Του Θανάση Μουσόπουλου
Eric Hobsbawm, στον 20ο αιώνα «πολιτική και οικονομία συγχωνεύθηκαν».
Όλα τα επίπεδα της πραγματικότητας ακολούθησαν και εξακολουθούν τούτη τη συγχώνευση, με αποτέλεσμα σχεδόν τα πάντα (ο πολιτισμός όλων των μορφών, η κοινωνική οργάνωση, η λειτουργία των θεσμών) να βρίσκονται κάτω από την ομπρέλα των οικονομικών παραμέτρων και της πολιτικής εξουσίας που συνάδει μ’ αυτά.
Πώς, λοιπόν, εισπράττει ο άνθρωπος της εποχής μας αυτή την εξάρτηση των πάντων από το κέρδος; Για να προκύπτει κέρδος πάση θυσία, υπάρχει περιορισμός των «παροχών» του κράτους προς τους πολίτες. Κι αν στο δέκατο ένατο αιώνα, μετά τη γαλλική επανάσταση, και αργότερα μετά τη βιομηχανική επανάσταση, με τους λαϊκούς αγώνες, οι μη προνομιούχες τάξεις κέρδισαν το «κράτος πρόνοιας» που περιλάμβανε διάφορες παροχές σε υγεία, παιδεία, ασφάλιση, στις μέρες μας ο περιορισμός του κέρδους των προνομιούχων (η λεγόμενη «κρίση») συνεπάγεται τον περιορισμό των κοινωνικών παροχών αυτών. Με την πανδημία η «κρίση» διαφοροποιείται ή επεκτείνεται.
Αν δεχόμαστε, συνεπώς, την αναγκαιότητα της κοινωνίας, αν αποδεχόμαστε τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις κλασικές ελευθερίες ως εγγενές στοιχείο του ανθρώπου στην ιστορική εποχή και στην εποχή μας, οφείλουμε να προβληματιστούμε και να παλέψουμε για τη διεύρυνση και εμπέδωσή τους. Ας δεχτούμε ότι στην ανθρώπινη κοινωνία, απέναντι στα δικαιώματα βρίσκονται οι υποχρεώσεις ανθρώπου προς άνθρωπο.
Αναμφίβολα, η κοινωνία δεν είναι ενιαία, υπάρχουν ομάδες με διαφορετικά συμφέροντα. Το ζητούμενο είναι η αρμονική συνύπαρξη και συν–λειτουργία των ανθρώπων. Να αποβάλει ο άνθρωπος τα περιττά και να διατηρήσει αυτά που πιστοποιούν την ανθρώπινη ουσία.
Ο καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, Σάββας Ρομπόλης, στην εκδήλωση που έγινε στη Θεσσαλονίκη για την παρουσίαση του βιβλίου του με τίτλο «Οικονομική κρίση και κοινωνικό κράτος», έκανε λόγο για «μετάλλαξη» του κοινωνικού κράτους, που είναι και υπό την επήρεια θεωρητικών και επιστημονικών επιλογών όσων ήθελαν το κοινωνικό κράτος να αποκτήσει περισσότερο ατομική ευθύνη του κάθε εργαζόμενου παρά συλλογική ευθύνη της κοινωνίας.
«Δυστυχώς, το κοινωνικό κράτος θα είναι ανέκδοτο, διότι η κρίση, κατά την άποψή μου, δεν ξεπερνιέται», υπογράμμισε ο ομότιμος καθηγητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου, Ζήσης Παπαδημητρίου, και πρόσθεσε: «Το χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει καθυποτάξει την πραγματική οικονομία αλλά και την πολιτική, η οποία δεν έχει πολλές δυνατότητες να παρέμβει. Δεν θα έχουμε, και παρά την υπέρβαση της κρίσης, εάν υπάρξει, μια επανεμφάνιση του κοινωνικού κράτους. Αντίθετα θα έχουμε έναν εντελώς διαφορετικό καπιταλισμό, ο οποίος θα είναι κτηνώδης και πολύ φοβάμαι ότι προετοιμάζει ήδη και την «πέμπτη φάλαγγα» σε περίπτωση αποτυχίας να τη χρησιμοποιήσει, εννοώ τα νέα φαινόμενα νεορατσισμού κλπ. Δεν πιστεύω ότι θα υπάρξει επανάκαμψη ή αναζωογόνηση του κοινωνικού κράτους, όπως αυτό το γνωρίσαμε, ιδιαίτερα στις αναπτυγμένες βιομηχανικά χώρες του δυτικού κόσμου στην μεταπολεμική περίοδο».
«Η κρίση του κοινωνικού κράτους έχει ξεκινήσει από πολύ νωρίς», παρατήρησε η καθηγήτρια του ΑΠΘ, Λίλα Αντωνοπούλου. «Από το 1980 άρχισε η υπονόμευση του κοινωνικού κράτους και πιστεύω ότι διάγουμε μια περίοδο μετάβασης από έναν καπιταλισμό που ξέραμε σε έναν καπιταλισμό που δεν ξέρουμε πού θα μας πάει. Μια νέα μορφή οικονομικού συστήματος. Πολλές φορές μου θυμίζει την περίοδο μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, που οι αιώνες ανάμεσα ήταν σαν να κρέμονται στην Ιστορία. Δεν ξέρουμε πού θα μας οδηγήσει. Φως βλέπω στη γνώση. Μια μεταρρύθμιση της γνώσης, αυτό θα μας σώσει», επισήμανε.
Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η «κρίση» παλιότερα και η «πανδημία» στις μέρες μας αποτελούν μιας πρώτης τάξης ευκαιρία ή και πρόφαση για τον περιορισμό ή την κατάρρευση του κράτους πρόνοιας, ή καλύτερα του κράτους που αποδέχεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις κλασικές ελευθερίες ως εγγενές στοιχείο του ανθρώπου.
Ο Βασίλης Πεντάρης στο άρθρο του «Νεοφιλελευθερισμός και Δημοκρατία» (Χανιώτικα Νέα, 2021) καταλήγει:
«Σήμερα, ο νεοφιλελευθερισμός “ξηλώνει” μόνο τις κατακτήσεις της εργασίας, για να μείνει κυρίαρχο μόνο το συμφέρον του κεφαλαίου. Θέλει να σαρώσει ότι έχει απομείνει στο κοινωνικό κράτος. Πιστεύει ότι “παίζει” χωρίς αντίπαλο και δεν χρειάζεται πια κανένα κοινωνικό κράτος και καμιά συναίνεση εργασίας και κεφαλαίου. […] Όταν ένας λαός λιμοκτονεί τότε καμιά Δημοκρατία δεν έχει μέλλον. Όταν εγκαταλείπονται οι κοινωνικές υπηρεσίες και το κοινωνικό κράτος και οικοδομείται η κοινωνία των 2/3 όπως ήθελε η Θάτσερ και το υπόλοιπο1/3 ας αποδημήσει εις… κύριον, τότε καμιά Δημοκρατία δεν μπορεί να σταθεί! Το καθεστώς λοιπόν του νεοφιλελευθερισμού είναι ασύμβατο με την Δημοκρατία».