Αρχική ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Γιορτές Το Χριστόψωμο: ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Το Χριστόψωμο: ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

0
papadiamantis

Μια τραγική ιστορία συνδυασμένη με ένα χριστουγεννιάτικο έθιμο

“Το Χριστόψωμο” του Α. Παπαδιαμάντη πρωτοδημοσιεύτηκε στην “Εφημερίδα” το 1887 και έμεινε ξεχασμένο μέχρι τα Χριστούγεννα του 1941, οπότε ο Γιώργος Βαλέτας το συμπεριέλαβε στο τιμητικό για τον Παπαδιαμάντη τεύχος της Νέας Εστίας.

ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΨΩΜΟ

«Μεταξύ των πολλών δημωδών τύπων, τους οποίους θα έχωσι να εκμεταλλευθώσιν οι μέλλοντες διηγηματογράφοι μας, διαπρεπή κατέχει θέσιν η κακή πενθερά, ως και η κακή μητρυιά.

Εις τι έπταιεν η ατυχής νέα Διαλεχτή, ούτως ωνομάζετο, θυγάτηρ του Κασσανδρέως μπαρμπα-Μανώλη, μεταναστεύσαντος κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν εις μίαν των νήσων του Αιγαίου, εις τι έπταιεν αν ήτο στείρα και άτεκνος; Είχε νυμφευθή προ επταετίας, έκτοτε δις μετέβη εις τα λουτρά της Αιδηψού, πεντάκις της έδωκαν να πίη διάφορα τελεσιουργά βότανα, εις μάτην, η γη έμενεν άγονος. Δύο ή τρεις γύφτισσαι της έδωκαν να φορέση περίαπτα θαυματουργά περί τας μασχάλας, ειπούσαι αυτή ότι τούτο ήτο το μόνον μέσον, όπως γεννήση, και μάλιστα υιόν. Τέλος, καλόγηρός τις Σιναΐτης τη εδώρησεν ηγιασμένον κομβολόγιον, ειπών αυτή να το βαπτίζη και να πίνη το ύδωρ. Τα πάντα μάταια.

Επί τέλους με την απελπισίαν ήλθε και η ανάπαυσις της συνειδήσεως, και δεν ενόμιζεν εαυτήν ένοχον. Το αυτό όμως δεν εφρόνει και η γραία Καντάκαινα, η πενθερά της, ήτις επέρριπτεν εις την νύμφην αυτής το σφάλμα της μη αποκτήσεως εγγόνου διά το γήράς της.

Είναι αληθές ότι ο σύζυγος της Διαλεχτής ήτο το μόνον τέκνον της γραίας ταύτης, και ούτος δε συνεμερίζετο την πρόληψιν της μητρός του εναντίον της συμβίας αυτού. Αν δεν τω εγέννα η σύζυγός του, η γενεά εχάνετο. Περίεργον δε ότι πας Έλλην της εποχής μας ιερώτατον θεωρεί χρέος και υπερτάτην ανάγκην την διαιώνισιν του γένους του.

Εκάστοτε, οσάκις ο υιός της επέστρεφεν εκ του ταξιδίου του, η γραία Καντάκαινα ήρχετο εις προϋπάντησιν αυτού, τον ωδήγει εις τον οικίσκον της, τον εδιάβαζε, τον εκατήχει, του έβαζε μαναφούκια, και ούτω τον προέπεμπε παρά τη γυναικί αυτού. Καί δεν έλεγε μόνα τα ελάττώματά της, αλλά τα αυγάτιζε· δεν ήτο μόνον «μαρμάρα», τουτέστι στείρα, η νύμφη της, τούτο δεν ήρκει, αλλ᾽ ήτο άπαστρη, απασσάλωτη, ξετσίπωτη, κτλ. Όλα τα είχεν, «η ποίσα, η δείξα, η άκληρη».

Ο καπετάν Καντάκης, φλομωμένος, θαλασσοπνιγμένος, τα ήκουεν όλα αυτά, η φαντασία του εφούσκωνεν, εξερχόμενος είτα έπινεν επτά ή οκτώ ρώμια, και εισήρχετο οίκαδε και βάρβαροι σκηναί συνέβαινον τότε μεταξύ αυτού και της συζύγου του.

Ούτως είχον τα πράγματα μέχρι της παραμονής των Χριστουγέννων του έτους 186… Ο καπετάν Καντάκης προ πέντε ημερών είχε πλεύσει με την βρατσέραν του εις την απέναντι νήσον με φορτίον αμνών και ερίφων, και ήλπιζεν ότι θα εώρταζε τα Χριστούγεννα εις την οικίαν του. Αλλά τον λογαριασμόν τον έκαμνεν άνευ του ξενοδόχου, δηλαδή άνευ του Βορρά, όστις εφύσησεν αιφνιδίως άγριος.

Περί την εσπέραν της παραμονής των Χριστουγέννων, ο άνεμος εμετριάσθη ολίγον, αλλ᾽ ουχ ήττον εξηκολούθει να πνέη. Το μεσονύκτιον πάλιν εδυνάμωσε.

Τινές ναυτικοί εν τη αγορά εστοιχημάτιζον ότι, αφού κατέπεσεν ο Βορράς, ο καπετάν Καντάκης θα έφθανε περί το μεσονύκτιον. Η σύζυγός του όμως δεν ήτο εκεί να τους ακούση και δεν τον επερίμενεν. Αύτη εδέχθη μόνον περί την εσπέραν την επίσκεψιν της πενθεράς της, ασυνήθως φιλόφρονος και μειδιώσης, ήτις τη ευχήθη το απαραίτητον «καλό δέξιμο» και διά χιλιοστήν φοράν το στερεότυπον «μ᾽ έναν καλό γυιό».

Καί ου μόνον τούτο, αλλά τη προσέφερε και εν χριστόψωμο.

―  Το ζύμωσα μοναχή μου, είπεν η θεια-Καντάκαινα, με γειά να το φας.

―  Θα το φυλάξω ως τα Φώτα, διά ν᾽ αγιασθή, παρετήρησεν η νύμφη.

―Όχι, όχι, είπε μετ᾽ αλλοκότου σπουδής η γραία, το δικό της φυλάει η καθεμιά νοικοκυρά διά τα Φώτα, το πεσκέσι τρώγεται.

―  Καλά, απήντησεν ηρέμα η Διαλεχτή, του λόγου σου ξέρεις καλύτερα.

Η Διαλεχτή ήτο αγαθωτάτης ψυχής νέα, ουδέποτε ηδύνατο να φαντασθή ή να υποπτεύση κακόν τι.

―  Πώς το ᾽παθε η πεθερά μου και μου έφερε χριστόψωμο, είπε μόνον καθ᾽ εαυτήν.

Η Διαλεχτή εκοιμήθη πολύ ενωρίς, διότι σκοπόν είχε να υπάγη εις την εκκλησίαν περί το μεσονύκτιον. […] Ανήλθεν εις τον γυναικωνίτην του ναού, αλλά μόλις παρήλθεν ημίσεια ώρα και γυνή τις πτωχή και χωλή δυστυχής, ήτις υπηρέτει ως νεωκόρος της εκκλησίας, ελθούσα τη λέγει εις το ούς:

―  Δώσε μου το κλειδί, ήλθε ο άντρας σου.

―Ο άντρας μου! ανεφώνησεν η Διαλεχτή έκπληκτος.

Και αντί να δώση το κλειδί έσπευσε να καταβή η ιδία.

Ελθούσα εις την κλίμακα της οικίας βλέπει τον σύζυγόν της κατάβρεκτον, αποστάζοντα ύδωρ και αφρόν.

―  Θέλεις ν᾽ ανάψω φωτιά;

― Άναψε, και δώσε μου ν᾽ αλλάξω.

Η Διαλεχτή εξήγαγεν εκ του κιβωτίου ενδύματα διά τον σύζυγόν της και ήναψε πυρ.

―  Θέλεις κανένα ζεστό;

―  Δεν μ᾽ ωφελεί εμένα το ζεστό, είπεν ο καπετάν Καντάκης. Κρασί να βγάλης.

Η Διαλεχτή εξήγαγεν εκ του βαρελίου οίνον.

―  Πως δεν εφρόντισες να μαγειρεύσης τίποτε; είπε γογγύζων ο ναυτικός.

―  Δεν σ᾽ επερίμενα απόψε, απήντησε μετά ταπεινότητος η Διαλεχτή. Κρέας επήρα. Θέλεις να σου ψήσω πριζόλα;

―  Βάλε στα κάρβουνα, και πήγαινε συ στην εκκλησιά σου, είπεν ο καπετάν Καντάκης. Θα έλθω κ᾽ εγώ σε λίγο. Η μάννα μου δεν θα το ᾽μαθε βέβαια ότι ήλθα, παρετήρησεν αύθις ο Καντάκης.

―Εκείνη είναι στην ενορία της, απήντησεν η Διαλεχτή. Θέλεις να της παραγγείλω;

―  Παράγγειλέ της να έλθη το πρωί.

Η Διαλεχτή εξήλθεν. Ο Καντάκης την ανεκάλεσεν αίφνης.

―  Μα τώρα είναι τρόπος να πας εσύ στην εκκλησιά, και να με αφήσης μόνον;

―  Να μεταλάβω κ᾽ έρχομαι, απήντησεν η γυνή.

Ο Καντάκης δεν ετόλμησε ν᾽ αντείπη τι, διότι η απάντησις θα ήτο βλασφημία. Ουχ ήττον όμως την βλασφημίαν ενδιαθέτως την επρόφερεν.

Η Διαλεχτή εφρόντισε να στείλη αγγελιοφόρον προς την πενθεράν της και επέστρεψεν εις τον ναόν.

Ο Καντάκης, όστις επείνα τρομερά, ήρχισε να καταβροχθίζη την πριζόλαν. Καθήμενος οκλαδόν παρά την εστίαν, εβαρύνετο να σηκωθή και ανοίξη το ερμάρι διά να λάβη άρτον, αλλ᾽ αριστερόθεν αυτού υπεράνω της εστίας επί μικρού σανιδώματος ευρίσκετο το χριστόψωμον εκείνο, το δώρον της μητρός του προς την νύμφην αυτής. Το έφθασε και το έφαγεν ολόκληρον σχεδόν μετά του οπτού κρέατος.

Περί την αυγήν, η Διαλεχτή επέστρεψεν εκ του ναού, αλλ᾽ εύρε την πενθεράν της περιβάλλουσαν διά της ωλένης το μέτωπον του υιού αυτής και γοερώς θρηνούσαν.

Ελθούσα αύτη προ ολίγων στιγμών τον εύρε κοκκαλωμένον και άπνουν. Επάρασα τους οφθαλμούς, παρετήρησε την απουσίαν του χριστοψώμου από του σανιδώματος της εστίας, και αμέσως εννόησε τα πάντα.

Ο Καντάκης έφαγε το φαρμακωμένο χριστόψωμον, το οποίον η γραία στρίγγλα είχε παρασκευάσει διά την νύμφην της.

Ιατροί επιστήμονες δεν υπήρχον εν τη μικρά νήσω· ουδεμία νεκροψία ενεργήθη. Ενομίσθη ότι ο θάνατος προήλθεν εκ παγώματος συνεπεία του ναυαγίου. Μόνη η γραία Καντάκαινα ήξευρε το αίτιον του θανάτου.

Σημειωτέον ότι η γραία συναισθανθείσα και αυτή το έγκλημά της, δεν εμέμφθη την νύμφην της, αλλά τουναντίον την υπερήσπισε κατά της κακολογίας άλλων. Εάν έζησε και άλλα κατόπιν Χριστούγεννα, η άστοργος πενθερά και ακουσία παιδοκτόνος, δεν θα ήτο βεβαίως πολύ ευτυχής εις το γήρας της».

Επιμέλεια: Χάρης Διαφωνίδης

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από ΕΜΠΡΟΣ
Περισσότερα άρθρα από Γιορτές
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

«Η Πρωτομαγιά όπως παλιά» από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Ευμοίρου

Στις 7 Μαΐου στο Άλσος Ευμοίρου Την Τρίτη 7 Μαΐου ο Πολιτιστικός Σύλλογος Ευμοίρου θα αναβ…