elenidfn@yahoo.com
Σε «μήλον της έριδος» του νομοσχεδίου που τέθηκε για δημόσιαδιαβούλευση σχετικά με την ανώτατο εκπαίδευση έχει εξελιχθεί το θέματηςοργάνωσης της Διοίκησης των πανεπιστημίων. Σε εξέλιξη βρίσκεται οδημόσιοςδιάλογος έγκριτων νομικών για τη συνταγματικότητα της επίμαχης διάταξηςπουαναθέτει τη Διοίκηση των πανεπιστημίων σε 15μελές Συμβούλιο πουαπαρτίζεται απόμέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας αλλά και επτά εξωτερικά μέλη,«σπάζοντας» ήκαταργώντας την αυτοδιοικητική μορφή που είχαν τα πανεπιστήμια μέχρισήμερα.
«Θέλουμε ανοιχτό πανεπιστήμιο»
Στην ανακοίνωση που έθεσαν στη δημοσιότητα –και χαρακτήρισανομόφωνη- οι πρυτανικές αρχές της χώρας μετά από συνάντηση που είχαν γιατηδιαμόρφωση της στάσης τους, σημειώνουν ότι: «το κατατεθέν στη Βουλήσχέδιονόμου για την ανώτατη εκπαίδευση αποδομεί τον Δημόσιο και Ακαδημαϊκόχαρακτήρατου Πανεπιστημίου. Το σχέδιο νόμου δεν ενσωμάτωσε τις προτάσεις τηςπανεπιστημιακήςκοινότητας και αγνόησε τις πραγματικές ανάγκες των Ιδρυμάτων» και ασκείκριτική, αναφέροντας: «το σχέδιο νόμου μεθοδεύει την αδυναμίαλειτουργίας τωνΠανεπιστημίων από 1ης Σεπτεμβρίου με τη διάλυση των βασικών ακαδημαϊκώνκαιδιοικητικών μονάδων. Η πιθανή εγκατάσταση δοτών Διοικήσεων δεν θα γίνειαποδεκτή από την πανεπιστημιακή κοινότητα, γιατί ενθαρρύνει τηνεξάρτηση, τονκομματισμό και την ευνοιοκρατία».
Ο καθηγητής Νομικής και πρύτανης του ΔΠΘ Κωνσταντίνος Ρέμελης εξηγείστο «Ε» ότι: «δεν κλείνουν οι πρυτάνεις το πανεπιστήμιο. Εμείς θέλουμεανοιχτότο πανεπιστήμιο. Λέμε απλά ότι ο νόμος – εφόσον γίνει τέτοιος- είναιανεφάρμοστος και δεν μπορεί να εφαρμοστεί με τη νέα ακαδημαϊκή χρονιά,έχονταςκενά σε επίπεδο μεταβατικών διατάξεων, αλλά και σοβαρή αμφισβήτηση ωςπρος τησυνταγματικότητά του. Το υπουργείο έρχεται και καταργεί τα πάντα χωρίςμέριμνααν θα είναι εφικτό το πανεπιστήμιο να λειτουργήσει από Σεπτέμβρη!».Σημειώνειότι οι πρυτάνεις από τις 11 Ιουλίου, οπότε και η πρώτη (και τελευταία)συνάντησημε την υπουργό Παιδείας, εμμένουν στις θέσεις τους και στηρίζουν τηναντίδρασήτους στο κατατεθέν σχέδιο νόμου. Για τον κ. Ρέμελη, η ενημέρωση τωνπρυτανικώναρχών ήταν και αργοπορημένη και ελλιπής. Μάλιστα, για τον ίδιο, το πιοενοχλητικό δεν είναι ότι δεν ελήφθησαν υπόψη οι προτάσεις των πρυτάνεων–καθώς,όπως σημειώνει, είναι δικαίωμά της να μην το κάνει- αλλά το γεγονός ότιυποστηρίζει ότι οι πρυτανικές αρχές ήταν οι μόνες που δεν κατέθεσανπροτάσεις,πράγμα που δεν ευσταθεί.
Ακόμη, παρουσιάζει ως προβληματικό τον τρόπο που το υπουργείοδιαχειρίστηκε το θέμα των μεταρρυθμίσεων στα ΑΕΙ. «Γίναν όλα ‘εν κρυπτώκαιπαραβύστω’, σα να πάρθηκαν αποφάσεις σε κλειστά δωμάτια, χωρίς καμίατήρηση τηςανοιχτής διακυβέρνησης (open government)που κατά τα άλλα προωθείται. Ακολουθείται μία περίεργη τακτική, μίακαινοφανήςδιαδικασία, όπου, ουσιαστικά, δε λένε τι θέλουν να κάνουν»,υπογραμμίζει οίδιος, σημειώνοντας ωστόσο ότι η επαφή με την Άννα Διαμαντοπούλουαποτέλεσε έναγόνιμο και παραγωγικό διάλογο 4 ωρών με ανταλλαγή επιχειρημάτων, πουαποτελείπράγματι την αφετηρία μιας καλής συνεννόησης, αν και δεν επαναλήφθηκε.
Στο ερώτημα κατά πόσο θεωρείται ολοκληρωμένη, με μακρόπνοο σχεδιασμόκαι υιοθέτηση πρακτικών άλλων ευρωπαϊκών χωρών, η πρόταση νόμου της κ.Διαμαντοπούλου ο κ. Ρέμελης απαντά με ερώτηση: «γιατί να αποφασίζεταιμέσα στοκαλοκαίρι η τύχη του ελληνικού πανεπιστημίου» και προσθέτει: «έπρεπεπρώτα ναδούμε το καθεστώς. Λειτουργούμε με μία γεωγραφία τραγική, με τμήματαελάχιστωνσπουδαστών διασπαρμένα σε όλη την Ελλάδα. 2 τμήματα του Δ.Π.Θ.λειτουργούνχωρίς μέλη ΔΕΠ:».
Η αυτοδιοίκηση των πανεπιστημίων, η αξιολόγηση των καθηγητών
Όσον αφορά στο περιεχόμενο του σχεδίου νόμου, ο κ. Ρέμελης ανέλυσεγιατί οι πρυτανικές αρχές διαφωνούν με τον τρόπο που θεσμοθετείται ηαξιολόγησητων καθηγητών. «Δίνεται ένα περιορισμένο πλαίσιο, όπου ο καθηγητήςκρίνεταιικανός ή ανίκανος, χωρίς ενδιάμεσο καθεστώς. Και ποιος θα κρίνει ένανεπιστήμονα με 35 χρόνια προσφοράς; Η κ. Διαμαντοπούλου μπερδεύει τονπειθαρχικόέλεγχο με την επιστημονική κρίση. Εμείς σαφέστατα είμαστε υπέρ τουπρώτου καιάλλωστε είναι και δική μας απαίτηση», διευκρινίζει.
Ωστόσο, το επίμαχο ζήτημα είναι η κατάργηση της αυτοδιοίκησης τωνπανεπιστημίων με την εισαγωγή ατόμων «εκ προσωπικοτήτων» στο ΣυμβούλιοτουΙδρύματος. Γι’ αυτούς που αντιτίθενται, το επιχείρημα είναι ότι οκαθένας θαβάζει «τους δικούς του» δημιουργώντας ένα καθεστώς παραγοντισμού καικομματικήςμεταχείρισης, χωρίς να τηρείται κανένα κριτήριο για την επιλογή τωνπροσώπωναυτών, με βάση την αντιπροσωπευτικότητα, την ικανότητα Διοίκησης ή ότιάλλοσχετικό. Ακόμη, άλλη μία κατεύθυνση δίνουν οι διαφορετικές απόψεις τωννομικώνπου διαλέγονται σχετικά με τη συνταγματικότητα του νόμου πλαισίου. Μεάρθροτους οι συνταγματολόγοι Νίκος Αλιβιζάτος και Αντώνης Μανιτάκης,τάσσονται υπέρτης συνταγματικότητας του νομοσχεδίου, υποστηρίζοντας ότι το Σύνταγμαδενκαθορίζει περιοριστικά τον τρόπο διοικητικής οργάνωσης τωνπανεπιστημίων καιαναρωτιούνται γιατί η ακαδημαϊκή κοινότητα χρησιμοποιεί τόσο οξείεςεκφράσεις,όπως «δίωξη ιδεολογικά και επιστημονικά διαφωνούντων» και «νομοσχέδιοέκτρωμα».
Με απαντητικό του άρθρο ο κ. Ρέμελης προτάσσει τις αντιρρήσεις τουισχυριζόμενος ότι το Σύνταγμα σε συνδυασμό με τη νομολογία θεωρείπροαπαιτούμενο την αυτοδιοίκηση για την εκπλήρωση των σκοπών τουπανεπιστημίουκαι αρνείται να αποδεχθεί ότι ο κοινός νομοθέτης μπορεί να αποφασίζειγια τόσοθεμελιώδη ζητήματα, αναφορικά με την διοικητική οργάνωση τουπανεπιστημίου.
Με τις δηλώσεις του στο «Ε» πάντως καταλήγει ότι: «μόνη λύση είναινα υιοθετηθεί μια ‘χρυσή τομή’, καθώς η ακαδημαϊκή κοινότητα θα είναιούτως ήάλλως αυτή που θα κληθεί να το εφαρμόσει και θα πρέπει να έχειπειστεί».