Τααίτια της βαρβαρότητας
Τοκεντρικόερώτημα που προκύπτει αφορά τα αίτια της βαρβαρότητας της βουλγαρικήςκατοχής.Εν μέρει αυτή εξηγείται από τους στόχους της κατοχής, η οποία δενυπήρξε γιατους Βούλγαρους απλά μία προσωρινή κατάσταση αλλά το πρώτο στάδιο γιατηνοριστική προσάρτηση της περιοχής στο βουλγαρικό κράτος. Το ερώτημα αυτόθαάξιζε να τοποθετηθεί σε συγκριτικό πλαίσιο: οι Ιταλοί, που είχαναντίστοιχασχέδια για τα Επτάνησα, απέφυγαν τα μέσα που χρησιμοποίησαν οιΒούλγαροι (καιγια όσους εξακολουθούν να πιστεύουν τον μύθο της σχετικής ιταλικήςανθρωπιάς, αρκείνα αναφερθεί ότι προκάλεσαν πολλά ολοκαυτώματα χωριών, ιδίως στηΘεσσαλία). Πώςεξηγείται η απόκλιση αυτή; Αναγκαστικά, η βουλγαρική κατοχή πρέπει νατοποθετηθεί σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο που περιλαμβάνει και τους Βαλκανικούς Πολέμους. Είναιχαρακτηριστικότο γεγονός ότι πολλά από τα χωριά που καταστρέφονται στη διάρκεια τηςκατοχής,όπως το Δοξάτο, είχαν υποστείπαρόμοιες καταστροφές στο πρόσφατο παρελθόν. H ανάγνωση του βιβλίουαυτούπροκαλεί πολλά τέτοια ερωτήματα που παραμένουν ανοιχτά.
Τοκυριότερο κενότης εμπεριστατωμένης αυτής προσπάθειας είναι η απουσία εμβάθυνσης στηνκοινωνική διάσταση της κατοχής, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το θέμα τηςεθνικήςταυτότητας και συνείδησης. Το γεγονός ότι οι ερευνητές, για λόγουςανεξάρτητουςτης θέλησής τους, δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν πρόσβαση ούτε σταβουλγαρικά αρχείααλλά ούτε και στο αρχείο του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών(!) όσο καιηεπιλογή να μην ερευνηθεί η τοπική ιστορία (με την εξαίρεση τουκεφαλαίου γιατην αντίσταση), αναγκαστικά περιορίζουν την εμβέλεια του τόμου,υποδεικνύονταςόμως συγχρόνως ποια θα πρέπει να είναι η κατεύθυνση των μελλοντικώνερευνών.
Πολιτικήαφομοίωσης
ΟιΒούλγαροι δενπεριορίστηκαν στην απόπειρα «εθνοκάθαρσης»και στον εποικισμό της Μακεδονίας (που από ένα σημείο και έπειταατόνησε) αλλάανέπτυξαν και μια φιλόδοξη πολιτική αφομοίωσης και ενσωμάτωσης, κυρίωςμέσω τηςεκπαιδευτικής τους πολιτικής. Στόχος της υπήρξε μια σημαντική ομάδα τουπληθυσμού με ρευστή εθνική συνείδηση που περιγράφονται στο βιβλίο ως βουλγαρίζοντες ντόπιοι ή Βουλγαρόφρονες.Ποιοι ήταν οι άνθρωποιαυτοί; Ποια ήταν τα κίνητρα και η δράση τους; Τι απέγιναν μετά τηνκατοχή;Σχετίζονται οι εξελίξεις αυτές με τις συγκρούσεις ανάμεσα σε πρόσφυγεςκαιντόπιους; Αντίθετα με την περίπτωση της Δυτικής Μακεδονίας, όπουπαλαιότερεςκαι ιδίως πρόσφατες έρευνες έχουν αρχίσει να φωτίζουν τη σχετικάάγνωστη αυτήπλευρά, δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε για την Ανατολική Μακεδονία και τηΘράκη.Το ερευνητικό πεδίο είναι επομένως ιδιαίτερα γόνιμο.
Ηαντίστασημετατράπηκε γρήγορα σε έναν σκληρό εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στουςπόντιους κυρίωςπρόσφυγες και το KKE. Ο πόλεμος αυτός, όμως, πήρε αντίθετη μορφή απ’ό,τι στηΔυτική Μακεδονία – άλλη μια σύγκριση που χρειάζεται να γίνει. Ενώ στηντελευταία, όπως δείχνουν πρόσφατες εργασίες, οι πρόσφυγες σύναψαντοπικέςσυμμαχίες με τους Γερμανούς για να αντιμετωπίσουν τον ΕΛΑΣ,στην Ανατολική Μακεδονία· ο τελευταίος ήταν εκείνος πουαναζήτησε εξωτερικά στηρίγματα: συμμάχησε με τον βουλγαρικό στρατόμόλις ηΒουλγαρία πέρασε από το στρατόπεδο του Άξονα σε αυτό των Συμμάχων ενώαντιπροσωπεία του KKE στη Σόφια ζητούσε από τον σοβιετικό στρατάρχη Τολμπούχιν «να εισέλθουν τα σοβιετικάστρατεύματα στην Ελλάδα». Ο στρατός κατοχής μετατράπηκε αμέσως σεαντιφασιστικόσύμμαχο και σε συντονισμό με τον ΕΛΑΣ εξαπέλυσε επίθεση εξολόθρευσηςεναντίοντων προσφύγων ανταρτών. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα τραγική πτυχή τηςιστορίαςτης περιοχής, άγνωστη και αυτή στο ευρύ κοινό.
«Γερμανοτσολιάδες»και «Εαμοβούλγαροι»
Γεγονόςείναι ότιστη διάρκεια της κατοχής παίχτηκε το πολιτικό μέλλον της Ελλάδας και οιαντίπαλες παρατάξεις επεδίωξαν τη μεγιστοποίηση των πιθανοτήτωνεπικράτησήςτους με κάθε μέσο, συμπεριλαμβανόμενων και των συμμαχιών με όποια ξένηδύναμηήταν διαθέσιμη. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι συμπλεύσεις αυτές,πουαποτέλεσαν στο παρελθόν αντικείμενο έντονης προπαγανδιστικήςεκμετάλλευσης καιαπό τις δύο πλευρές (βλ. τους όρους «γερμανοτσολιάδες»και «εαμοβούλγαροι»), είναι καλό νατοποθετούνται στο πλαίσιο της εποχής τους και να μην ερμηνεύονται ούτεαναχρονιστικά ούτε επιλεκτικά. Οι ερμηνείες και κρίσεις θα πρέπειεπίσης να μημετατοπίζουν στον «εξωτερικό παράγοντα» αποφάσεις και ευθύνες πουαφορούσανπρωταρχικά την ελληνική πλευρά.