Πίεση είναι ένα φαντασματάκι που νομίζεις ότι πιάνει χώρο επειδή μπορεί και σε κυνηγάει. Σαν φάντασμα που είναι, ακολουθεί ημερήσιο πρόγραμμα αρπακτικού θηρευτή, λειτουργεί καλύτερα στο σκοτάδι κι όταν ξεμοναχιάσει το θύμα του. Σε βρήκε μόνο; Αλίμονο σου, τρέχα να βρεις καταφύγιο. Κι εσύ, όπως ακριβώς σχεδίασε το φαντασματάκι, πας και κρύβεσαι λαχανιασμένος στο στοιχειωμένο του σπίτι με τις πόρτες που τρίζουν. Τώρα σε στρίμωξε για τα καλά.
Τα φαντάσματα μπορούν να στοιχειώσουν διάφορα μέρη. Γκρεμόσπιτα με κεράκια που κανείς δεν ξέρει πώς ανάψαν και τρεμοπαίζουν, όπου τοίχοι και δύσμορφοι άνθρωποι που φωτίζονται και σκοτίζονται, σε δρόμους που δεν τους περπατάει μόνος του κανείς. Υπάρχουν χωρίς χρόνο, γι’ αυτό και λέμε για φαντάσματα του παρελθόντος, αλλά συχνά μας τυραννάνε και εκείνα του μέλλοντος: εγώ σε πέντε χρόνια, εμείς σε δέκα. Αν ποτέ σε πάρει στο κατόπι ένα φάντασμα, δοκίμασε να κοντοσταθείς, να δούμε τι θα γίνει αν θα σε πιάσει. Γιατί το βρίσκω πολύ ύποπτο, αυτό που μας κυνηγάνε συνεχώς, κι ενώ είναι υποτίθεται υπερφυσικά, ποτέ δεν μας πιάνουν. Μεγαλύτερη ζημιά φαίνεται να κάνουμε στον εαυτό μας εμείς, που τρέχουμε και βρίσκουμε καταφύγιο στη ζοφερή φωλιά τους.
Αν βρεθείς ποτέ με το φάντασμα να ορμάει κατά πάνω σου, με μακρόσυρτες φρικτές κραυγές, θυμήσου πως είναι άυλο, είναι μόνο αέρας κοπανιστός. Θα περάσει από μέσα σου. Υπάρχει κι αυτή η θεωρία, ότι τα φαντάσματα είναι ψυχούλες που δεν τόλμησαν να πεθάνουν. Φόβο φάγανε, απέτυχαν και φόβο πάνε να ταΐσουν, μήπως και τους χαριστεί ένας άξιος θάνατος. Για μια στιγμή σε κάνουν να πιστεύεις ότι ζεις σε εφιάλτη κι ότι τα πόδια σου είναι από τσιμέντο. Σε τρομοκρατούν, ζυγώνουν απειλητικά γύρω σου, μερικές φορές σε ομάδες, ένας όχλος ολόκληρος, άθλιος κι απαίσιος.
Η φυσική λέει ότι πίεση δεν είναι παρά αέρας που πατιέται σε μια επιφάνεια – αέρας κοπανιστός, όντως. Ξεθαρρεύεις απέναντι στην πίεση άμα δεν είσαι επιφανειακός καμιά φορά. Τεντώνεις το χέρι σου στον αέρα, στο σεντόνι με τρύπες που χορεύει μπροστά σου, δήθεν να σε τρομάξει. Και το χέρι σου περνάει από μέσα του. Κοίτα το εκεί που θα ‘πρεπε να έχει μάτια κι ανακοίνωσέ του την ήττα του τρόμου: Την έβαψες, φαντασματάκι.
Ακόμη και να βρίσκεσαι μέσα στο σπίτι μου, ακόμη κι αν τρέμω μόνο που σ’ ακούω, όσες αλυσίδες και να σύρεις κι όση απόκοσμη μουσική κι αν παίξεις, δεν φοβάμαι. Αν είναι να υποφέρω, ας είναι από κάτι που μπορεί να με πειράξει. Αυτό είσαι, βρώμικος αέρας με σχήμα και φωνή που πατάει τους ανθρώπους – πάτα όσο θες. Τι να φοβηθώ πια; Τα φώτα ανάψανε. Το μυστικό είναι στ’ αλήθεια μεγάλο κι αποτρόπαιο.
Φαντάσματα δεν υπάρχουν.
ΥΓ. Η λέξη πίεση και τα ομόρριζα της τυπώθηκαν 61 φορές στις σελίδες του ΕΜΠΡΟΣ την περασμένη εβδομάδα. Δεν γνωρίζαμε ότι ασχολούμαστε τόσο πολύ με το μεταφυσικό.
Στη στήλη αυτή, ο Γιώργος Μελίτος βρίσκει τις δημοφιλέστερες λέξεις της εβδομάδας στις σελίδες του “Ε” και ψάχνει το «άλλο» νόημα πίσω όσα αποτυπώνει η καθημερινή αρθρογραφία.