Αρχική ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Αφιερώματα «Άρωμα» ξανθιώτικων αναμνήσεων στον παλιό γιαχανά

«Άρωμα» ξανθιώτικων αναμνήσεων στον παλιό γιαχανά

0
rassas1-empros

Στα όρια κατάρρευσης βρίσκεται το παλιό σισαμελαιοτριβείο του Μ. Ράσσα στην οδό Κλεμανσώ

Κομμάτι της αγροτικής και οικονομικής ζωής της Ξάνθης η παραγωγή και επεξεργασία σουσαμιού στο πρώτο μισό του προηγούμενο αιώνα

Μετρώντας η Ξάνθη τις μνήμες της, ο νους της σταματά και απολαμβάνει ηδονικά τη μυρωδιά των παλιών γιαχανάδων. Το άρωμα του καβουρντισμένου σουσαμιού από τους φούρνους των σισαμελαιοτριβείων, τη γεμάτη γεύση του ταχινένιου χαλβά και τα ζαχαροπλαστεία που γέμιζαν με σουσαμόπιτες, κόσμο και παιδικές φωνές στις γιορτές. Η παραγωγή και εμπορία σουσαμιού είναι κι αυτό ένα κομμάτι του αγροτικού και βιοτεχνικού παρελθόντος της Ξάνθης, που η μνήμη έχει αφήσει πια στην ιστορία του τόπου μας. Στην σύγχρονη Ξάνθη μοναδικό «σημάδι» αποτελεί η εγκαταλελειμμένη πια βιοτεχνία επεξεργασίας σουσαμιού της οικογένειας Ράσσα στην οδό Κλεμανσώ, καθώς και το εμπορικό κατάστημα ίδιας ιδιοκτησίας στην οδό Παναγή Τσαλδάρη 59, που επίσης βρίσκεται στα όρια της κατάρρευσης, αλλά διατηρεί αναλλοίωτη την εικόνα του κτιρίου από εκείνη την εποχή. Μέχρι και η πινακίδα, ακόμη και ο σύρτης που τραβούσαν πελάτες και προμηθευτές για να μπουν στο κατάστημα είναι ακόμη εκεί.

Γλυκές… αναμνήσεις και άρωμα γιορτής
Σκληρή δουλειά, χειρονακτική. Που ξεκινούσε απ’ τ’ αξημέρωτα, κοντά στις τρεις το χάραμα και τέλειωνε το απόγευμα γύρω στις πέντε. Ήταν δουλειά του χειμώνα. Άρχιζε στις αρχές του Σεπτέμβρη και διαρκούσε ως το τέλος της άνοιξης. Το θέρος ήταν για τους καλλιεργητές που το έσπερναν. Στους γιαχανάδες, τα σισαμελαιοτριβεία, όπως τα ονόμασε η θρακιώτικη ντοπιολαλιά, οι εργάτες παίρναν τις πρώτες ύλες από τους παραγωγούς του κάμπου της Ξάνθης, ξεφλούδιζαν το σουσάμι κι έπειτα το βάζαν στο φούρνο για καβούρντισμα. Έπειτα το βαζαν στους μύλους για να βγάλουν σισαμέλαιο ή να κάνουν ταχίνι.
Μετά το παραλάμβαναν τα ζαχαροπλαστεία, που τα περισσότερα στην Ξάνθη τότε ήταν χαλβατζίδικα για να το συσκευάσουν, να φτιάξουν ταχινένιο χαλβά ή τις περίφημες σουσαμόπιτες, οι οποίες ακόμη και μόλις πριν λίγα χρόνια εμφανιζόταν στους πάγκους των μικροπωλητών ξηρών καρπών τις απόκριες. Τα γλυκίσματα του σουσαμιού ήταν εξαιρετικά δημοφιλή στην Ξάνθη. Τα έβρισκες παντού και ήταν οικονομικά. Οι νοικοκυρές αγόραζαν ακόμη και ωμό σουσάμι για να φτιάξουν χειροποίητα γλυκά. Η μυρωδιά του σουσαμιού από τα ανοιχτά παράθυρα και τα εργαστήρια των ζαχαροπλαστείων έφερνε άρωμα γιορτών στην Ξάνθη του πρώτου μισού του 20ου αι.

Δύο σισαμελαιοτριβεία στην πόλη
Στην Ξάνθη του προηγούμενου αιώνα λειτουργούσαν δύο σισαμελαιοτριβεία. Το ένα βρισκόταν στην πλατεία Αντίκα και ήταν ιδιοκτησίας του παλαιού δημάρχου της Ξάνθης Γαβριήλ Λαδά. Δύο εργάτες βγάζαν όλη τη δουλειά. Ο Δημήτρης Τριανταφυλλίδης και ο Μιχαήλ Χαλβατζής. Το άλλο, που δούλευε περισσότερο προσωπικό, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, ανήκε στον ηπειρωτικής καταγωγής Μιχαήλ Ράσσα, από τη Λαΐστα. Με τις αδερφές του Μαρίκα και Σουλτάνα, καθώς και με το μικρότερο αδερφό του Πολυχρόνη, ο Ράσσας βρέθηκε στην Ξάνθη. Ο Χρόνης προσωπικός φίλος του Θωμά Εξάρχου σκοτώθηκε νέος σε ηλικία 19 ετών (το 1943) κατά τη γερμανική κατοχή, ενώ οι αδερφές του, όπως και ο ίδιος έμειναν μέχρι το τέλος στην Ξάνθη. Ο ίδιος ο Μιχαήλ Ράσσας πέθανε το 1992, ενώ η αδερφή του Μαρίκα ένα χρόνο μετά. Μαζί έμεναν μέχρι το τέλος στο διώροφο της οδού Τσαλδάρη που αγόρασαν από μουσουλμάνους το 1924.
Σύμφωνα με το βιβλίο του Θωμά Εξάρχου «Οι Ηπειρώτες στην Ξάνθη» (2002, Έκδοση Ηπειρωτικής Εστίας Ξάνθης) λαμβάνουμε πληροφορίες για την περιουσιακή τους κατάσταση, δηλαδή για τα στρέμματα που κατείχαν σε Πηγάδια και Μαγικό, μερίδια σε καταστήματα της οδού Μιχαήλ Καραολή που απαλλοτριώθηκαν για να ανεγερθεί η Λέσχη Αξιωματικών, καθώς και μερίδια στο κεντρικό ξενοδοχείο Αβέρωφ.

Ο γιαχανάς του Ράσσα
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με το πότε ξεκίνησε η λειτουργία του σισαμελαιοτριβείου του Μιχαήλ Ράσσα, πάντως αναφέρεται στον επαγγελματικό οδηγό του Ιγκλέση το 1910. Στην αρχή συνέταιρος του Ράσσα ήταν ο Αλέξιος Κεσίσης, γαμπρός των Λαλαζισαίων, που αποτελούσαν μεγάλη οικογένεια ηπειρωτών στην Ξάνθη. Αργότερα, διέλυσαν το συνεταιρισμό και ο Ράσσας συνέχισε να το λειτουργεί μόνος. Παραμένει επίσης άγνωστο με ποιο καθεστώς λειτούργησε η επιχείρηση επί γερμανικής κατοχής. Πάντως, ο γιαχανάς του Ράσσα, σύμφωνα με σύγχρονες μαρτυρίες λειτουργούσε σίγουρα έως το 1960. Κάποιοι αναφέρουν ότι παρέμεινε ανοιχτό και αργότερα, αλλά υπολειτουργούσε διαθέτοντας μόνο έναν υπάλληλο. Επίσης, υπάρχει το ενδεχόμενο μετά το ’60 ο Ράσσας να το νοίκιασε σε κάποιον άλλο. Πάντως, ενδιαφέρον να αγοράσει τους μυλόλιθους που συμπίεζαν το σουσάμι και έβγαζαν το λάδι έδειξε ο Παναγιώτης Τασελαρίδης (χαλβαδοποιός) στις αρχές του ’90.
Πολλοί εξέφρασαν έκτοτε την επιθυμία τους να αγοράσουν το κτίριο της βιοτεχνίας, αλλά καμία δεν ευδοκίμησε. Σήμερα το ιδιοκτησιακό καθεστώς είναι ασαφές, ανάμεσα σε κληρονόμους και μακρινούς συγγενείς, ενδεχομένως.


*Θερμές ευχαριστίες για τη συνδρομή τους στο ρεπορτάζ και τη φωτογραφική του επένδυση στο Θωμά Εξάρχου, τη Χαρίκλεια Μαργαριτοπούλου, τον Θανάση Τριανταφυλλίδη και τον Τάσο Τεφρωνίδη    

Ελένη Διαφωνίδου
ediafonidou@empros.gr

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από ΕΜΠΡΟΣ
Περισσότερα άρθρα από Αφιερώματα
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Η σύγκρουση της ταυτότητας στο «Αόρατος Άνθρωπος» του Ραλφ Έλλισον

Η καταπίεση του αφροαμερικανού ήρωα μπορεί να ερμηνευτεί ως μια αναπαράσταση των κοινωνικώ…