Συνάντησα τον κ. Παναγιώτη Ζαρωτιάδη στο σπίτι του. Δύσκολα κάποιος θα τον ξεχώριζε μέσα σε ένα πλήθος ανθρώπων. Ένας συνηθισμένος άνθρωπος. «Σε τρεις μήνες γίνομαι ενενήντα» μου είπε, ξεκινώντας την αναπόλησή του σε χρόνους περασμένους, «αλλά τα θυμάμαι όλα σαν να έγιναν χθες γιατί αυτά που παθαίνει κανείς μικρός δεν τα ξεχνάει ποτέ»
Ο κ. Ζαρωτιάδης είναι ένας από τους ελάχιστους επιζώντες συμπολίτες μας που ήταν πραγματικά εκεί. Στο Αλβανικό Μέτωπο του 1940. «Ήμασταν τρεις αλλά έχουμε μείνει πλέον μόνο δύο μιας και ο τρίτος συχωρέθηκε πρόσφατα» μου λέει με ένα τόνο απογοήτευσης.
Ήταν είκοσι χρονών όταν κλήθηκε να υπερασπιστεί αυτό που στερεότυπα αναφέρουμε πλέον σαν «τα πάτρια εδάφη». Συνηθισμένος άνθρωπος, καροποιός στο επάγγελμα. Ένα από τα επαγγέλματα που απαντώνται πλέον μόνο σε Λαογραφικά Μουσεία. Ο πατέρας του ήταν χαλκουργός, γανωτής που λέγανε τότε. «Όταν κατατάχτηκα» μου λέει «μου δώσανε ένα σάκο με τα είδη ένδυσης: άρβυλα, περικνημίδες, σουγιά (τον ονόμαζαν Κολοκοτρώνη), ξυριστικά και ένα όπλο, «γκρα» το λέγανε, μακρύ σαν το μπόι μου. Μετά μας το αλλάξανε με μάλινχερ». «Το 1940 κατατάχθηκα ως κληρωτός στη Δράμα, στο έβδομο σύνταγμα Ορεινού Πυροβολικού. Εκπαιδεύτηκα στα ορεινά πυροβόλα και μετά την εκπαίδευση αποσπάστηκα στην Εφορεία Υλικού Πολέμου, στη Δράμα, για να εκπαιδευτώ ως πυροτεχνουργός. Εκπαιδεύτηκα για όλα τα βλήματα του Ελληνικού Στρατού. Με την κήρυξη του πολέμου συγκροτήθηκε το τάγμα μου για αναχώρηση από τον σιδηροδρομικό σταθμό της Δράμας για Αλβανία. Μας βάλανε όλους στα βαγόνια. Μουλάρια, στρατιώτες, πυροβόλα, πυρομαχικά και ξεκινήσαμε. Φτάσαμε στην Φλώρινα με βροχή και χιόνι. Εκεί ακούσαμε ότι Ιταλικά αεροπλάνα είχαν βομβαρδίσει το Νοσοκομείο και άλλα κτήρια. Κατεβήκαμε από τα βαγόνια και ξεκινήσαμε για το μέτωπο βαδίζοντας σχεδόν μόνο νύχτα. Το χιόνι στο δρόμο ήταν σχεδόν μισό μέτρο και μου έκανε εντύπωση που προσπαθούσαν να καθαρίσουν τον δρόμο με κάτι σαράβαλα εκχιονιστικά μηχανήματα για να περάσουμε. Αυτά όλα στο δρόμο για το Πισοδέρι. Κάποτε φτάσαμε και στο πεδίο της μάχης. Προχωρούσαμε σε μονοπάτια πλάτους πενήντα πόντων, με τα πόδια μας να βουλιάζουν τόσο μέσα στην λάσπη που δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε. Τα μουλάρια, με τα πυροβόλα στην ράχη τους είχαν τα ίδια και χειρότερα προβλήματα. Στα κασκόλ που φορούσαμε κρέμονταν κρύσταλλα πάγου από την παγωνιά. Δεν περιγράφονται αυτά περνούσαμε με το κρύο και την παγωνιά». Όμως αυτός δεν ήταν ο μεγαλύτερος εχθρός στα βουνά της Αλβανίας. Ούτε οι Ιταλοί ήταν. Όταν ρωτάω τον κ. Παναγιώτη μου απαντάει χωρίς περιστροφές: «Οι ψείρες! Είχαμε έναν κτηνίατρο στο Τάγμα που στέλνοντας στην γυναίκα του ένα δεματάκι, της έστειλε και ένα σπιρτόκουτο γεμάτο με ψείρες, για να της δείξει την ζωή του στην Αλβανία». Για τις μάχες ο κ. Παναγιώτης είναι περιληπτικός. Λιτός. Όπως και οι περισσότεροι που είχαν βρεθεί εκεί. Δυσάρεστες καταστάσεις, που το μυαλό αποφεύγει να ανασύρει. Δεν μπορεί όμως να ξεχάσει κάτι στο οποίο οι Έλληνες φαντάροι δεν ήταν συνηθισμένοι: οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί. «Όταν μας κήρυξε τον πόλεμο η Γερμανία, από την πρώτη μέρα οι Γερμανοί κατεβήκανε με τα «Στούκας» σωρηδόν και μας βομβαρδίζανε. Όπως καταλαβαίνεις τα βρήκαμε πολύ σκούρα».
Όμως υπήρχε και η καθημερινότητα. Πολλές φορές σκληρή και αδυσώπητη. «Η κουραμάνα από την βάση που ξεκινούσαν τα μουλάρια για να μας την φέρουν στο μέτωπο, γινόταν ψίχουλα και για να μας την δώσουν την μοιράζανε με κουτάλες. Πολλές φορές μέναμε όμως χωρίς καν αυτά τα ψίχουλα, όταν τα μουλάρια δεν μπορούσαν να φτάσουν τα σημεία που πολεμούσαμε. Ευτυχώς που στα λάφυρα που παίρναμε από τους Ιταλούς υπήρχαν πολλές κονσέρβες».
Όσο για τον εχθρό «Οι Ιταλοί δεν θέλανε πόλεμο. Έβλεπες τους αιχμαλώτους να είναι μεσ’ την χαρά. Δεν θέλανε τον φασισμό. Αυτοί που πολεμούσανε με μανία ήταν τα φασιστικά τάγματα, οι λεγόμενοι αλπινιστές. Οι υπόλοιποι όμως δεν θέλανε τον πόλεμο με τους Έλληνες και σε πρώτη ευκαιρία παραδίνονταν».
«Όταν βγήκε η εντολή για οπισθοχώρηση, στην αρχή γινόταν κανονικά και με τάξη. Μέχρι που συναντήσαμε μια μοτοσικλέτα με έναν Έλληνα και ένα Ιταλό αξιωματικό που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση και μας ειδοποίησαν να βιαστούμε γιατί θα μας έπιαναν οι Ιταλοί. Τότε έγινε το σώσε. Οι φαντάροι πετούσαν άτακτα τα όπλα τους και τρέχανε να περάσουν το ποτάμι (Αώος) για να φτάσουν στην Κόνιτσα. Από εκεί πήγαμε προς τα Γιάννενα, στο χωριό Κατσικά, όπου και παραδώσαμε τον οπλισμό μας. Βουνά ολόκληρα από όπλα. Εκεί ένας έφεδρος ανθυπολοχαγός, που ήταν ταμίας του συντάγματος, μας μάζεψε και μας μοίρασε το ταμείο που είχε. Εμένα με συμπαθούσε πολύ και μου λέει ότι οι αξιωματικοί φεύγουν για την Μέση Ανατολή και αν ήθελα να τον ακολουθήσω. Όμως εγώ ήμουν ερωτευμένος με μια κοπέλα από το χωριό μου και δεν τους ακολούθησα. Γύρισα στο χωριό μου με πολλά βάσανα και τελικά την παντρεύτηκα, κάναμε πέντε παιδιά και ζούμε, μετά από εξήντα χρόνια, ακόμη μαζί».
Εδώ κάπου η διήγηση του κυρίου Παναγιώτη για την συμμετοχή του στον πόλεμο του ’40 τελειώνει. Τον αφήνω με την κα Όλγα «την αγάπη μου» όπως μου λέει, σίγουρος ότι η ζωή του πλέον είναι πλήρης, ανάμεσα σε παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα.
Γιώργος Συληγαρδάκης
syligardakisg@yahoo.gr