Αρχική ΓΝΩΜΕΣ Αθέατοι πυλώνες

Αθέατοι πυλώνες

0

Έτος 1973, μήνας Απρίλιος. Ένας μελαχρινός μεσήλικας αγρότης ήρθε και μου ζήτησε να αγοράσει μία αντλία νερού. Μου ξεκαθάρισε πώς η πληρωμή θα γινόταν με μετρητά, τα μισά χρήματα με την παραλαβή και τα άλλα μισά μετά τη σοδιά κατά τον Οκτώβριο. Την ακριβή αξία σήμερα δεν την θυμάμαι. Η συμφωνία τηρήθηκε, παρέλαβε ο άνθρωπος την αντλία του και έφυγε, το μισό ποσό θα πληρωνόταν το Φθινόπωρο.

Ήταν περίπου Αύγουστος της ίδιας χρονιάς όταν πληροφορηθήκαμε πως ο συγκεκριμένος πελάτης μας παρασύρθηκε από αυτοκίνητο λίγο έξω από την πόλη, μπροστά στο στρατόπεδο και σκοτώθηκε. Ήταν μία φυσιογνωμία ιδιαίτερα συμπαθής, σοβαρή και συνάμα φιλική, αυτό μου προκάλεσε θλίψη και μια μικρή οργή απέναντι στην τύχη. Κάποια μέρα που ξεφύλλιζα τα κιτάπια των χρωστούμενων έπεσα και πάνω στη συγκεκριμένη οφειλή. Αυτόματα θυμήθηκα το τραγικό τέλος του πελάτη μου και ήρθε στο νου η σκέψη πώς στο εμπόριο υπάρχουν και τα απρόοπτα. Κέρδη και ζημίες, τι να κάνουμε, μέσα στο παιχνίδι είναι και η χασούρα.

Οι μέρες κύλησαν εκείνη την εποχή μέσα σε μία έντονη εμπορική κινητικότητα, οι δουλειές είχαν πάρει την πάνω βόλτα και η απώλεια της αξίας μισής αντλίας δεν με κούραζε τόσο. Ο καιρός περνούσε και οι βροχές του Οκτώβριου είχαν αρχίσει, όταν μια μέρα μπήκε στο μαγαζί ένας κοντός νέος με ταλαιπωρημένη όψη αγρότη και ζήτησε να εξοφλήσει ένα χρέος του πατέρα του, ο οποίος μας πληροφόρησε λεγόταν Τάσος συν το επώνυμο. Θυμόμουνα το μικρό όνομα, Τάσος. Πλήρωσε ο άνθρωπος και έφυγε. Η εντύπωση όπως καταλαβαίνει ο αναγνώστης ήταν για μένα όχι μεγάλη αλλά συγκλονιστική. Ήρθε και ξόφλησε οικονομικό χρέος του σκοτωμένου Πατέρα. Μοναδική περίπτωση συνέπειας και εντιμότητας.

Τα χρόνια πέρασαν, η μνήμη αδυνάτισε, αλλά η πράξη υψηλού αποδεικτικού ήθους και το όνομα Τάσος έμειναν φωτεινά γραμμένα στην επιφάνεια των συγκινησιακών μου κυττάρων. Γιός τιμάει τον πατέρα στις οφειλές του προς την κοινωνία. Για σκεφθείτε, δεν είναι μια παραβλέψιμη συμπεριφορά! Το οικονομικό κέρδος τις περισσότερες φορές αφοπλίζει τους ανθρώπους από τις ηθικές υποχρεώσεις έστω και αν αφορούν τον Γεννήτορα. Οι άνθρωποι σχεδόν πάντα κληρονομούν οφέλη, ποτέ υποχρεώσεις. Σαράντα ένα χρόνια θυμόμουνα την γενναιότητα της πράξης αλλά ξεχνούσα το επίθετο αυτής της οικογένειας με την υψηλή κοινωνική αξιοπρέπεια. Θυμόμουνα μόνον το πάλλευκο όνομα Τάσος.

Καλοκαίρι 2014. Και πάλι μήνας Αύγουστος. Γυρίζαμε με το τραίνο στη πόλη από τη δροσιά της θαλάσσιας αύρας με τον φίλο μου σχολικό σύμβουλο Χρήστο Δελημπούρα. Μιλούσαμε για τις ηλικίες μας μέσα στο απαλό κούνημα της αμαξοστοιχίας, όταν τον ρώτησα πότε πέθανε ο πατέρας του. Ο Χρήστος μάζεψε για λίγα δευτερόλεπτα τα μάτια του μέσα στις κόγχες και μου απάντησε : Ο Πατέρας μου δεν πέθανε, σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα κοντά στο νεκροταφείο, μπροστά στο στρατόπεδο το καλοκαίρι του 1973. Ταράχτηκα, αναθυμήθηκα και τον ρώτησα: πώς έλεγαν τον πατέρα σου στο μικρό του όνομα; Τάσο μου αποκρίθηκε. Ξέσπασε ξαφνικά καλοκαιριάτικο μπουρίνι, οι αναμνήσεις βρήκαν τον μάστορά τους και η συγκίνηση τη φουσκοθαλασσιά της. Το μυστήριο σαράντα ολόκληρων χρόνων εύρισκε τη λύση του και η ψυχή μου ηρεμούσε από τις τύψεις της ράθυμης μνήμης. Το όνομα επιτέλους της οικογένειας με την Ελληνική παιδεία και ήθος πάνω και πέρα από τον θάνατο συμπεριλαμβάνεται στα έντεκα γράμματα της λέξης ΔΕΛΗΜΠΟΥΡΑΣ.

Η τύχη κατόπιν αυτού του γεγονότος φάνηκε μαζί μου γενναιόδωρη. Πριν λίγες μέρες επισκέφτηκα για κάποιο ιδιαίτερο γεγονός το χωριό Καρυές Δομοκού. Εκεί μένει με την οικογένειά του ο Βασίλης Δελημπούρας, ο άνθρωπος απόλυτος πληρωτής του πατρικού χρέους. Στο έβγα του χωριού πήγα και τον συνάντησα σε ένα κοντινό χωράφι. Θυμήθηκα αμυδρά την φυσιογνωμία του, το πρόσωπο που δειλά με πλησίασε τότε και μου είπε πως ο Πατέρας μου έχει ένα χρέος, και σας παρακαλώ θα ήθελα να το εξοφλήσω.

Του είπα μέσα στον πατημένο αγρό ποιος είμαι και για ποιόν λόγο τον επισκέφτηκα. Μου έσφιξε το χέρι με μια δύναμη που δεν δυσκολεύεσαι να διακρίνεις την ευθύτητα, το ειλικρινές του χαρακτήρα και την αποφασιστικότητα για την πρόθεση φιλίας. Ο Βασίλης Δελημπούρας σε ηλικία εβδομήντα πέντε χρονών ζει σήμερα στα χωράφια του τριγυρισμένος από την αγάπη της οικογένειάς του και ένα μεγάλο ποιμνιοστάσιο. Καθάριος όπως τότε, πριν σαράντα ένα χρόνια. Ζει από τα χέρια του και τη δουλειά του χωρίς τις χάρες κανενός.

Όσες πίκρες κι αν πέρασα σαν άνθρωπος, έρχονται στιγμές που αισθάνομαι και το χάδι της τύχης. Δεν είναι μικρό πράγμα να έχεις στο βιογραφικό σου γραμμένο πως στις δέκα Οκτωβρίου του 2014 σου έσφιξε το χέρι ο Βασίλης Δελημπούρας, ο άνθρωπος του ακρότατου ήθους. Ε, όχι, δεν είναι μικρό πράγμα, είναι υψίστη τιμή για μένα.

Φοίβος Ιωσήφ

  • Φτάσαμε πιά κοντά στον Θεό

    Φοίβος Ιωσήφ Ήταν τόσο κοντά ο Θεός και δεν το ξέραμε, τώρα το μάθαμε. Αυξήσαμε τις γνώσει…
  • Ο πασίγνωστος El Arabi

    Η μαθητιώσα νεολαία και η φίλαθλη τοιαύτη ξέρει καλά να ξεχωρίζει τις αξίες από τις απαξίε…
  • Ατιμούλια Έλληνες

    Εθνικά σύνορα είναι εκείνα που δείχνουν τα γεωγραφικά σημεία στα οποία φθάνουν τα συμφέρον…
Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
  • Ο πασίγνωστος El Arabi

    Η μαθητιώσα νεολαία και η φίλαθλη τοιαύτη ξέρει καλά να ξεχωρίζει τις αξίες από τις απαξίε…
  • Ατιμούλια Έλληνες

    Εθνικά σύνορα είναι εκείνα που δείχνουν τα γεωγραφικά σημεία στα οποία φθάνουν τα συμφέρον…
  • Ανθρωπωδία

    Είναι η ᾠδὴ τῶν τράγων = χορικό άσμα των λατρευτῶν του Διονύσου που φορούσαν δέρματα τράγω…
Περισσότερα άρθρα από Φοίβος Ιωσήφ
Περισσότερα άρθρα από ΓΝΩΜΕΣ
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Έπος Καραγκιοζιάδα – Εθνική Φαρσοκωμωδία*

«Τα λόγια του παράλογα, μα τόσο λογικά σε εποχές απέραντης απερισκεψίας» Δημήτρης Αβούρης …