«…..Ήταν καλοκαίρι του 1998 -λέει ο Δημόκριτος- όταν ταξίδευα με την μοτοσυκλέτα μου και βρέθηκα στα βουνά της Ξάνθης. Απ’ το Νεοχώρι πήγαινα προς Σταυρούπολη, όταν εξαιτίας μια ανέμελης αγελάδας, λοξοδρόμησα και τυχαία και συμπτωματικά βρέθηκα να ανεβαίνω προς το Καρυόφυτο. Τελικά έφτασα πριν τον Λειβαδίτη, όπου έστριψα λάθος και βρέθηκα …στο πουθενά. Αντί την κατηφόρα προς το χωριό, είχα πάρει τον χωματόδρομο από την παταταποθήκη προς το βουνό. Τελικά έφτασα σε ένα αλπικό λιβάδι στα 1500μ όπου έκανα μια όμορφη φυσιολατρική στάση.
Τα χρόνια πέρασαν και με συντροφιά την Εύα είχαμε πάντα ένα όνειρο: Να αποκτήσουμε τη δική μας φάρμα. Να εκτρέφουμε ζώα και να ζούμε στη φύση. Ψάχναμε εφημερίδες, διαδίκτυο, αγγελίες, ώσπου καταλήξαμε σε δυο επιλογές : Κρήτη και Ξάνθη (τα δυο άκρα στον Ελληνικό χάρτη !). Όταν φτάσαμε με τον μεσάζοντα πωλητή στον Λειβαδίτη, συνέβη το απίστευτο : ήμασταν στο ίδιο σημείο, όπου είχα βρεθεί τυχαία χρόνια πριν !
Το χωράφι πωλούνταν σε χαμηλή τιμή, καθώς ήταν εντελώς αποκομμένο, είχε πρόσβαση από κακό χωματόδρομο, χιόνια και πολύ κρύο. Κι όμως το αγοράσαμε. Στην αρχή είπαμε για 1-2 χρόνια και μετά θα φύγουμε. Φτιάξαμε με τα χέρια μας το ξύλινο σπίτι, αποκτήσαμε με κόπο και θυσίες άλογα και οικόσιτα ζώα. Για ρεύμα έχουμε ένα μικρό ηλιακό συλλέκτη και όσο για το νερό….φέρνουμε από την πηγή. Έχουμε καλούς φίλους και μεγάλη υπομονή. Είμαστε ευτυχισμένοι……»
Τελευταία φορά τους είδα πριν καιρό, στο καφενείο του Σάκη στο Καρυόφυτο. Ο Δημόκριτος αναζητά κι εμπορεύεται άγρια μανιτάρια κι η Εύα πλέκει μάλλινα πουλόβερ και φτιάχνει ωραίες σπιτικές μαρμελάδες. Στο σπίτι τους είναι αυτόνομοι. Δεν γνωρίζω εάν συνεχίζουν να παραμένουν στο βουνό, μετά τα 8 χρόνια διαμονής που συμπλήρωσαν. Αυτό που ξέρω είναι μια ακόμη ιστορία στα ανθρώπινα όρια. Για το όνειρο. Για την ευτυχία του καθενός. Για τη “σωτηρία της ψυχής” που τελικά όντως είναι μεγάλο πράγμα…….