Τους χειμερινούς μήνες, όταν τα χελιδόνια απουσιάζουν λόγω μετανάστευσης σε χώρες με κλιματολογικές συνθήκες αντίστοιχες με την άνοιξη και το καλοκαίρι, δίνουν τη θέση τους σε άλλους φτερωτούς επισκέπτες. Στους σπάνιους βιότοπους του Νομού μας, στο δέλτα του Νέστου, στο Πόρτο – Λάγος, ξεχειμωνιάζουν πολλές κατηγορίες από μεγαλόσωμα σε σχέση με τα χελιδόνια πουλιά. Ερωδιοί, πάπιες, χήνες, πελεκάνοι κ. α.
Οι μέρες που διανύουμε, οι συγγραφείς παιδικών παραμυθιών, διηγημάτων έδωσαν στις χήνες έκφραση, έμφαση. Ξεχωριστή θέση στις καρδιές των παιδιών, τα όνειρα, τις επιθυμίες τους έχουν οι χήνες. Έτσι τις βλέπουμε στην τηλεόραση ή τον κινηματογράφο να πετάνε πάνω από βουνά και θάλασσες έχοντας στην πλάτη τους χαρούμενα παιδιά, φωτισμένα προσωπάκια, ανοιχτές αγκαλιές. Από τη μια άκρη της Γης μέχρι την άλλη οι χήνες με τα παιδιά όλου του κόσμου μιλάνε μια άλλη γλώσσα, την οποία εμείς οι μεγάλοι αδυνατούμε να καταλάβουμε.
Ίσως γιατί, η λέξη αθωότητα έγινε ξένη για μας. Ίσως γιατί, το λευκό της ψυχής το χρώμα, το αποβάλαμε από το χρωματολόγιο. Ίσως γιατί, ο γυάλινος κόσμος που μας περιβάλλει, αποτρέπει οτιδήποτε φυσικό, ωραίο, αληθινό, μεγαλειώδες. Κάνουμε προσπάθειες να υποκαταστήσουμε τα πάντα μέσα από την τεχνολογία και τα τεχνολογικά προϊόντα. Μάταιος κόπος. Άν κάτι δεν είναι αληθινό, δεν μπορεί να είναι ωραίο, να δώσει υπόσταση, νόημα, έκφραση.
Έτσι, δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα, όπως μας περιέγραψε ο Κώστας Βάρναλης, είμαστε τυχεροί αν φτερουγίσουμε έστω τις μέρες αυτές με τα μάτια των μικρών παιδιών, κοντά στις χήνες, στα ταξίδια τους, στους καταυλισμούς τους, που δεν είναι άλλοι από τους βιότοπους κυριολεκτικά, την ψυχική ευφορία μεταφορικά. Οι χήνες είναι οι εφεδρείες του Άη – Βασίλη, όταν συμβεί να πάθουν κάτι οι τάρανδοι ή τα ελάφια και δεν μπορούν να τον μεταφέρουν στο μεγάλο του ταξίδι. Οι χήνες είναι οι γιατρίνες, οι νοσηλεύτριες, οι γιατροί, οι νοσηλευτές, οι οδηγοί των ασθενοφόρων, οι συνοδοί των ασθενών, όσον καιρό τους συνοδεύει ο πόνος. Απλώνουν στοργικά τα μεγάλα τους άσπρα φτερά, φιλάνε το πονεμένο μέρος του σώματος, να γιάνει.
Άσπρα φτερά, άσπρες μπλούζες, άσπρα σεντόνια χειρουργείων, άσπρα καράβια τα όνειρά μας, όπως τραγούδησε ο Μιχάλης Βιολάρης, όταν τα τραγούδια ακόμα είχαν κάτι να μας πούνε, μηνύματα να μας μεταφέρουν. Απεραντοσύνη του λευκού. Καλοσύνη. Ουράνια γαλήνη σε φουρτουνιασμένες θάλασσες, ανθρώπους χειμαζόμενους όπως ο λαός μας τα τελευταία χρόνια.
Στα μάτια που βυθίζονται από τις κακουχίες, τις στερήσεις, την ανέχεια μέσα στις κόγχες, φτερουγίζει μια άσπρη χήνα, παραδίνοντας στα παγωμένα χέρια το υπερπολύτιμο συσσίτιο. Η ίδια χήνα στη συνέχεια πετάει μακριά, να συντροφέψει τον νταλικιέρη που οδηγεί ασταμάτητα, που κατέβηκε να βάλει αλυσίδες στις ρόδες του αυτοκινήτου λόγω του πάγου, ή του χιονιά. Όταν δει το αυτοκίνητο έτοιμο να συνεχίσει, φτερουγίζει ξανά και ξανά. Πετάει κοντά στους φυλακισμένους, τους σκληρά δοκιμαζόμενους από την όποια δοκιμασία, τους ανελέητα δαρμένους.
Αυτές τις επιλογές της κάθε χήνας, που σπεύδει αγόγγυστα όπου εκδηλώνεται θλίψη και οδυρμός από την όποια αιτία, όσο μακριά και να’ ναι, την οποιαδήποτε στιγμή, ύμνησε η παιδική φαντασία. Της έδωσε ξεχωριστή θέση, δίπλα σε κάποιον άγγελο, στη δική μας πίστη. Μια χήνα πιθανότατα συνόδευε τον Οδυσσέα στα δέκα χρόνια των περιπλανήσεών του μετά τον τρωικό πόλεμο, μέχρι που έφτασε στην Ιθάκη.
Καμιά όμως χήνα, από όλο το ζωικά βασίλειο δεν δέχτηκε να συνοδεύσει, έστω και για μια στιγμή, τους τροϊκανούς και την τρόϊκα.
Στέλιος Αρσενίου