Φοίβος Ιωσήφ
Η αξία της ξυλείας καθορίζεται με την μονάδα μέτρησης του κυβικού. Τόσα κυβικά μέτρα στοιχίζουν τόσες χιλιάδες ευρώ. Γνωστά πράγματα από την αρχαιότητα ακόμα. Μπορεί όμως ένα σανίδι μήκους εξήντα εκατοστών και πλάτους δεκαπέντε να στοιχίζει ένα ποτάμι δάκρυα και μια απέραντη ψυχική συγκίνηση; Τι λέτε, μπορεί; Ναι, μπορεί και τα καταφέρνει μια χαρά να βάλει την καρδιά να τροχιοδρομεί με τους πιο γρήγορους παλμούς και τα πιο έντονα ανεβοκατεβάσματα.
Και σκέψου, αυτή την ξεχωριστή ψυχική ευεργεσία να σου την χαρίζει ένας απλός κουρέας, ένας σύγχρονος άλτης χρόνου και αναμνήσεων. Σε μένα την χάρισε ο εκ γενετής κουρέας μου Γιάννης Γκουζούνης. Με κουρεύει από ηλικίας είκοσι μηνών και εντεύθεν. Αδιάλειπτα, πλήν της εποχής της στρατιωτικής μου θητείας. Φαντασθείτε ένα μωρό μικρότερο των δύο ετών να το πηγαίνει η Μάνα του στον κουρέα. Η πολυθρόνα του κουρείου του Βαγγέλη Κολιτσίδα ήταν φτιαγμένη για να κάθονται ενήλικες, ένα παιδί χανόταν μέσα στο μέγεθος ενός τέτοιου καθίσματος. Παλλικαρόπουλο 15 χρονών, βοηθός του Μάστορα κουρέα ήταν ο Γιάννης Γκουζούνης. Εμάς τους μικρούς πελάτες μας κούρευε ο βοηθός, το αφεντικό ήταν για τα πιο σοβαρά κουρέματα.
Τα χρόνια πέρασαν, ο χρόνος έκανε την δουλειά του και όταν ο κυρ Βαγγέλης αποχώρισε στους ουρανούς, το κεντρικό ψαλίδι ανέλαβε ο Γιάννης Γκουζούνης.
Η ηλικία μου χάρισε ταυτόχρονα και το μπόϊ, κι έτσι καθόμουν μετά τα πέντε κι εγώ κανονικά στην πολυθρόνα σαν μεγάλος και καμάρωνα. Ο Γιάννης με κούρευε με περίσσια τέχνη και φροντίδα, το μόνο που έλλειπε πλέον ήταν το σανίδι των εξήντα εκατοστών. Το είχα ξεχάσει, δεν ήταν δα και κάτι σπουδαίο σαν ένα γλυπτό ή ένας πίνακας ζωγραφικής, ένα σανίδι ήταν.
Οι δεκαετίες άρχισαν να κουτρουβαλάνε σαν την πέτρα που παίρνει την κατηφόρα από ψηλά και σταματημό δεν έχει. Το μωρό έχει νεανίας και ύστερα έφηβος. Δεν αρκέστηκε στην εφηβεία με το χνουδωτό μουστάκι, τράβηξε άμυαλα με ορμή στην νεότητα και τον ανδρισμό, στο μακρύ παντελόνι και στην κολώνια Fougere. Μετά ήρθαν τα παρτάκια, τα κορτάκια, τα κοριτσάκια και κανά βράδυ η ταβερνούλα. Ασυλλόγιστος νέος, κανένα μέτρημα στους μήνες και τα χρόνια που αθόρυβα και ύπουλα κυλούσαν σαν το νερό κάτω από το χαλί και σάπιζαν το ξύλινο δάπεδο των ηλικιών. Ο Γιάννης εκεί, πιστός στο ψαλίδι που του εμπιστεύθηκε ο κυρ-Βαγγέλης , κι εμείς πιστοί στα αριστεία της επιδεξιότητας του Γιάννη Γκουζούνη και στο ραντεβού μας σχεδόν κάθε δύο μήνες. Το σανίδι της μικρής μου νεότητας ξεχάστηκε σε κάποιο σκοτεινό αποθηκάκι του κουρείου και οι μέρες του χειμώνα θύμισαν στον Γιάννη την ηλικία του τώρα πια στα ογδόντα πέντε του.
Προχθές ήταν η τελευταία φορά που επισκέφτηκα το κουρείο βωμό και τον αρχιερέα κουρέα του. Απάνω στην κουρά μου μίλησε ο φίλος Γιάννης και μέντορας παραδόσεων και πείρας. «Φοίβο, άκουσέ με σε παρακαλώ, έφτασα τα ογδόντα πέντε πια, μπορεί να πεθάνω, οι κόρες μου πιθανόν να μην ξέρουν να εκτιμήσουν τα υπάρχοντα του κουρείου. Πάρε λοιπόν αυτό μαυρισμένο σανίδι, είναι το ξύλο που σε πρωτοκούρεψα πριν εβδομήντα χρόνια.»
Τράβηξε το ξύλο από κάπου δίπλα και μου το παρουσίασε. Ο λογάριθμος του μυαλού μου μέσα σε πέντε δευτερόλεπτα αναποδογύρισε εφτά δεκαετίες ζωής και σκέψης. Σταμάτησε στο σωτήριο έτος δύο της ζωής μου. Αναλογισμός πράξεων και αριθμού συναισθημάτων όλης της διαδρομής μου.
Ναι, αυτός είναι ο Γιάννης Γκουζούνης, ο απλός κουρέας με την γιγάντια μνήμη, ευαισθησία και ψυχή. Αυτό το σανίδι για μένα έχει την αξία ενός ολόκληρου δάσους, την αξία του Μέλανα δρυμού, έχει την αξία δέκα δασαρχείων. Σκέπτομαι να προσλάβω δασάρχη να το διαφεντέψει.
Κάτι άνθρωποι σαν τον Γιάννη Γκουζούνη κοσμούν τις κοινωνίες, τις φιλίες, τις μνήμες, τις συγκινήσεις και εξακοντίζουν τα μεγέθη των ψυχών.
Μαζί πορευτήκαμε Γιάννη, συγχώρα με σε παρακαλώ που μια ολόκληρη ζωή δεν είχα πάρει την μεζούρα να μετρήσω τα ογκώδη υπερμεγέθη σου. Σε ευχαριστώ που με τίμησες τόσα χρόνια με την μνήμη σου και την φιλία σου. Σε ευχαριστώ!! Πρώτη φορά στη ζωή μου πήρα ένα τέτοιο πανάκριβο δώρο.