Αρχική ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΑ Καπνικές δουλειές και στιγμιότυπα από τα Καπνοχώραφα – Μέρος Α΄

Καπνικές δουλειές και στιγμιότυπα από τα Καπνοχώραφα – Μέρος Α΄

0

Γράφει ο Νίκος Τσούργιαννης

Ένα μεγάλο μέρος από τα χέρια της γειτονιάς δούλευαν στις δουλειές μας, στο φύτεμα του καπνού, στο τσάπισμα, στο βελόνιασμα και όλο το χειμώνα στο παστάλιασμα και την χωρική επεξεργασία μέχρι να γίνει δέμα και να το πάρει ο έμπορος.  Το παστάλιασμα ήταν μεγάλη και πολυάσχολη δουλειά κυρίως για μας που παράγαμε τρεις τέσσερις τόνους καπνού. Μας βοήθησε πολύ η δυνατότητα που είχαμε αποκτήσει σε χώρους γιατί μπορούσαμε στους μεγάλους πασταλτζί οντάδες που διέθεταν τα τουρκόσπιτα που είχαμε αγοράσει, να απασχολούμε δυο τρεις παρέες, όπως έλεγαν τις ομάδες που παστάλιαζαν και η κάθε μία ήταν αυτοτελής με τον αρχηγό της τον τσελετζή, αυτόν που μετά από το παστάλιασμα έστηνε τους γύρους τα στίβια και τα δέματα και ήταν υπεύθυνος για την ποιότητα και το τι κάθε εργάτρια πασταλτσού έβαζε μέσα στα παστάλια της.

Δυο τρεις καπνόλακκοι σκαμμένοι μέσα στο χώμα με μέγεθος μεγάλου δωματίου, φιλοξενούσε αρκετές βέργες με ξερά καπνά που έμπαιναν για να μαλακώσουν γιατί αλλιώς δεν μπορούσε να γίνει επεξεργασία με ξερά καπνά. Ήταν ένα είδος παραδοσιακών υγραντήρων που το καπνό έπαιρνε όση υγρασία του χρειαζόταν για να ζυμωθεί, να πάρει χρώμα και να βγάλει τα αρώματα του.

Χρειαζόταν για τη δουλειά αυτή νέα και δυνατά άτομα να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν τις μικρές ανεμόσκαλες των λάκκων και η ευλυγισία ανάμεσα στους κουντέδες ώστε να διαλέξουν τους έτοιμους  για να τους δώσουν για παστάλιασμα και να τους αντικαταστήσουν με καινούργιους ξερούς για να υγρανθούν. Ήταν αποπνικτική η ατμόσφαιρα μέσα στον καπνόλακκο, βαριά και χρειαζόταν ταλέντο ακροβάτη για να τα καταφέρεις. Ήταν όμως αγαπημένη δουλειά κάποιων νεαρών με τις νεαρές υποψήφιες συντρόφισσες. Ο λάκκος έκρυβε τα ερωτικά αγκαλιάσματα και γενικώς την ερωτική παρέα των νεαρών ζευγαριών που δεν έβλεπαν πότε να’  ρθει η επόμενη μέρα να συνεχίσουν την απίστευτη εκείνη ευτυχία. Διάφορα σχόλια και πολλές ιστορίες έκρυβε κάθε καπνόλακκος της εποχής εκείνης. Όλοι καμάρωναν για το μυστικό τους, που τελικά δεν ήταν μυστικό, αλλά ολοφάνερο γεγονός.

Υπήρχε ένα ανθρώπινο δέσιμο σε όλη εκείνη την ομήγυρη. Καμιά φορά η κάθε παρέα ξεπερνούσε τα είκοσι άτομα και βρίσκονταν εκεί δυο τρεις γενιές ανθρώπων. Από μικρά χρονιάρικα παιδάκια, ξεβράκωτα και ανέμελα μέσα στην μεγάλη κάμαρα, που άνθρωποι στιβασμένοι, καθισμένοι στο πάτωμα, πάλευαν με τα φύλλα και τα παστάλια. Πολλές απ΄ αυτές που είχαν τα σημερινά ξεβράκωτα μωράκια, τις θυμόμασταν σαν τα μωρά τους με την ίδια σκανδαλιά και την ίδια αμφίεση. Η κάθε κάμαρα ήταν ένα διήγημα με πολλές ιστορίες που καθημερινά της αφηγούνταν αυτοί που τις έζησαν για να τις βγάλουν από μέσα τους και να πουν κάτι που θα κρατήσει ξύπνια την παρέα γιατί οι βέργες έπρεπε να τελειώνουν. Όλοι ήξεραν με το νι και με το σίγμα την ιστορία ο ένας του άλλου, ζούσαν μαζί όλους σχεδόν τους χειμερινούς μήνες, τους έκανε να καταλαβαίνει ο ένας τον άλλον, η ζωή τους έδενε και περνούσε μαζί τους.

Τα μωρά θαρρείς και ήταν κοινή περιουσία. Έτρωγαν απ’  όπου ήθελαν, έπιναν απ’ όπου ήθελαν, όλοι φρόντιζαν πρώτα τα μωρά και μετά οι άλλοι. Ανάμεσα, μερικά φουντούκια, μερικά καρύδια, κάστανα και αμύγδαλα, ανανέωναν τον αέρα και τη διάθεση. Μερικές μέρες ένα ταψί με αβγόφετες με μπόλικη ζάχαρη ζέσταινε τον αέρα πολλές φορές λαλαγγίτες με τυρί ή με σιρόπι άλλαζε το μενού, αλλά εκείνο που πέταγε το καπάκι ήταν κανένας τέντζερης με λουκουμάδες. Δεν ξέρω άλλες δουλειές να έδεναν τους ανθρώπους και να καταργούσαν τις διακρίσεις όπως αυτή η κοινή συνύπαρξη. Όποτε περνούσαμε απ’ το γυφτομαχαλά του Πούρναλικ και του Κασχανέ, γινόταν διαδήλωση. Όλα αυτά τα παιδιά που είχαν μεγαλώσει μαζί μας, ο καθένας ζητώντας από τη ζωή το κομμάτι του, δεν μπορούσα να τα δω και να με δουν διαφορετικά. Σκοτωνόμουν να τα υποστηρίξω και αυτά προσπαθούσαν να δείξουν τον καλύτερο εαυτό τους. Ίσως ο ρατσισμός να μην είχε καμιά θέση στις κοινωνίες των ανθρώπων αν όλοι μαζί φρόντιζαν για την μπουκιά του άλλου και δεν ήθελε να συμβεί στους πιο μικρούς τίποτα το κακό που οι μεγάλοι θα επεδίωκαν.

Οι καλοκαιρινές δουλειές είχαν άλλο χρώμα. Η απλωσιά των χωραφιών και η ελευθερία  της φύσης, οι καλές καιρικές συνθήκες και το σχετικά εύκολο γέμισμα του στομαχιού με διάφορα που απλόχερα η φύση προσφέρει και οι άνθρωποι από τα πανάρχαια χρόνια συλλέγουν και αξιοποιούν, αλλά και οι λιγότερες θερμίδες που χρειάζεται ο ανθρώπινος οργανισμός, κάνουν τους ανθρώπους πιο ανεξάρτητους. Ίσως η Σπαρτιάτικη ζωή και η σκληραγωγία αφήνει περιθώρια στα γυφτάκια για περισσότερη αμέλεια.

Τα ξύλα τα είχε αναλάβει ο Αλής. Παραλάμβανε, έκοβε, πωλούσε και όταν ήταν ανάγκη τρέχαμε μαζί. Οι αγελάδες είχαν το δικό τους αγώνα αλλά ο Κατήρ, ένας μεσόκοπος πομάκος που γνώριζε από ζώα, είχε αναλάβει να τα ταΐζει, να τα ποτίζει, να τα αρμέγει και γενικώς να τα φροντίζει. Μέσα στα άλλα ο πατέρας μου ξανασυμφώνησε με τον λαηνά τον Παρασκευά να του πηγαίνουμε κάνα δυο κάρα κοκκινόχωμα την εβδομάδα γιατί είχε ξεμείνει. Που να πρωτοπρολάβεις. Μέσα στα άλλα ήμουν και μαθητής Γυμνασίου. Ευτυχώς που όταν στριμώχνεσαι βρίσκεις λύσεις.

Ο Παύλος ο Γιασκουλίδης ήταν ένας νέος και καλός άνθρωπος. Είχε την ατυχία η γυναίκα του να πάσχει από νευρικά και δεν ετοιμαζόταν να βάλει καπνά αφού την άδεια των καπνών την είχε δώσει σε μας. Αλλά έπρεπε να ζήσει. Του μίλησα για το κοκκινόχωμα του Παρασκευά. Το βρήκε σαν κατάλληλη λύση για πέντε έξι μήνες του καλοκαιριού που είχαμε όλες τις άλλες δουλειές, μας απάλλαξε από το χώμα και δεν έμεινε και ο Παρασκευάς χωρίς πρώτη ύλη. Τυχαία συνάντησα μια μέρα τον Παύλο με το κάρο του και το χώμα που κουβαλούσε, κατάλαβα ότι δούλευε τζάμπα. Παιδευόταν για πράγματα που δεν έπρεπε. Την άλλη μέρα συμφωνήσαμε να πάμε μαζί στο Λαμπρινό για να του δείξω να μην παιδεύεται. Πήρα δυο τρία εργαλεία που εγώ χρησιμοποιούσα εκτός από το φτυάρι και τον γκασμά και του έδειξα πως θα τελειώνει γρήγορα με το φόρτωμα. Το χώμα από εκεί που το βγάζαμε ήταν σκισμένο μέχρι ένα μέτρο βάθος. Αν με ένα λοστάρι που χρησιμοποιούσα μπορούσες να το βάλεις στη σχισμή και να το κουνούσες, ξεκολλούσε ένα όγκος καμιά πενηνταριά κιλά. Με εφτά ή οχτώ τέτοιους όγκους το κάρο γέμιζε. Σε ελάχιστο χρόνο γεμίσαμε τα κάρα και του εξήγησα ότι ο Παρασκευάς τέτοιους όγκους ζητάει γιατί είναι πιο καθαρό πράμα από τα τρίμματα που είχαν και άμμο.

Αμφέβαλα αν ο Παύλος θα μπορούσε να σηκώσει εκείνα τα τεράστια κομμάτια. Αλλά είχε τη λύση στο τσεπάκι του. Έπαιρνε μαζί του τη γυναίκα του που ήταν πιο αντράκι από εκείνον, φόρτωναν στο πι και φι το κάρο και η βόλτα και ο καθαρός αέρας, ενεργούσε θεραπευτικά για την περίπτωση της. Ο Παύλος τα κατάφερε και κάνα δυο χρόνια είχε εξασφαλίσει ένα εισόδημα αρκετό για να ζήσει την οικογένεια του και με προσπάθεια που μπορούσε να αντέξει η κατάσταση της οικογένειας του.

Εμείς ξαναπουλήσαμε τα καπνά αυτής της χρονιάς και σκεφτόμαστε να γκρεμίσουμε όλα τα παλιά σπίτια που δεν μας χρειαζόταν και να φτιάξουμε ένα σπίτι της προκοπής για την οικογένεια μας και μια καπναποθήκη σύγχρονη για τις ανάγκες της κύριας δουλειάς μας, τα καπνά. Ξαναβάλαμε φυντάνια, έτσι συνήθιζαν οι καπνοπαραγωγοί να λένε τα σπορία και ετοιμαζόμασταν για την καινούργια χρονιά. Το καπνοσπορίο είναι ένα κομμάτι γης περίπου ενός στρέμματος παραπάνω ή παρακάτω ανάλογα πόσα στρέμματα καπνά πρόκειται να βάλεις. Πρέπει να είναι στραγγιχτερό και ευάερο ώστε τα καπνόφυτα που θα παράγει νε είναι υγιή και ψημένα για να αντέξουν την πρώτη εβδομάδα στο καπνοχώραφο και να μη ξεραθούν. Χρειάζεται επίσης να υπάρχει μπόλικο νερό που το εξασφαλίζουν αυλάκια που έρχονται κατευθείαν από το ποτάμι και που καθημερινά μερικές φορές πρωί και βράδυ ποτίζονται τα καπνοσπορία προκειμένου να αναπτυχθούν και που ξοδεύουν πεντακόσια με εξακόσια ποτιστήρια τη φορά.

Ο πατέρας μου είχε προετοιμάσει τα καπνοχώραφα για την καινούργια καλλιέργεια, οργώνοντας συχνά πυκνά με το άλογο μας τα χωράφια. Για καπνοχώραφα δεν κάνουν όλα τα χωράφια. Τα βαριά, βαλτώδη εξαιρούνται. Μάλιστα πολλά πεδινά και βαριά χωράφια ήταν εκτός καπνοκαλλιέργειας γιατί ο ΕΟΚ (Εθνικός Οργανισμός Καπνού) και η Εφορία Καπνού, προκειμένου να εξασφαλίσουν την ποιότητα δεν επέτρεπαν να καλλιεργεί καπνά κανείς εκτός ζώνης παραγωγής.

Το συχνό όργωμα του καπνοχώραφου είχε δύο σκοπούς. Ο ένας ήταν να είναι ευκολοδούλευτο, να μπορεί να σκαλιστή και να φυτευτεί εύκολα, ο άλλος κάθε φορά που οργώνεται το χωράφι καταστρέφει χιλιάδες σπόρους άλλων φυτών που παρασιτούν εις βάρος του και απομυζούν τους χυμούς που χρειάζεται το καπνό.

Την εποχή εκείνη τα καπνοχώραφα δεν ποτιζόταν με τεχνική βροχή και πολλές φορές που είχε αναβροχιά ήταν υποχρεωμένο το καπνό να ζήσει μόνο με την υγρασία του εδάφους. Για να φυτευτεί το καπνό έπρεπε κατ’  αρχάς το καπνόφυτο να έχει ωριμάσει. Να είναι κάπου δέκα με δώδεκα πόντους, να είναι ψημένο και εν συνεχεία αφού φυτευτεί και ποτιστεί στη ρίζα του με τα ποτιστήρια, να μπορέσει να ριζώσει και να αρχίσει την ανάπτυξη του μέχρι να ξεπεράσει το ύψος του ενός μέτρου.

Για να αρχίσει η φυτεία πρέπει το χωράφι να οργωθεί, να σβαρνιστεί, να χωριστεί σε βραγιές τεσσάρων μέτρων φάρδος και σε μήκος όσο χωράει το χωράφι, εν συνεχεία με ειδικά εργαλεία που είναι σαν τσουγκράνες και έχουν τρεις ή τέσσερις λεπίδες σταθερές που απέχει η κάθε μία από την άλλη γύρω στους δέκα πέντε πόντους, ένας εργάτης ή μια έμπειρη εργάτρια χαράζει συγχρόνως τραβώντας αυτό το εργαλείο τρεις ή τέσσερις γραμμές επάνω στο σβαρνισμένο χώμα. Επάνω στις γραμμές σε απόσταση εφτά με οχτώ εκατοστά φυτεύονται τα καπνόφυτα με ειδικά σουβλιά τα «φυτευτήρια» που όπως τα κρατάνε οι εργάτριες σε σχήμα Γάμα νομίζεις ότι κρατούν πιστόλια. Μετά το φύτεμα στις γραμμές που πρασίνισαν από τα νέα φυτά, ένας προσεκτικός ποτιστής με το ποτιστήρι του ποτίζει όλες τις ρίζες που φυτευτήκαν. Με αυτόν τον τρόπο φυτεύονται όλα τα στρέμματα του καπνοπαραγωγού.

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από ΕΜΠΡΟΣ
Περισσότερα άρθρα από ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Τα Μωρά στη Φωτιά επιστρέφουν στις 20 Απριλίου στην Ξάνθη

Μαζί τους οι «Λάχνισμα» από την Ξάνθη Ο Στέλιος Σαλβαδόρ και τα Μωρά στη Φωτιά, επιστρέφου…