Αρχική ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΑ Καπνικές δουλειές και στιγμιότυπα από τα Καπνοχώραφα – Μέρος Β΄

Καπνικές δουλειές και στιγμιότυπα από τα Καπνοχώραφα – Μέρος Β΄

0

Γράφει ο Νίκος Τσούργιαννης

Σε μια εβδομάδα μετά το φύτεμα στο χωράφι βλέπεις μια απέραντη πρασινάδα. Τα φυτά έχουν μεγαλώσει, κοντεύουν τους εφτά οχτώ πόντους και χαίρεσαι να τα καμαρώνεις. Στις δέκα δεκαπέντε μέρες πολύ πρωί ώστε στο χωράφι να υπάρχει πρωινή υγρασία, εργάτες ή εργάτριες που είναι μέλη της οικογένειας του παραγωγού, με τσαπιά ειδικά τις καπνοτσάπες με ελαφριά και γερά στειλιάρια που το μήκος τους βολεύει τον καθένα εργάτη ειδικά γι αυτό έχει τη δική του τσάπα ο καθένας, σκαλίζονται τα καπνά, καταστρέφονται τα χόρτα που εν τω μεταξύ προσπαθούν να βγουν και με ειδική μαεστρία το χώμα τραβιέται προς τις ρίζες για να τις παραχώσει. Αν συμβεί και πέσει καμιά βροχούλα θα είναι ευτυχία ανυπολόγιστη. Σε ένα βρεμένο χώμα σκαλίζεις δέκα φορές περισσότερα καπνά και αφάνταστα καλύτερα απ’ ότι το ξερό.

Όταν το καπνό ξεπεράσει τα σαράντα εκατοστά πρέπει να αφαιρεθούν τα δύο τρία κάτω κάτω φύλλα τα «πατόφυλλα» ή τα «ντίπια» ώστε αμέσως μετά ότι φύλλο μαζευτεί να βελονιαστεί και να είναι ποιοτικά εμπορεύσιμα. Τέλη Ιουνίου ή στο πρώτο δεκαήμερο του Ιουλίου, όλες αυτές οι δουλειές έχουν τελειώσει και αρχίζει η διαδικασία του “σπασίματος” των φύλλων που θα κρατήσει μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου και αν πάει καλά ο καιρός μέχρι το πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου.

Η μόνη δουλειά που μένει και γίνεται όλο το καλοκαίρι είναι το σπάσιμο και η συλλογή των φύλλων που θα βελονιαστούν, θα ξεραθούν στα τελάρα ή στις σκάρες και εν συνεχεία θα αποθηκευτούν για το παστάλι του χειμώνα.

Το καλοκαίρι εκτός από το σπάσιμο, μια δουλειά που γίνεται και που αν δεν γίνει μπορεί να γίνει αιτία να καταστραφεί όλο το καπνό είναι το ψέκασμα. Κατά τη διάρκεια που το καπνό μεγαλώνει διάφορα φυτοπαθογόνα έντομα και παράσιτα προσπαθούν να το απομυζήσουν. Πυκνά και συχνά ειδικά ψεκάσματα  το προστατεύουν.

Αλλά εκείνο που είναι ένα γλέντι όλο το καλοκαίρι είναι το μάζεμα του καπνού. Αυτοί που έχουν λίγα στρέμματα και πολλά χέρια πραγματικά το θεωρούσαν κάτι σαν γλέντι και ένα τρόπο θερινής απασχόλησης και χαράς. Όταν όμως το καπνό το έβλεπες σαν επιχείρηση, φροντίζεις να κάνεις τα πάντα ώστε να έχεις απόδοση στην εργασία τη δική σου και των εργατών σου, να πάρεις όσο πιο πολύ και όσο πιο καλό καπνό μπορείς.

Αν συνέβαινε να βρεθείς σε κάποιο υψηλό σημείο π.χ. στη Χρύσα, στην Μορσίνη, στην Παναγιά την Αρχαγγελιώτισσα, έβλεπες όλον το κάμπο γεμάτο να φωτίζεται από λουξ και χιλιάδες φανάρια. Ήταν τα φαναράκια με τα οποία έφεγγαν για να κόψουν τα φύλλα του καπνού οι εργάτες και οι εργάτριες. Δεν πιστεύω για καμιά άλλη αιτία να γινόταν τόσο μεγάλη μαζική θερινή μάζωξη απ’ ότι εκείνες του σπασίματος του καπνού που κρατούσαν αρκετούς μήνες. Δεν μπορούσες να μετρήσεις που υπήρχαν περισσότερα φωτεινά σώματα στον κάμπο ή στον ουρανό.

Από μικρά παιδάκια είμαστε ενημερωμένα και γνωρίζαμε πιο είναι το κάθε ένα αστέρι, πως λέγεται, τι κάνει και το μύθο του. Γνωρίζαμε την μεγάλη και την μικρή Άρκτο, χαζεύαμε τους γαλαξίες, ξέραμε την Πούλια, τον Αυγερινό και τον Αποσπερίτη και όλα τα ζώδια και τους αστερισμούς. Μετρούσαμε τον Αυγερινό με το μπόι και απ’ τα μπόγια που είχε πάρει στον ορίζοντα, ξέραμε τι ώρα είναι και σε πόση ώρα θα ξημέρωνε. Το ίδιο με την Πούλια. Παίρναμε ανάσα όταν την βλέπαμε να ανεβαίνει από την Ανατολή γιατί θα’ βγαινε ο ήλιος και θα σταματούσε το βάσανο αυτό του σπασίματος όλη τη νύχτα. Τα καπνά τότε δεν τα έσπαζες όποτε ήθελες σαν σήμερα που η τεχνική βροχή τα κρατάει φρέσκα και ζωντανά και τα σπάζεις όποτε θέλεις. Τότε γύρω στις έντεκα το βράδυ άρχιζαν τα καπνά να ξεμαραίνονται και στις οχτώ το πρωί το αργότερο μαραίνονταν δεν μπορούσες να τα σπάσεις και αν τα έσπαζες δεν είχαν ποιότητα.

Την εποχή εκείνη δεν είχαμε κινητά τηλέφωνα. Στα διπλανά όμως ή στα παραδιπλανά χωράφια χτυπούσαν κάποιες καρδιές που η κάθε μια σκεπτόταν το δικό της αμόρε. Ούτε τα ωρολόγια ήταν τόσο διαδεδομένα και κανένας δεν θα το έπαιρνε στο χωράφι να το καταστρέψει η πίσσα του καπνού. Ο Αυγερινός όμως ή η Πούλια στο συμφωνημένο μπόι έδινε κάποια ευκαιρία για μια ολιγόλεπτη συνάντηση και μια ανάσα στην άκρη της νύχτας που έσβηνε. Σε λίγο θα έσβηναν τα φανάρια και η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη η Αυγούλα θα φώτιζε τον κάμπο και τα πάντα θα ήταν στο φως.

Τη νύχτα όμως τα λουξ ή τα γκαζοφάναρα βοηθούσαν στη συλλογή του προϊόντος που λέγεται καπνός. Το λουξ στηριζόταν σε ένα τρίποδα κάνα δύο μέτρα ‘ύψος και έφεγγε μια έκταση το πολύ μισό στρέμμα και όσοι βρισκόταν σ’ αυτό το σημείο έβλεπαν καλύτερα από τη μέρα. Σε μεγάλες όμως παρέες δεν μπορούσες να κουβαλάς πέντε έξι λουξ για να φέγγουν στη νύχτα. Εκεί τα γκαζοφάναρα ή φανοί θυέλλης όπως έμαθα ότι έλεγαν αυτά τα ταπεινά φαναράκια στο στρατό. Κάθε ζευγάρι εργατών είχε από ένα φανάρι. Συνήθως το σήκωνε ο πιο δυνατός και ο πιο τεχνίτης ώστε να το κρατάει σε μια θέση για να βλέπει και ο διπλανός του τα φύλλα του καπνού που θα έκοβε. Αυτό το ζευγάρι έπρεπε να είναι της ίδιας δυνατότητας στο σπάσιμο γιατί όταν αυτός που κρατούσε το φανάρι απομακρυνότανε ο άλλος δεν μπορούσε να τον παρακολουθήσει, έμενε πίσω και στα σκοτεινά αχρηστευόταν τελείως.

Το φανάρι βοηθούσε το χέρι να αρπάξει τη ρίζα. Τα πόσα φύλλα θα έκοβε που ήταν σημαντικό γιατί όταν ήταν άγουρα φαίνονταν μέσα στα άλλα φύλλα όταν ξεραίνονταν και υποβίβαζε την ποιότητα. Τα πόσα φύλλα θα κόβονταν; Όχι πάνω από δυο τρία σε κάθε χέρι το προσδιόριζε ο εργάτης από την αντίσταση που είχε το καπνόφυλλο για να κοπεί. Όταν πήγαινε να δυσκολέψει και πριν ακόμα το σπάσει το άφηνε γιατί δεν ήταν ώριμο και το χέρι πήγαινε σε άλλη ρίζα. Οι εργάτες λοιπόν διάλεγαν τα ζευγάρια τους στη δουλεία για να μην ταλαιπωρεί ο ένας τον άλλον μια και έπρεπε να παρακολουθούν το ίδιο φως και να κινούνται μαζί. Τα φύλλα που μάζευε ο κάθε εργάτης, δεν τα άφηνε όπου και όπου. Έπρεπε όλα τα φύλλα από ένα καρίκι, μια γραμμή από τα φυτά να μαζευτεί και μικρό ή μεγάλο να αφεθεί στο αυλάκι στο τέλος της γραμμής, ούτως ώστε ο εργάτης που μετά το ξημέρωμα θα τα μάζευε σε μεγάλες αγκαλιές, να τα βάλει στα κοφίνια του καπνού χωρίς να τα ψάχνει εδώ κι εκεί.

Τα ικανά ζευγάρια που τα κατάφερναν να συνεργάζονται και να προχωράν παίρνοντας το καθένα από μια βραγιά, ταυτά, σαλμά, καπάκι όπως έλεγαν διαφορετικά το τεμάχιο που έσπαζαν. Σε λίγο προχωρούσαν πριν από τα’ άλλα ζευγάρια και αυτό δημιουργούσε μια άμιλλα  στο ποιοι θα τελειώσουν πρώτα και ποιοι πιο ύστερα. Και κανένας δεν ήθελε να μείνει πίσω.

Η εργασία αυτή που κρατούσε τουλάχιστον από τις δώδεκα τα μεσάνυχτα μέχρι που ο ήλιος στις εφτά ή στις οχτώ ξαναμάραινε  τα καπνόφυλλα, ήταν επίπονη και κοπιαστική. Σε κάποια στιγμή χρειαζόταν αφού έφθαναν στην αυλακιά, να τεντώσουν το κορμί τους και τα χέρια προς τα πίσω γιατί οι σπόνδυλοι πήγαιναν να κλειδώσουν και ο πόνος ήταν αφόρητος. Συνήθως το ζευγάρι βλέποντας από πίσω του πόσοι ακολουθούσαν, προσδιόριζαν μια στάση σε κάποια κόντρα αυλακιά ώστε να μην τους ξεπεράσουν οι άλλοι για μια ορθοπεδική κίνηση για την ανακούφιση της μέσης. Αργότερα σε άλλη στάση το τίναγμα βοηθούσε τους εργάτες να ξεκουμπωθούν. Πλησίαζαν με την πλάτη και ο πιο δυνατός και ο πιο ψηλός, έπαιρνε τον σύντροφο του με τις μασχάλες πάνω από τους ώμους του, κρατώντας τα χέρια με τα χέρια του, γέρνοντας προς τα εμπρός για να ακουμπήσουν οι μέσες τους και τον τίναζε δυο τρεις φορές κρατώντας τον στην πλάτη του, με αποτέλεσμα όλα τα κόκκαλα να πάνε στη θέση τους  και κάνα δυο ώρες και οι δυο τους να δουλεύουν απελευθερωμένοι.

Μια άλλη ακόμα πρακτική άσκηση ήταν η εξής. Αυτός που θεωρούσε ότι τον είχε μαγκώσει η μέση του, ξάπλωνε μπρούμυτα μέσα σε μια καθαρή από σβόλια αυλακιά και ο άλλος όταν μάλιστα ήταν και πιο ελαφρύς, ξυπόλυτος περπατούσε πάνω στις πλάτες του από το σβέρκο μέχρι τους γλουτούς. Πολλές φορές έχω ακούσει κάτι δυνατά κραχ είτε όταν με πατούσαν ή εγώ πατούσα κάποιον. Αυτά ήταν μερικές τεχνικές που γινόταν τη νύχτα λίγο πριν ξημερώσει και σβήσουν τα φανάρια, υπήρχε η ώρα της ανακωχής. Έτσι έλεγα εγώ το χρονικό διάστημα που έφεγγε δεν έφεγγε και ο καθένας το χρησιμοποιούσε για τις προσωπικές του ανάγκες πιθανώς να καλύψει κάποια σκανδαλιά του ή μικρό αμάρτημα του.

Η κυρία Όλγα που ο άνδρας της ήταν οικοδόμος και με το σβήσιμο του φαναριού πήγαινε στο διπλανό χωριό για να κτίσει ένα σπίτι που είχε αναλάβει. Εκείνη την ώρα άδειαζαν τα χωράφια από τους καπνεργάτες ή τις καπνεργάτριες που έπρεπε να προλάβουν ανοιχτά τα καπνομάγαζα για το δεύτερο μεροκάματο. Η πληθώρα των ανθρώπων που μετακινούνταν δεν άφηναν περιθώρια για υποψίες για όποιον άλλον περπατούσε. Η κυρά Όλγα όμως είχε το δικό της μεράκι. Στην άκρη του χωραφιού μας, ένας παλιός μερακλής νοικοκύρης ο μπάρμπα Δημήτρης ο Χασάπης είχε φυτέψει όλη τη βόρεια πλευρά του χωραφιού με πολλά και διάφορα οπωροφόρα δένδρα. Εκείνη την ώρα της ανακωχής η κυρά Όλγα πήγαινε κρυφά-κρυφά και τρύγαγε τα ζέρδελα. Ο Σάββας που ήταν κι αυτός λαθραίος πήρε χαμπάρι ότι κάποιος τον έκλεβε. Πήγε πιο μπροστά από την Όλγα και περίμενε τον κλέφτη. Όταν η Όλγα έβαλε ένα κασάκι να την βοηθήσει να ανέβει στη ζερδελιά και έπιασε δουλειά, ο Σάββας πέταξε το κασάκι και τίναξε δυνατά το δένδρο με αποτέλεσμα η Όλγα με όλα τα ζέρδελα που έβαλε στους κόρφους της να πέσει στην αγκαλιά  του Σάββα με αποτέλεσμα ο Σάββας να γευτεί όλα της τα φρούτα. Δεν ξέρω για πόσο καιρό γινόταν αυτό πάντως ο κυρ Νίκος πήρε σύνταξη σαν οικοδόμος.

Με το ξημέρωμα όλοι οι εργάτες από τα αφεντικά μέχρι τον πιο μικρό στη θέση και στο σημείο που βρισκόταν ο καθένας, κάθονταν για μια μικρή πρωινή ανάπαυση. Όλοι έπλεναν τα μούτρα τους για να ξενυστάξουν και τα χέρια τους από τα χώματα και τις πίσσες. Έβγαιναν από τα καλάθια και τις πετσέτες ότι ο καθένας είχε φέρει για κολατσιό. Η ξεκούραση βοηθούσε τον καθένα και οι νέοι ρόλοι μοιράζονταν ξανά. Ποιος θα μαζέψει τα καπνά, ποιος θα κουβαλήσει τα κοφίνια στα κάρα και όλοι οι άλλοι θα έσπαγαν μέχρι που η ζέστα θα το επέτρεπε.

Σήμερα η τεχνολογία έχει απαλλάξει τους παραγωγούς από τα κοφίνια. Το μάζεμα των πασταλιών στα αυλάκια και το βελόνιασμα των καπνών. Οι εργάτες τοποθετούν απευθείας τα φύλλα στα τελάρα των καπνοσυραπτικών μηχανών και μεταφέρονται με τα σκοινιά με τα καπνά στις λιάστρες που βρίσκονται εγκατεστημένες σε κάθε χωράφι και απλώνονται κάτω από χοντρά νάιλον για να ξεραθούν χωρίς να κινδυνεύουν να βραχούν. Όταν μαζευτούν οι βέργες θα πάνε κατευθείαν στις καπναποθήκες.

Το παστάλι καταργήθηκε και η καπνοδουλειά έμεινε η μισή. Επίσης η καπνοφυτεία γίνεται με καπνοφυτευτικές μηχανές που σέρνουν τα τρακτέρ και η δουλειά μειώθηκε κατά ενενήντα τοις εκατό.

Όσο μπόρεσα και όσο θυμάμαι περιέγραψα τις διάφορες εργασίες στα χλωρά και στα ξερά καπνά.

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από ΕΜΠΡΟΣ
Περισσότερα άρθρα από ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Θα παρουσιαστεί το βιβλίο «ΠΕΡΙΜΕΤΡΟΣ» του Γιάννης Στρούμπα στην Κομοτηνή

Την Τετάρτη 24 Απριλίου 2024 στις 18:30 στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κομοτηνής Η Δημοτική Βιβλι…