Αρχική ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΑ “Ξαναδιαβάζοντας τις ζωές μας”

“Ξαναδιαβάζοντας τις ζωές μας”

0

Απόσπασμα από το βιβλίο του Νικολάου Τσούργιαννη

Βρισκόμαστε στο Σχολικό έτος 1948-1949. Γεννήθηκα μέσα στην φωτιά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Ξάνθη ήταν η τρίτη προσφυγιά για την οικογένεια μου. Η πρώτη με την αρχή του παγκοσμίου πολέμου ήταν στην περιοχή της Λίμνης Κάρλα στο Βόλο. Η δεύτερη στη Θαλασσιά το 1946 και η τρίτη στην Ξάνθη το 1948.

Το πρώτο εξάμηνο της πρώτης τάξης του Δημοτικού φοίτησα στο Μειονοτικό σχολείο Θαλασσιάς. Το δεύτερο εξάμηνο της ίδιας χρονιάς στο Δημοτικό Σχολείο Τοξοτών. Την δεύτερη τάξη του σχολικού έτους 1947-1948 φοίτησα στο Πρώτο Δημοτικό Σχολείο Ξάνθης στην Πλατεία Μητροπόλεως. Την Τρίτη τάξη του σχολικού έτους 1948-1949 φοίτησα στο Έκτο Δημοτικό Σχολείο Ξάνθης στην οδό Βελισαρίου όπου είναι και σήμερα.

Συμμαθητές μου είχα τον Στέλιο Κιουμουρτζή, τον αναφέρω πρώτο γιατί παρά το μικρό του σώμα ήταν αδιαμφισβήτητα ο αρχηγός της τάξης. Δεν υπήρχε πέτρα που να ψάξεις και να μην τον βρεις τον Στέλιο από κάτω. Ύστερα από εβδομήντα χρόνια συναντώ συμμαθητές και θυμούνται αυτόν τον ατσίδα της τάξης μας που η οικογένεια του έφυγε στον Πειραιά πριν τελειώσει ο Στέλιος το Δημοτικό. Ο Στέλιος πρόκοψε και έγινε ένας αξιόλογος επιχειρηματίας στον Πειραιά. Θυμάμαι τον Γιώργο τον Λάμπρογλου, τρεις πόρτες πιο πέρα από την δική μας, συνταξιοδοτήθηκε σαν οδηγός φορτηγού αυτοκινήτων και έτσι έκλεισε επαγγελματικά. Τον Αριστοτέλη Ναλία, κολλητό μου φίλο, σπούδασε νομίζω Αρχιτέκτονας.

Τον Θανάση Καρακατσάνη οικονομολόγο που ασχολήθηκε από παιδί με την ποίηση και διακρίθηκε με το ψευδώνυμο Θανάσης Κατσάς. Τον Μίμη τον Χατζηγεωργίου που ήταν ο πρώτος μαθητής της τάξης στα μαθήματα και στην διαγωγή. Η οικογένεια του ασχολείτο με το εμπόριο των καπνών και όταν αργότερα έφυγαν στην Θεσσαλονίκη πατρονάριζε και ήταν ο σημαντικότερος σπόνσορας της ομάδας μπάσκετ του Άρη.

Τον Μίμη τον Καλαϊτζή, ο πατέρας του κατασκεύαζε μπακιρένια σκεύη και ήταν πάρα πολύ καλός ιεροψάλτης στην εκκλησία του Αγίου Κων/νου, και Αγίας Ελένης και πάρα πολλά παιδιά που δεν τα θυμάμαι όλα γιατί οι περισσότεροι ήμασταν καινούργιοι στην τάξη. Εκείνον όμως που δεν μπορώ να ξεχάσω και που πάνω από πενήντα χρόνια η ανάμνηση του μου μαύριζε την ψυχή, αισθανόμουν ένοχος και ένιωθα τις πιο φριχτές τύψεις ήταν ένα ψηλό και αδύνατο παιδί που εκτός από το σχολείο παίζαμε καθημερινά μαζί με τα ξαδέρφια μου και με αυτόν. Ήταν ο Γιωργάκης ο Δημητράκης.

Στο σχολείο που είχε δυο αυλές μια μπροστά και μια πίσω, όλα τα παιδιά είχαμε την τύχη να χαιρόμαστε τις απλωσιές του. Τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου ευτύχισαν να τελειώσουν αυτό το σχολείο και τα εγγόνια μου το χαίρονται ακόμα. Το κρυφτό, το κυνηγητό, η τσανταλίνα-μανταλίνα, οι ποδοσφαιρικές ομάδες που φτιάχναμε μεταξύ μας, Ορφέως Ασπίδας, ήταν τα καθημερινά παιχνίδια. Άλλα ένα παιχνίδι, ο πόλεμος όπως το λέγαμε είχε την πρώτη ζήτηση. Εκατοντάδες παιδιά με τις οικογένειες τους είχαμε εγκαταλείψει τα χωριά μας με εντολή της στρατιωτικής Διοίκησης για να δημιουργήσουνε νεκρές ζώνες από όπου οι αντάρτες του εμφυλίου πολέμου που τότε διεξάγονταν, να μην μπορούν να ενισχύονται από τους χωρικούς.

Περιμετρικά της Ξάνθης κάθε βράδυ ακούγονταν πυροβολισμοί ελαφρών και βαρέων όπλων και κάθε μέρα κάτι γινόταν στα προάστια και στα κοντινά χωριά της πόλης. Τις νύχτες όλμοι και άλλα βλήματα έσχιζαν τον ουρανό και όταν έπεφταν ακούγονταν φοβεροί ήχοι από την εκπυρσοκρότηση τους. Υπήρχε μια χαρά όταν το βλήμα δεν σημάδευε τις γειτονίες μας και μια ανακούφιση όταν πήγαινε έστω και σε μια άλλη γειτονιά. Μια παροιμία λέει, <<Μακριά απ’την φουστάνα σου και ας είναι και η μάνα σου.>>

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, όλοι οι πιτσιρικάδες ήμασταν πολεμιστές, χωριζόμασταν σε δυο ομάδες, αρκεί οι ομάδες να είχαν μια αναλογία ατόμων όσους η μια τόσους και η άλλη και άρχιζε η μάχη. Οι μισοί χτυπούσαν τους άλλους μισούς, κανένας δεν λογάριαζε πόσες έφαγε και ο όλοι παινεύονταν τις πόσες έδωσαν.

Σε μια τέτοια σύγκρουση βρέθηκε απέναντι μου ο Γιωργάκης ο Δημητράκης. Ένα λεπτό ντελικάτο παιδάκι, ο πατέρας του ήταν υπάλληλος στην Οικονομική Εφορία της Ξάνθης, Κρητικός. Θυμάμαι την μητέρα του, μια ψηλή πολύ ωραία κυρία και την αδελφή του που ήταν λίγο μεγαλύτερη από αυτόν. Όταν συγκρουστήκαμε εγώ ένας χωριάτης που ήξερα να μαλώνω με ζώα και ανθρώπους τον άρπαξα αλογίσια και όταν τον άφησα έμεινε στο έδαφος και δεν μπορούσε να σηκωθεί. Είχε πάθει κάποια εξάρθρωση η κάποιο στραμπούληγμα. Τα παιδιά άρχισαν να φωνάζουν. Οι δάσκαλοι μαζεύτηκαν. Εγώ πήδησα πάνω από τα κάγκελα και την κοπάνησα.

Ύστερα από κάνα δυο μέρες, όταν πήγα στο σχολείο ο Γιώργος δεν ήταν στην τάξη. Η οικογένεια του ήταν γνωστή με την οικογένεια μας, γιατί ο πατέρας μου έκανε όλες τις καλλιεργητικές εργασίες με τον άλογο μας που χρειαζόταν το κτήμα του κυρ Μανώλη του πατέρα του Γιώργου. Ένα μεγάλο κτήμα που είχε και διατηρεί ακόμα η οικογένεια κάπου κοντά στα Νεκροταφεία.

Φυσικά ο Γιώργος είχε πάθει κάποια σοβαρή ζημιά. Πρέπει να τον έτρεξαν και να πρόλαβαν το χειρότερο. Σε μένα όμως ο πατέρας μου θέλοντας πιθανώς να με κάνει πιο σοβαρό δεν μου είπε την αλήθεια. Μου είπε ότι είχα κάνει μεγάλη ζημιά στον φίλο μου. Μια μέρα που ήρθε στο σπίτι μας η μητέρα του, πάνω στο ίδιο μοτίβο του πατέρα μου, επιβεβαίωσε το κακό που είχα κάνει. Για πολύ καιρό δεν συνέβη να ξαναδώ τον Γιώργο. Εν τω μεταξύ, δόθηκε διαταγή να ξαναγυρίσουμε στα χωριά μας. Εγώ έμεινα να πιστεύω ότι ο πατέρας μου μου είχε πει και η μητέρα του είχε επιβεβαιώσει. Πάντα όταν θυμόμουν αυτήν την σχολική περίοδο με τραυμάτιζε ψυχικά και αναρωτιόμουν πόσο μεγάλο κακό έκανα σε ένα φιλαράκι μου. Πέρασαν χρόνια. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 στην εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ» που είμαι συνδρομητής από την ίδρυσή της μέχρι και σήμερα, διάβασα ένα άρθρο που υπέγραψε κάποιος Γεώργιος Δημητράκης.

Δεν μπορούσε, σκέφτηκα, θα είναι συνωνυμία. Δεν πρόλαβα να το τελειώσω και πήρα τηλέφωνο τον εκδότη Γιάννη Διαφωνίδη και τον ρώτησα για τον αρθρογράφο. Με ρώτησε αν μου άρεσε το άρθρο. Εγώ τον ρώτησα από πού είναι, τι σπούδασε, αν σωματικά είναι εντάξει, αν κούτσαινε. Ο ίδιος μου απάντησε ότι είναι μια χαρά. Και αφού βεβαιώθηκα ότι για πολλά χρόνια που γνωρίζει τον Γεώργιο Δημητράκη είναι αρτιμελής περίεργα με ρώτησε γιατί ρωτάω έτσι επίμονα για την σωματική του αρτιότητα. Του διηγήθηκα την ιστορία που διαβάσατε και του ζήτησα να μάθει ότι μπορούσε, και αν όντος ήταν αυτός να φροντίσει να συναντηθούμε.

Σε λίγες μέρες συναντηθήκαμε σε ένα καφέ με τον Γιώργο. Τον είδα και χάρηκα. Ένα ψηλό άνθρωπο που παράλληλα ήταν ένας πνευματικός άνθρωπος και προσπάθησα να μάθω όσα περισσότερα πράγματα μπορούσα για το γεγονός. Μου είπε ο άνθρωπος ότι φυσικά δεν ήταν και ότι καλύτερο μπορούσε να του συμβεί και ότι για αρκετό καιρό είχε πρόβλημα, αλλά δεν είχαν καμιά σχέση με αυτά που εγώ είχα μάθει και με βασάνιζαν. Από τότε έχω αρκετό καιρό να τον δω γιατί στο στέκι ενός φίλου που συναντιόμασταν μας εγκατέλειψε, είχα προβλήματα και με την υγεία μου, αλλά προχθές διαβάζοντας ένα τελευταίο του άρθρο τον θυμήθηκα και μαζί του μια ιστορία που με μαχαίρωσε ψυχικά.

Όταν τον συνάντησα ο πατέρας μου ζούσε. Θύμωσα και του είπα ότι έπρεπε κάποτε να μου είχε πει την αλήθεια γιατί εγώ το έφερα βαρέως. Φυσικά μέσα στα τόσα που τον βασάνιζαν τον πατέρα μου αυτό δεν είχε σημασία.

Ο Βιζυηνός κάποτε έγραψε για το αμάρτημα της μητρός του. Εγώ δεν μπορώ να πω κάτι για το αμάρτημα του πατρός μου ούτε καν για το λάθος. Μπορώ  όμως να πω αστοχία παιδαγωγικής μεθόδου. Και επειδή λένε ότι οι άνθρωποι πεθαίνουν όταν τους ξεχνάμε, ποτέ δεν μπορώ να ξεχάσω τους δασκάλους του Έκτου Δημοτικού Σχολείου που χάραξαν την ζωή και την προκοπή μου. Δεν μπορώ να ξεχάσω τον διευθυντή του σχολείου τον κύριο Κρανιώτη, τους δασκάλους κύριο Μακρή, κύριο Εφραιμίδη, κύριο Μυστακίδη, κυρία Ζωζώ, κυρία Ευγενία και κυρία Χαριτωμένη. Ο Θεός να τους προσέχει.

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από ΕΜΠΡΟΣ
Περισσότερα άρθρα από ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Βιβλιοπρόταση του Σαββάτου: «Αίμος – Διαδρομές στα Βαλκάνια» του Θοδωρή Νικολάου

Τι είναι τα Βαλκάνια, όμως ; Φυλές, θρησκείες, εθνότητες, συνήθειες και ήθη παράγουν ένα γ…