομή σε ποσότητα σε όλο τον κόσμο που συμμετέχει σε γιορτές Χριστιανικές, Μουσουλμανικές και Εβραϊκές.

Από την προηγούμενη της γιορτής στην προκειμένη περίπτωση, ευλαβείς Χριστιανοί αλλά και Μουσουλμάνοι έκαναν τάματα στην Παναγία και στον Άι’ Γιώργη. Ειδικά την Παναγία και τον  Άι’ Γιώργη, τόσο στην Μικρά Ασία όπως μου έλεγε ο πατέρας μου, όσο και στην Θράκη όπου έζησα εγώ, τους τιμούσαν και τους σέβονταν.

Από το πρωί σε ένα περιφραγμένο χώρο που είχε διαθέσει ο κύρ Μήτσος ο καφετζής, έφθασαν τα κουρμπάνια για την Παναγία. Ζώα που χάριζαν για εκπλήρωση τάματος, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, στην προκειμένη περίπτωση της Παναγίας. Εγώ από πρωί καβάλησα το άλογο μου και από τον συνηθισμένο δρόμο που πέρναγε μέσα από το ποτάμι στο ύψος του Νέου Ζυγού, έφτασα στα Πηγάδια. Η γέφυρα της ΣΕΒΑΘ δεν είχε κατασκευασθεί ακόμα. Έδεσα με ένα μακρύ σχοινί το άλογο για να βοσκάει και ρωτώντας έφθασα στο σημείο που είχαν μαζευτεί τα ζώα για την Παναγία. Υπάρχουν καμιά τριακοσαριά ζώα όλων των ειδών, κατσίκες, πρόβατα, κριάρια, μοσχίδες, μοσχάρια, ευνουχισμένοι τράγοι, θρεμμένα και δυνατά σαν γαιδουράκια το ένα πιο όμορφο από το άλλο. Όλα καθαρά και χτενισμένα να τα πάρεις αγκαλιά. Άλλωστε από την αρχαιότητα τα ζώα που προσφερόταν έπρεπε να είναι άμομα, αρτιμελή και ενώσια, δηλαδή να είναι υγιή, να έχουν όλα τα μέλη τους και να είναι πάνω από ενός χρονού. Τα ζώα αυτά, για να υπάρξει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο οικονομικό όφελος για την εκκλησία, δυο επίτροποι ορισμένοι για αυτήν την διαδικασία από την εκκλησία, κάθε φορά έπαιρναν ένα ζώο απο το μέρος που ήταν όλα μαζί, το έφερναν μπροστά για να μπορούν όλοι να το εκτιμήσουν, έπαιρναν μέρος σε μια πλειοδοτική δημοπρασία. Δηλαδή το έπαιρνε όποιος πλήρωνε περισσότερα. Μέχρι τρείς φορές μπορούσε ο καθένας να προσφέρει νέα τιμή προς τα πάνω. Μόλις άρχισε η δημοπρασία, οι ενδιαφερόμενοι άρχιζαν να προσφέρουν και ένας εγωισμός ανέβαζε το τίμημα του ζώου σε ότι καλύτερο μπορούσε. Ήταν πολλά τα ζώα. Εγώ που δεν ήξερα από την διαδικασία να αγοράσω ζώο απο το κουρμπάνι, απογοητεύτικα.

Στο χωριό μας στο Ιωνικό, στον  Άι’ Γιώργη ή στον προφήτη Ηλία, είχαμε και εμείς αυτή την διαδικασία προς τιμή του Αγίου και του Προφήτη αλλά από την απέναντι πλευρά. Ο πατέρας μου κτηνοτρόφος, την παραμονή των πανηγυριών του χωριού μας, συνήθιζε να χαρίζει πέντε ζώα, πρόβατα ή κατσίκια στον  Άι’ Γιώργη που ήταν ο Άγιος του χωριού, τέσσερα στην Παναγία στο κάτω χωριό και τρία στο παρεκκλήσι του Προφήτη Ηλία. Εδώ τα πράγματα ήταν ανάποδα. Είχα έρθει εξουσιοδοτημένος να χτυπήσω στην δημοπρασία ένα ζώο. Είχα στην τσέπη μου δέκα χιλιάδες από το αφεντικό και θα έπρεπε να τα βολέψω να μη χάσω την δημοπρασία, γιατί αυτό αντί για διαφήμιση στο μύλο μπορούσε να καταλήξει σε δυσφήμηση. Εγώ είχα καταλήξει σε μερικά ζώα που θα μετείχαν στην δημοπρασία, αλλά ένα ειδικά δεν ήθελα να το χάσω με τίποτα. Μια βουβαλομοσχίδα που γυάλιζε θαρρείς και της είχες περάσει τζια, σχετικά ήρεμο ζώο με κέρατα καλοσχηματισμένα, καμπύλα με κατεύθυνση προς τα πίσω και με μια άσπρη τούφα κάτασπρη από τρίχες ανάμεσα στα κέρατα την έκαναν πανέμορφη.

Πολλές φορές θα ήθελα να την ζωγραφίσω αλλά δεν διέθετα τέτοιο ταλέντο.

Σιγά σιγά άρχισε να αδειάζει η ομάδα από τα ζώα και κανένας δεν τολμούσε να φέρει μπροστά τη βουβαλίτσα. Οι επίτροποι έμπειροι κτηνοτρόφοι ειδικά σαν Θρακιώτες γνώριζαν πόσο δύσκολα ζώα είναι τα βουβάλια και την άφηναν να αναχαράζει την τροφή της χωρίς να την ενοχλεί κανένας. Στο τέλος έμεινα μόνος εγώ με το βουβάλι και μερικοί περίεργοι που περίμεναν να τελειώσει το σόου της δημοπρασίας. Οι επίτροποι είχαν αντιληφθεί ότι εγώ ενδιαφέρομαι, είχα ρωτήσει και τον Μήτσο πόση είναι η πραγματική αξία του ζώου, μου είπε να μην δώσω περισσότερα από πέντε χιλιάρικα και όταν ήρθε η ώρα που ο επίτροπος σήκωσε το χέρι του και έδειξε το ζώο, είπα τρεισήμισι χιλιάδες. Ξανασήκωσε το χέρι του, είπα εγώ τέσσερις χιλιάδες. Κατοχυρώθηκε στον μύλο και έληξε η διαδικασία και η αποστολή.

Πέρασα την υπόλοιπη μέρα στο χωριό. Όπου και να πήγαινες σε κερνούσαν και σου έστρωναν τραπέζι. Ήταν ένα πανηγύρι που θα το θυμάμαι. Όταν τελείωσε το Κρητικό γλέντι, πήρα το άλογο μου, που πολλές φορές το εμπιστεύθηκα κατά την διάρκεια της ημέρας, να το ποτίσω, να το αλλάξω θέση για περισσότερο χόρτο και σκιά και το βράδυ Νίκος και Κίτσος πήραμε τον δρόμο της επιστροφής, χωρίς φώτα, με την αστροφεγγιά και τα μάτια του ανθρώπου και του ζώου, να προσαρμόζονται στο σκοτάδι διευρύνοντας η στενεύοντας τη φυσική διάσταση της κόρης των ματιών βλέποντας αρκετά μέσα στο σκοτάδι.

Ο Κόσυνθος κυλούσε τα λίγα του νερά και μια ασημένια λωρίδα χάραζε την κοίτη του απο Βορρά μέχρι τον Νότο.

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από ΕΜΠΡΟΣ
Περισσότερα άρθρα από ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

«Βγάζει την ουρά του» από την διαχείριση των αδέσποτων ο δήμος Ξάνθης

Αίτημα για 25.000 ευρώ μόνο για προμήθεια τροφής – Στον δήμο Τοπείρου η μερίδα του λ…