Ο προβληματισμός μου ξεκίνησε για πλάκα. Σε μια βόλτα με τον οκτώ μηνών γιο μου στο χώρο των ενοποιημένων πλατειών της πόλης (φαντασιωνόμουν ότι με καταλάβαινε και) του μιλούσα για κάθε μνημείο που συναντούσαμε. Σταματώντας μπροστά στον ανδριάντα του Ελευθέριου Βενιζέλου του μίλησα για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Συνθήκη της Λωζάνης. Αυτός έδειχνε να με αγνοεί και χάζευε τα πλατανόφυλλα τριγύρω. Στον ανδριάντα του Κωνσταντίνου Καραμανλή του μίλησα για την κυβέρνηση εθνικής ενότητας μετά την πτώση της Χούντας. Αυτός πάλι με αγνοούσε, φωνάζοντας στον σκύλο που κοιμόταν δίπλα στον ανδριάντα.Φτάνοντας μπροστά στις προτομές τα βρήκα σκούρα. “Πάλι για πόλεμο θα πρέπει να του μιλήσω;”. Πήρα μια βαθιά ανάσα. Του μίλησα για το αλβανικό μέτωπο του ‘41 και τους Ευάγγελο Στογιαννίδη και Κωνσταντίνο Τριανταφυλλίδη, ξανθιώτες που σκοτώθηκαν πολεμώντας τα φασιστικά στρατεύματα. Ο μικρός ψιθύριζε κάτι ακαταλαβίστικα.
Στην τρίτη προτομή, του λοχαγού Μιχαήλ Βόγδου, πάγωσα. Διότι πάνω της γράφει “έπεσε στο Γράμμο, στις 10-8-1949”. Δεν το είχα παρατηρήσει μέχρι τότε. Ο μικρός με κοίταζε κατάματα, περιμένοντας να συνεχίσω την αλλόκοτη μου αφήγηση – συνειδητοποίησα ότι τόση ώρα με παρακολουθούσε.
Αλλά τι να του πω; Ότι μπροστά μας υπάρχει μνημείο για έναν λοχαγό του εμφυλίου; Ενός πολέμου στον οποίο και στις δύο πλευρές υπήρχανε ξανθιώτες; Ότι επιλέγουμε να θυμόμαστε τις στιγμές που αλληλοσκοτωθήκαμε;
Για καλή μου τύχη, εκείνη τη στιγμή περνούσε ένας κύριος με μπαλόνια ηλίου. Του αγόρασα ένα, το κράτησε ενθουσιασμένος, κράτησα κι εγώ τη σιωπή μου και προχωρήσαμε προς την παιδική χαρά.
Το βράδυ στο σπίτι, ο προβληματισμός μου είχε πλέον σοβαρέψει. Εντάξει, ο Μιχαήλ Βόγδος σκοτώθηκε εκτελώντας το καθήκον του, πιθανότατα πίστευε βαθιά σε αυτό και η στάση του μπορεί να θεωρείται άξια λόγου, τουλάχιστον για τους “νικητές” του εμφυλίου. Αλλά πραγματικά, αυτή η πόλη δεν έχει αναδείξει κανέναν και καμία με πιο αξιομνημόνευτη προσφορά;
Γιατί να μην επιλέξουμε να φτιάξουμε μια προτομή για τον ξανθιώτη Θωμά Εξάρχου, έναν άνθρωπο των γραμμάτων και πραγματικό ευεργέτη της Ξάνθης, με δεκάδες μελέτες για την ιστορία της πόλης; Γιατί να μην φτιάξουμε για την ξανθιώτισσα Μέλπω Μερλιέ, τη μουσικολόγο και λαογράφο που οργάνωσε το ιστορικότερο και αρχαιότερο κέντρο μελέτης της παραδοσιακής μας μουσικής, μικρασιάτικης, ποντιακής, βυζαντινής, και ρεμπέτικης; Ή μήπως θα πρέπει να επιχειρηματολογήσουμε για μια προτομή του Μάνου Χατζηδάκι;
Δεν τρέφω αυταπάτες, ξέρω γιατί. Γιατί υπάρχουν προτομές και προτιμήσεις. Και δεν είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξος ότι οι προτιμήσεις αυτές πρόκειται σύντομα να αλλάξουν. Αν όμως διαψευσθώ και αλλάξουν, είμαι σίγουρος ότι σε αυτό ο γιος μου θα πρωτοστατήσει. Και μια μέρα θα δούμε στην κεντρική πλατεία ανδριάντα για τον άνθρωπο που έδινε χαρά στα παιδιά της πόλης.
Για τον κύριο με τα μπαλόνια.