Σήμερα υπάρχουν δύο εκδοχές για την κεντροαριστερά. Η μία προτάσσει, για το καλό της χώρας, την στρατηγική συνεργασία με την Ν.Δ σε κυβερνητικό επίπεδο (ΠΑΣΟΚ+58). Η άλλη, επίσης για το καλό της χώρας, προτάσσει μία υπεύθυνη αντιπολίτευση (ΔΗΜ.ΑΡ και μια ευρύτερη συμμαχία του προοδευτικού χώρου), με μέτωπο τόσο στις συντηρητικές κυβερνητικές επιλογές όσο και στον αριστερό λαϊκισμό του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Υπάρχει όμως η ενδιαφέρουσα προϊστορία της τρικομματικής κυβέρνησης που είχε ως στόχους την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ και στην ευρωζώνη, την διαφύλαξη της πολιτικής σταθερότητας και την σταδιακή αποδέσμευση από τους δυσμενείς όρους του μνημονίου.
Η συνεργασία δεν ευδοκίμησε, γιατί η Ν.Δ λειτούργησε με μονοκομματική συντηρητική αντίληψη, όχι μόνο σε «μνημονιακές δεσμεύσεις» αλλά και σε μη «μνημονιακές». Δεν τήρησε τις προγραμματικές δεσμεύσεις των τριών εταίρων και προτίμησε να διαλύσει την κυβερνητική συνεργασία με την ΔΗΜ.ΑΡ με αφορμή την ΕΡΤ. Όμως αυτό δεν συνιστά κουλτούρα κυβερνητικών συνεργασιών, καθώς ένα συγκεκριμένο θέμα όπως αυτό της ΕΡΤ-παρά το ότι δεν ήταν μνημονιακή δέσμευση- αντιμετωπίσθηκε από την Ν.Δ. με όρους επικοινωνιακούς, αξιολογώντας το μάλιστα ως σημαντικότερο από την διαφύλαξη μιας αξιόπιστης κυβερνητικής συνεργασίας και σταθερότητας.
Ενδιαφέρον έχει επίσης και η λειτουργία του ΠΑ.ΣΟ.Κ μέσα στην τρικομματική κυβέρνηση. Αντί να συμβάλλει σ’ ένα πόλο της κεντροαριστεράς μέσα στην κυβέρνηση, την κρίσιμη στιγμή όπου μπορούσε να «κοπεί ο βήχας» της μονοκομματικής πρακτικής της Ν.Δ, ο κ. Βενιζέλος επέλεξε να συμπλεύσει με τον κ. Σαμαρά.
Άρα μια στρατηγική κυβερνητικής σύμπλευσης των δυνάμεων της κεντροαριστεράς (ΠΑ.ΣΟ.Κ-ΔΗΜ.ΑΡ) με την Ν.Δ , με στόχο την διαφύλαξη της ευρύτερης δυνατής πολιτικής σταθερότητας επιχειρήθηκε, αλλά «ναρκοθετήθηκε» πολιτικά, τόσο από την Ν.Δ όσο και από το ΠΑ.ΣΟ.Κ.
Την επανάληψη αυτού του εγχειρήματος στην ουσία ζητούν οι 58. Δηλαδή συνεργασία της ΔΗΜ.ΑΡ με το ΠΑ.ΣΟ.Κ στις ευρωεκλογές και επανένταξη στην συνέχεια όλης της κεντροαριστεράς στην κυβερνητική πολιτική (προφανώς και στην κυβέρνηση), για να αλλάξουν οι κυβερνητικοί συσχετισμοί! Κάτι όμως που επιχειρήθηκε, αλλά υπονομεύθηκε, στην τρικομματική κυβέρνηση από την ηγεσία του ΠΑ.ΣΟ.Κ.
Η κεντροαριστερά δεν μπορεί να υπάρξει και να συγκροτηθεί έξω από τις πραγματικές οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της χώρας. Ούτε μπορεί να έχει, έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, προνομιακό πεδίο στην κυβερνητική πολιτική. Η κεντροαριστερά δεν είναι ένας «χώρος» μεταξύ Ν.Δ και ΣΥ.ΡΙΖ.Α, όπως μηχανιστικά προσδιορίζεται από πολλούς, χωρίς πολιτικούς και κοινωνικούς προσδιορισμούς.
Η πολιτική αντιπαράθεση του ΠΑ.ΣΟ.Κ και των 58 με τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α και η απουσία πρότασης για την διαμόρφωση ενός νέου συνασπισμού εξουσίας, αυτομάτως τους μετατρέπει σε τμήμα της συμμαχίας με την Ν.Δ. Όσο δεν υπάρχει πρόταση συμμαχίας που να πιέζει και την ριζοσπαστική αριστερά στον εξορθολογισμό της πολιτικής της, τόσο περισσότερο ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α θα εγκλωβίζεται στις λογικές του «εμείς ή αυτοί», αυτοτροφοδοτώντας τον ηγεμονισμό του με θολές θεωρίες συνωμοσίας.
Από την άλλη πώς είναι δυνατόν ένα κόμμα (το ΠΑ.ΣΟ.Κ) που συμμετέχει στην κυβέρνηση, να κατέλθει σε κοινό ψηφοδέλτιο στις ευρωεκλογές με ένα άλλο κόμμα (την ΔΗΜ.ΑΡ) που ασκεί αντιπολίτευση; Ιδίως όταν οι ευρωεκλογές θα έχουν έντονο το στοιχείο της εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης. Και την επομένη των εκλογών τι θα γίνει; Το ΠΑ.ΣΟ.Κ θα συνεχίσει να είναι στην κυβέρνηση και η ΔΗΜ.ΑΡ στην αντιπολίτευση; Είναι άραγε σοβαρά και ρεαλιστικά πράγματα αυτά; Νομίζω πως ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν έχει ίχνος ρεαλισμού και δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική.
Είναι σαφές λοιπόν ότι εκ των πραγμάτων θα πορευθούμε προς το παρόν με δύο πολιτικές εκδοχές της κεντροαριστεράς, καθώς δεν υπάρχουν οι όροι μιας ενοποίησής τους. Και αυτό είναι πιο καθαρό και υγιές από διάφορες επιχειρούμενες πολιτικές λαθροχειρίες «τσουβαλιάσματος».
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΑΡΜΠΟΥΝΗΣ