«…αγάπησα τους δρόμους τους εδώ, αυτές τις κολόνες·
κι ας γεννήθηκα στην άλλη ακρογιαλιά κοντά
σε βούρλα και σε καλάμια νησιά…»
Γιώργος Σεφέρης
Πώς να τιμήσει κανείς μια επέτειο; Τι να πει, τι να σκεφτεί, τι να κάνει; Κι όταν περάσει ακόμα μία επετειακή ημερομηνία, πώς να συνεχίσει (συχνά-πυκνά) να δηλώνει τρίτης γενιάς πρόσφυγας και τι να γράψει;
Άλλωστε ό,τι γράφουμε, δεν το γράφουμε μόνοι μας. Γενικά δεν είμαστε μόνοι μας. Κάθε φορά που έχω μπροστά μου ένα πιάτο βαρένικα, κάθε φορά που χορεύω ένα «τικ», κάθε φορά που κάθομαι απλά και «νουνίζω», ζωντανεύουν ξανά και ξανά μαζί μου πρόγονοι από τον Πόντο.
Ακόμα κι αν, ως ζωντανή παρουσία, οι πρόσφυγες γιαγιάδες και παππούδες μας έχουν φύγει από κοντά μας, η κληρονομιά τους είναι εδώ. Μέσα από την επιμονή, την υπομονή και την εξυπνάδα των παππούδων και των γονιών μας, ξαναζωντανεύουν προηγούμενες γενιές ανθρώπων. Ανθρώπων που αναγκάστηκαν πολλές φορές (λες και δεν έφτανε η μία) να αφήσουν το σπίτι τους όπως-όπως και να φύγουν. Να ξαναρχίσουν τη ζωή τους από το μηδέν, χωρίς τίποτα κυριολεκτικά! Να πεινάσουν, να θάψουν τους νεκρούς τους, να σκουπίσουν τα δάκρυά τους και να προχωρήσουν.
Ποιο ένστικτο αυτοσυντήρησης και προκοπής, ποια πίστη τους έδινε τόσο κουράγιο;
Οι απορίες αυτές δεν είναι θεωρητικές, δεν προέκυψαν από διαβάσματα και μεγαλόσχημα ιστορικά γεγονότα. Αποτελούν γέννημα της προσωπικής εμπειρίας τού να μεγαλώνεις και να έχεις δίπλα σου μια γιαγιά πρόσφυγα από τον Πόντο.
Αυτήν που δεν έπαψε ποτέ να θυμάται, να περιγράφει και να αναπολεί την «πατρίδα».
Αυτήν που πάντα έδινε τη μεγαλύτερη ευχή της, την τόσο επίκαιρη δυστυχώς: «Παιδιά μου, ποτέ να μη δείτε πόλεμο»…
Αυτήν που δεν έλεγε παραμύθια, αλλά ιστορίες από τη ζωή της, με την ασύγκριτη αφήγηση του απλού ανθρώπου.
Τι απ’ όλα αυτά να προσπαθήσεις να μεταδώσεις στα νέα παιδιά και πώς; Όταν μάλιστα πια τα δισέγγονα των προσφύγων δεν έχουν γνωρίσει προσωπικά τους πρόσφυγες προγόνους τους; Ή όταν δε δέχονται εύκολα να κοιτάξουν πίσω, σε δύσκολες, μαύρες σελίδες της ιστορίας, με την ορμή της ζωής που κοιτάει πάντα προς τα εμπρός;
Πώς τελικά οι ιστορίες, τα φαγητά, οι άνθρωποι, τα τραγούδια, οι συλλογικές και προσωπικές μνήμες διαμορφώνουν σήμερα την τέταρτη γενιά προσφύγων του 1922, είτε από τον Πόντο είτε από την υπόλοιπη Μικρασία και τη Θράκη;
Η ζωή προχωράει και δε γυρίζει πίσω, όπως το ποτάμι. Έρχεται όμως μια μέρα που ένα παιδί 7 ετών σε αποσβολώνει λέγοντας: «Μαμά, ξέρεις πώς είναι η ζωή των μεγάλων; Μαμά – γιαγιά – θρύλος! Πρώτα γίνεσαι μαμά, μετά γιαγιά κι όταν πεθαίνεις, γίνεσαι θρύλος».
Θα είναι πάντα ζωντανές η μνήμη και η κληρονομιά ζωής αυτών των ανθρώπων, που μάτωσαν, ήρθαν ως πρόσφυγες και έπαιξαν τον ρόλο τους στη διαμόρφωση τη δική μας, στη διαμόρφωση του τόπου όπου ζούμε σήμερα, στη διαμόρφωση του γεφυριού που μας ενώνει με το παρελθόν αλλά και το μέλλον. Σαν το γεφύρι της παρακάτω ποντιακής παροιμίας:
«Εγώ γεφύρ’ θα ίνουμαι, κι εσύ δάβα από πάν’ ιμ’ (Εγώ γέφυρα θα γίνω κι εσύ πέρνα από πάνω μου)».
Νατάσα Μιχαηλίδου, τρίτης γενιάς πρόσφυγας από το Χορτοκόπι Τραπεζούντας