Κι ας άρχισε τότε να νυχτώνει, μια πένθιμη νύχτα, προδοτική,
Γιατί όλοι είχαν τώρα πεθάνει και δε δίναν σημασία στα όνειρα…
Τάσος Λειβαδίτης
Νυχτώνει. Και σαν νυχτώνει περιμένουμε, όχι όλοι, να μάθουμε τα νέα νούμερα του κορονοϊού, για να μετρήσουμε τις πληγές μας, που απ’ ό,τι φαίνεται δεν είναι ιάσιμες.
Τούτες τις μέρες του κορονοϊού έχουν σταματήσει να παρελαύνουν κι από τον ύπνο μας ακόμα τα καλά όνειρα.
Τι να ονειρευτείς; Και η νύχτα όσο πάει και μεγαλώνει.
Ονειρεύομαι, δεν ξέρω ποιος μηχανισμός ονείρων λειτουργεί, Έλληνες να πολεμούν στα βουνά της Αλβανίας για λευτεριά, έναν εχθρό που ήταν ορατός. Τώρα τι να πολεμήσεις; Έναν εχθρό που είναι αόρατος;
Άλλες φορές παρελαύνουν από τη σκέψη φρούδες ελπίδες για το μέλλον της πατρίδας. Σαν τούτη η πατρίδα που διαμορφώνεται μέσα στην παγκόσμια αταξία πραγμάτων να μη μοιάζει με πατρίδα.
Ψάχνω να ακούσω έναν λόγο παραμυθίας, που σημαίνει προτροπή και παρηγορία. Μάταια.
Έκρυψαν, για τα καλά, τον κύριο Τσιόδρα, που κρατούσε και τη σημαία της εμπιστοσύνης. Δεν χρειαζόμαστε φαίνεται σημαιοφόρους που να κρατάνε την αλήθεια της επιστήμης τους. Ό,τι ξεχωρίζει σε τούτη τη χώρα κόβεται.
Και η νύχτα συνεχίζεται. Τα δελτία ειδήσεων προελαύνουν ακάθεκτα σε κάθε συνείδηση και ανεβάζουν ή κατεβάζουν τα θέματα κατά πώς συμφέρει την εκάστοτε ιδιοκτησία τους και την παγκόσμια ομοβροντία κατανάλωσης.
Απόψε είδα στον ύπνο μου μια παρέλαση. Μπροστά πήγαιναν οι γιατροί με κατεβασμένα τα παντελόνια για να δείξουν, λέει, τη γύμνια του συστήματος υγείας. Από την πλευρά των επισήμων η σύζυγος του πρωθυπουργού τους χειροκροτούσε και προέτρεπε κι άλλους να χειροκροτήσουν. Οι δυνάμεις ασφαλείας, σε απόσταση αναπνοής, τους χτυπούσαν απειλητικά με τα γκλομπς τις ασπίδες τους.
Ακολουθούσαν χιλιάδες ρακένδυτοι άστεγοι που κέρδισαν τη συμπάθεια όλων των επόμενων αστέγων.
Η μαθητιώσα νεολαία, τα περήφανα νιάτα, παρήλαυνε σε ρυθμούς μαζορέτας.
Σε υπέρλαμπρο βάθρο παρήλαυνε, εν μέσω ζήτω και μπράβο, ο νέος πτωχευτικός νόμος.
Ένας υπουργός μεταλάμβανε της θείας κοινωνίας, λόγω των γενεθλίων του και σαν πράξη κορυφαίας αντίστασης απέναντι στον κορονοϊό.
Όσο περνούσε η παρέλαση της νύχτας, οι συμμορίες ανηλίκων, βρήκαν ευκαιρία και άνοιγαν τα κλειστά μαγαζιά. Πράξη ανάκαμψης.
Λίγο πριν το τέλος φάνηκε και η δημοκρατία, ρακένδυτη, που είχε βγει για λίγο έξω με αναστολή. Ξέρετε, η δημοκρατία έχει πολλές αναστολές.
Και τέλος, γιατί το τέλος ποτέ δεν αργεί και πάντα εργάζεται το παρελθόν και το παρόν για αυτό, ποτάμια φάνηκαν να ξεχειλίζουν συμπαρασύροντας αντικείμενα, ψυχές, φερτά υλικά, φτιάχνοντας μια σούπα από το μέλλον.
Ήταν η κλιματική αλλαγή που έκανε την εμφάνισή της για τελευταία φορά, αφού είχε προειδοποιήσει πολλάκις.
Τίποτα άλλο δεν είδα, γιατί ήταν αργά. Πολύ αργά. Και στο βαθύ σκοτάδι δεν έχουν θέση τα όνειρα.
Δημήτρης Αβούρης
Συγγραφέας-Αφηγητής παραμυθιών