Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ – παρελθόν, παρόν και μέλλον
Του Θανάση Μουσόπουλου
Ειλικρινά, έχω βαρεθεί να ακούω μια ζωή για ανάπτυξη, για υπανάπτυξη και τα παράγωγά τους. Όταν ήμουν μικρός, στα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια, άκουγα πως δεν είχα κανονική ανάπτυξη – τότε δεν μετρούσαν τις θερμίδες, ούτε φαίνεται υπήρχε ακόμη η καμπύλη ανάπτυξης των παιδιών. Στο σχολείο, στην έκθεση ιδεών, όλο μιλούσαμε για την ανάπτυξη. Βέβαια, για τη Θράκη άκουγα πως δεν είχε ακόμη ανάπτυξη. Μετά για την Ελλάδα, το ίδιο. Αργότερα, στη Χούντα μας πέθαναν στην … ανάπτυξη. Αλλά και στη Μεταπολίτευση οι πολιτικοί συναγωνίζονταν ποιος θα φέρει ανάπτυξη. Όλες τις δεκαετίες που ακολούθησαν στόχος διηνεκής η ανάπτυξη. Κάθε κόμμα, κάθε υπουργός, και μία ανάπτυξη…
Στο Πανεπιστήμιο, στο τμήμα μου Φιλοσοφίας, Ψυχολογίας και Παιδαγωγικής, με τον αγαπητό μου καθηγητή Ψυχολογίας Λάμπρο Χουσιάδα και τις και τους συνεργάτες του μελετήσαμε την Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Στη Φιλοσοφία, ο εκλεκτός καθηγητής Γιώργος Μουρέλος, μας έμαθε ότι δεν πρέπει να λέμε «υπανάπτυκτοι λαοί», αλλά λαοί που βρίσκονται σε άλλη φάση ανάπτυξης. Τότε μπήκε κάπως το νερό στο αυλάκι. Κατάλαβα πια τι περίπλοκο θέμα είναι η ανάπτυξη. Ασχολούμενος μάλιστα στη συνέχεια με την τέχνη και τον πολιτισμό, κατανόησα ότι η ανάπτυξη δεν είναι μονοσήμαντο γεγονός. Μ’ άλλα λόγια, είναι γινόμενο και όχι άθροισμα.
Απαραίτητα, μιλώντας στις μέρες μας για την ανάπτυξη, οφείλουμε να λάβουμε υπόψη μας και την παγκοσμιοποίηση – πράγμα που περιπλέκει περισσότερο τα πράγματα.
Σε προηγούμενα άρθρα αυτής της σειράς σημείωσα: «Επαναλαμβάνω πως δεν κατέχω την ιδιότητα ούτε του πολιτικού επιστήμονα ούτε του νομικού. Για τούτο με πολλή προσοχή κατά καιρούς, έχοντας υπόψη φιλοσοφικές και ιστορικές προσεγγίσεις, καταπιάνομαι με θέματα πολιτικά και νομικά». Να προσθέσω ότι δεν έχω επαρκείς γνώσεις σε θέματα κοινωνιολογίας και οικονομίας. Αυτό δε μου στερεί τη δυνατότητα ή τη βαθύτερη ανάγκη να προσεγγίζω σχετικά θέματα.
*
Θέλοντας να μιλήσω για την ανάπτυξη επικαλούμαι βιβλία του νομικού, οικονομολόγου και κοινωνιολόγου Βασίλη Φίλια (1927 – 2018) που πρόσφατα χάσαμε. Έστω το άρθρο μου τούτο μνημόσυνο τιμής και προσωπικής μου οφειλής. Οι δύο τόμοι «Κοινωνικά Συστήματα» (1978 και 1980) με βοήθησαν ουσιαστικά, νέο ακόμη, στο δρόμο του πολιτικού προβληματισμού και στην κατανόηση βασικών εννοιών.
Στον πρώτο τόμο ο Β. Φίλιας εξετάζει τον Ασιατικό τρόπο παραγωγής και τους νομάδες, στη συνέχεια την Πόλη – κράτος, το Φεουδαρχικό σύστημα και τη Διαδικασία μετάβασης και την Καπιταλιστική ολοκλήρωση. Στον δεύτερο τόμο παρουσιάζονται (α) οι Ιδεολογικο – Κοινωνικές απόψεις της Καπιταλιστικής ανέλιξης και (β) οι Ουτοπιστές σοσιαλιστές και ο Καρλ Μαρξ.
Ας σημειώσουμε, συνεπώς, κάποια στοιχεία ιστορικής υφής.
Σχηματικά έχουμε τα εξής Κοινωνικά και Οικονομικά συστήματα:
1. Το Δουλοκτητικό Σύστημα
2. Το Φεουδαρχικό σύστημα
3. Το Καπιταλιστικό σύστημα ή οικονομία της αγοράς
4. Το Σοσιαλιστικό σύστημα ή σχεδιασμένη οικονομία
Τα βασικά χαρακτηριστικά κάθε συστήματος:
- Στο δουλοκτητικό σύστημα, ο άνθρωπος είναι ιδιοκτησία, τα μέσα παραγωγής (γη, εργαλεία, άνθρωποι-δούλοι) ανήκουν σε ιδιώτες ή στο κράτος
- Στη φεουδαρχία (επικράτησε στη Δυτική Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα), υπάρχει πλέγμα σχέσεων μεταξύ των διάφορων βαθμίδων της στρατιωτικής αριστοκρατίας, ο ισχυρότερος στην τάξη ευγενής παραχωρούσε ένα τμήμα γης (το φέουδο) σε κάποιον υποτελή του σε αντάλλαγμα των στρατιωτικών υπηρεσιών του. Οι διάφορες κοινωνικές ομάδες συνδέθηκαν μεταξύ τους με δεσμούς αλυσιδωτής εξάρτησης.
- Στον καπιταλισμό / κεφαλαιοκρατία, η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και διακίνησης των προϊόντων, όπως και οι επενδύσεις σε οικονομικά αγαθά, παραγωγή, κατανομή, το εμπόριο και υπηρεσίες, κατέχονται από ιδιώτες, με κυρίαρχο κίνητρο/στόχο το κέρδος.
- Ο σοσιαλισμός είναι ένα κοινωνικό και οικονομικό σύστημα που χαρακτηρίζεται από την κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, και συνεταιριστική διαχείριση της οικονομίας. Στον σοσιαλισμό η κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής αντικαθιστά σταδιακά την ατομική ιδιοκτησία.
Μελετώντας τους δύο τόμους του Βασίλη Φίλια που προανέφερα διαπιστώνουμε μαζί με τον συγγραφέα: «παραμένει αναμφισβήτητο ότι η αναδρομή στα στάδια εξέλιξης του ανθρώπου από τη βαρβαρότητα προς τη σύγχρονη εποχή μέσα από βαθμιαίες μεταλλαγές, παλινδρομήσεις και επαναστατικές ανατροπές των όρων παραγωγής και των άρρηκτα μαζί τους δεμένων μορφών κοινωνικής οργάνωσης, είναι ένα συναρπαστικό εγχείρημα. Συναρπαστικό και βαθύτατα αποκαλυπτικό ταυτόχρονα, διότι μας δίνει το κλειδί της ερμηνείας της κοινωνικής μεταβολής· φέρνει στην επιφάνεια τους παράγοντες, εκείνους, που λειτουργούν ασταμάτητα πέρα κι έξω από το ιστορικό “επεισόδιο” και προσδιορίζουν σε τελευταία ανάλυση όχι μόνο το είδος και τη διαδικασία, αλλά και τους ρυθμούς μετάβασης από ένα κοινωνικό σύστημα σ’ ένα άλλο».
* Κάθε εποχή χαρακτηρίζεται από τα δικά της στοιχεία. Σε κάθε σύστημα μπορεί να συναντούμε τους ίδιους όρους, πχ τον όρο παραγωγή, η έννοια όμως έχει ιστορικότητα και αποκτά διαφορετικό βάρος και περιεχόμενο σε κάθε σύστημα, ή σε κάθε φάση του ίδιου συστήματος. Το ίδιο ισχύει και για τον όρο ανάπτυξη που μας απασχολεί στο κείμενό μας.
Για να ξεκαθαρίσω από την αρχή τη θέση μου, υποστηρίζω ότι ζούμε, βέβαια, μέσα σε ένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα με τα γνωστά χαρακτηριστικά και παθογένειες, είμαι εντούτοις απολύτως βέβαιος ότι σε κάποιο χρονικό σημείο θα γεννηθεί ένα άλλο σύστημα, που θα προέλθει από το σημερινό, αφού το νέο ξεπεράσει το παλιό σε μία αναγκαία εκ των πραγμάτων κατεύθυνση. Και αυτό δεν είναι μαντεία ή προφητεία, είναι γενικότερη αναγκαιότητα.
Εμείς θα μιλήσουμε για τη δική μας εποχή, όπου κυρίαρχη είναι η οικονομική διάσταση της έννοιας ανάπτυξη. Ψάχνοντας βιβλία και λεξικά, βρήκα τις πολλές πλευρές της. Παραθέτω κάποια στοιχεία.
Ο όρος ανάπτυξη στα οικονομικά αναφέρεται στην αύξηση της πραγματικής παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών σε μία οικονομία με την πάροδο του χρόνου. Γενικά στην Οικονομία και στις Οικονομικές Επιστήμες με τον όρο ανάπτυξη χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε αλλαγή ή σύνολο διεργασιών βελτίωσης μιας οικονομικής κατάστασης, οποιουδήποτε επιπέδου, νοικοκυριών, επιχειρήσεων, χωρών. Η οικονομική ανάπτυξη προσπαθεί μέσα από θεωρίες και μεθόδους να αντλήσει πολιτικές και πρακτικές που θα μπορούν να εφαρμοστούν είτε σε εγχώριο πεδίο είτε σε διεθνές. Οι πρακτικές αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν διάφορα οικονομικά μέτρα, κίνητρα, ή μαθηματικές μεθόδους βελτιστοποίησης, ή και άλλες μικτές ποιοτικές ή ποσοτικές πρακτικές.
Η αειφόρος ανάπτυξη ή βιώσιμη ανάπτυξη αναφέρεται στην οικονομική ανάπτυξη που σχεδιάζεται και υλοποιείται λαμβάνοντας υπόψη την προστασία του περιβάλλοντος και τη βιωσιμότητα. Γνώμονας της αειφορίας είναι η μέγιστη δυνατή απολαβή αγαθών από το περιβάλλον, χωρίς όμως να διακόπτεται η φυσική παραγωγή αυτών των προϊόντων σε ικανοποιητική ποσότητα και στο μέλλον.
Ως ολοκληρωμένη ανάπτυξη έχει οριστεί, τεκμηριωθεί διεπιστημονικά και θεωρείται «η ταυτόχρονα στον χώρο και στον χρόνο κατάλληλη οικονομική, κοινωνική, πολιτική, πολιτισμική και τεχνική / τεχνολογική ανάπτυξη, η οποία θα πρέπει να τελείται πάντα σε διαλεκτική αρμονία και με σεβασμό στον άνθρωπο και το φυσικό και πολιτισμικό του περιβάλλον, μέσα στο οποίο αυτός εντάσσεται ειρηνικά και δημιουργικά, ως οργανικό και αναπόσπαστο μέρος του και όχι ως κυρίαρχος, ιδιοκτήτης ή εκμεταλλευτής του».
Η λέξη ανάπτυξη, όταν αναφέρεται στον άνθρωπο, εννοεί την ψυχοσωματική ανάπτυξη του ανθρώπου, την ανάπτυξη της συμπεριφοράς του μέσω των αλληλεπιδράσεών του με άλλους ανθρώπους και με το περιβάλλον του. Η ανάπτυξη είναι αντικείμενο μελέτης της Εξελικτικής Ψυχολογίας καθώς και της Παιδαγωγικής Ανθρωπολογίας.
Είναι, λοιπόν, έννοια συνθέτη και ακόμη περισσότερο μπορεί να σημαίνει διαφορετικά πράγματα μεταξύ διαφορετικών ανθρώπων, διαφορετικών κρατών, διαφορετικών κοινωνιών.
Ένα νέο αεροδρόμιο, για παράδειγμα, είναι μία καλοδεχούμενη εξέλιξη και στοιχείο προόδου δίνοντας πολλαπλές λύσεις σε πάρα πολλά σύγχρονα προβλήματα, ταυτόχρονα όμως υποβαθμίζει την ποιότητα ζωής του τοπικού πληθυσμού που θα υποφέρει από την αύξηση του θορύβου και την κυκλοφοριακή συμφόρηση.
Ο Gerald Meier, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Stanford, δίνει ένα ορισμό σύμφωνα με τον οποίο ανάπτυξη είναι “η διαδικασία με την οποία το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα μιας χώρας αυξάνεται για μακρά χρονική περίοδο και υπό τον όρο ότι ο αριθμός των ατόμων που βρίσκονται κάτω από τη γραμμή απόλυτης φτώχειας δεν αυξάνεται και ότι η κατανομή του εισοδήματος δεν γίνεται περισσότερο άνιση“.
Ο καθηγητής Michael Todaro συμπεραίνει ότι “η ανάπτυξη σε όλες τις κοινωνίες πρέπει να αποβλέπει το λιγότερο στους εξής τρεις στόχους:
- Να αυξάνει τη διαθεσιμότητα και να διευρύνει την κατανομή των βασικών αγαθών της ζωής όπως η τροφή, η διαμονή, η υγεία, η ασφάλεια.
- Να προάγει τα επίπεδα της ποιότητας ζωής περιλαμβάνοντας, εκτός του μεγαλύτερου εισοδήματος, προσφορά περισσότερης απασχόλησης, καλύτερη εκπαίδευση και μεγαλύτερο ενδιαφέρον σε πολιτιστικές και ανθρώπινες αξίες, με σκοπό όχι μόνο την παραγωγή υλικών αγαθών αλλά και την απόκτηση μεγαλύτερης ατομικής και εθνικής αυτοεκτίμησης.
- Να επεκτείνει το εύρος των οικονομικών και κοινωνικών ευκαιριών που είναι διαθέσιμες στα άτομα και στα κράτη“.
O καθηγητής Dudley Seers ορίζει την ανάπτυξη ως “τη μείωση και εξάλειψη της φτώχειας, της ανισότητας και της ανεργίας με τη βοήθεια της οικονομικής ανάπτυξης”. Ένα πρόγραμμα το οποίο στερείται στόχων για μείωση της φτώχειας, της ανεργίας και της πολύ δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ως ένα “αναπτυξιακό πρόγραμμα”. Οπωσδήποτε όμως η πραγματική εκπλήρωση των ανθρώπινων αναγκών απαιτεί περισσότερα από αυτά που προσδιορίζουν αυτοί οι όροι. Συμπεριλαμβάνουν επαρκή εκπαιδευτικά επίπεδα, δημοκρατικά δικαιώματα και συμμετοχή στην περιουσία ενός κράτους το οποίο είναι αληθινά ανεξάρτητο και οικονομικά και πολιτικά, ανεξάρτητο υπό την έννοια ότι οι απόψεις άλλων κυβερνήσεων δεν προκαθορίζουν τις αποφάσεις της δικής του κυβέρνησης.
*
Θεωρούμε σκόπιμο, ολοκληρώνοντας τον περίπατό μας αυτό σε θέματα που σχετίζονται με την ανάπτυξη, να αναφερθούμε στην παγκοσμιοποίηση, έναν όρο που χρησιμοποιείται όλο και πιο συχνά από τα μέσα του 20ου αιώνα.
Η παγκοσμιοποίηση, όρος που πρώτη φορά δόθηκε από τον Theodore Levitt, είναι η αυτονόμηση της οικονομίας, κουλτούρας, πολιτισμού, γραμμάτων και τεχνών, της επικοινωνίας και άλλων παραμέτρων, οι οποίες παλαιότερα ήταν προϊόν ενός κράτους μόνο.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δίνει έμφαση στην αυξανόμενη οικονομική αλληλεξάρτηση των χωρών παγκόσμια μέσω του αυξανόμενου όγκου και ποικιλίας διεθνών συναλλαγών αγαθών και υπηρεσιών, της ελεύθερης ροής κεφαλαίου διεθνώς, και της γρήγορης και ευρείας διάχυσης της τεχνολογίας.
Γίνεται λόγος για Παγκοσμιοποίηση Βιομηχανική, Χρηματοπιστωτική, Πολιτική, Πολιτιστική και Παγκοσμιοποίηση της πληροφόρησης. Συναρτάται με τρεις παράγοντες: 1) τη μετανάστευση ανθρώπων, 2) το διεθνές εμπόριο, και 3) τις γρήγορες μετακινήσεις κεφαλαίων και την ολοκλήρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Όπως είναι λογικό, σε ένα τέτοιο παγκόσμιο ζήτημα υπάρχουν υποστηρικτές και πολέμιοι. Αναγνωρίζονται θετικές συνεισφορές σε όλους τους τομείς – οικονομία, εμπόριο, πολιτισμός, επιστήμες, επικοινωνίες. Όμως, από την άλλη πλευρά, παρατηρείται υποχώρηση της εθνικής ταυτότητας, αύξηση «βίαιης» μετακίνησης πληθυσμών, οι λεγόμενες μεγάλες δυνάμεις ευκολότερα μέσω της παγκοσμιοποίησης ελέγχουν τον υπόλοιπο κόσμο.
Στο διαδίκτυο βρήκα ένα ενδιαφέρον άρθρο του Γιάννη Α. Μυλόπουλου Καθηγητή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Πολυτεχνική Σχολή – Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών) με τίτλο «Το Περιβάλλον και η Ανάπτυξη στην εποχή της Παγκοσμιοποίησης» (2015). Θα χρησιμοποιήσω ελάχιστα κυρίως αυτολεξεί στοιχεία (παραπέμπω στο διαδίκτυο όσους/όσες ενδιαφέρονται για το άρθρο αυτό και άλλα παρεμφερή).
Η ανθρωπότητα προχωρεί στον 21ο αιώνα, αντιμετωπίζοντας δύο μείζονες κρίσεις που έχουν την ίδια αιτία: 1.Την οικονομική κρίση, που έχει οδηγήσει σε ύφεση την οικονομία και έχει προκαλέσει μεγάλες ανισότητες και εκτεταμένη φτώχεια και 2. Την περιβαλλοντική κρίση, την υπέρβαση δηλαδή της φέρουσας ικανότητας της γης, με την προϊούσα κλιματική αλλαγή, τη διατάραξη της οικολογικής ισορροπίας, την εξάντληση των φυσικών αποθεμάτων και την απειλή για τη συνέχιση της ίδιας της ζωής. Και οι δύο κρίσεις έχουν τις αιτίες τους στο μοντέλο της οικονομικής ανάπτυξης το οποίο επιβλήθηκε τα τελευταία 25 χρόνια, δίκην μονοδρόμου, σε ολόκληρο τον πλανήτη, το νεοφιλελεύθερο δηλαδή μοντέλο της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας.
Στη συνέχεια της ανάλυσής του ο συγγραφέας παρατηρεί ότι έχει μεταφερθεί η λήψη των αποφάσεων και εντέλει και η πραγματική εξουσία από τις κυβερνήσεις των κρατών, σε μια οικονομική ολιγαρχία η οποία αναγορεύτηκε σε απόλυτο κυρίαρχο των αγορών και της παγκόσμιας οικονομίας. Ενώ οι μεγάλοι ρυθμοί του ανταγωνισμού που έφερε η παγκοσμιοποίηση οφείλονται στην εμφάνιση στις διεθνείς αγορές νέων οικονομιών, με ιδιαίτερα χαμηλό κόστος παραγωγής, όπως η Κίνα, η Ινδία κι οι υπόλοιπες χώρες της ΝΑ Ασίας. Κυρίως όμως οφείλονται στις ευκαιρίες που πρόσφερε η παγκοσμιοποίηση στις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες που είχαν τη δυνατότητα της μετακίνησης των προϊόντων και του κεφαλαίου τους, να μοιράζουν την παραγωγική τους διαδικασία σε διάφορες περιοχές της γης με χαμηλό κόστος για τους συντελεστές της παραγωγής, ελαχιστοποιώντας με τον τρόπο αυτό στο μέγιστο δυνατό βαθμό το κόστος των προϊόντων τους.
Κατά συνέπεια, ο σκληρός ανταγωνισμός που δημιουργήθηκε στις διεθνείς αγορές, εξ αιτίας ακριβώς του ιδιαίτερα χαμηλού κόστους παραγωγής και συνεπώς και των ιδιαίτερα χαμηλών τιμών των νέων, «παγκοσμιοποιημένων» προϊόντων, ανάγκασε τις παραδοσιακές οικονομίες, ματαίως όπως σήμερα αποδεικνύεται, αφού τελικά δεν απέφυγαν την ύφεση, να εντατικοποιήσουν την παραγωγή τους. Όμως η παγκοσμιοποίηση προκάλεσε ολέθριες τελικά επιπτώσεις για το περιβάλλον και την παγκόσμια οικολογική ισορροπία.
Πολύ ενδιαφέροντα είναι κάποια στοιχεία που επικαλείται ο συγγραφέας. Σε πρόσφατη δημοσίευση στον Guardian, η Ελβετική Τράπεζα Credit Suisse, παρουσιάζει τα τελευταία στοιχεία σχετικά με τις ανισότητες και την κατανομή του πλούτου στον πλανήτη. Το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει μόλις το 1% του παγκόσμιου πλούτου, ενώ το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού, όπως αναφέρεται, έχει συγκεντρώσει το 48% του παγκόσμιου πλούτου. Ένα ακόμη συγκλονιστικό στοιχείο για τις τεράστιες ανισότητες που γέννησε η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, είναι ότι μόλις το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού έχει συγκεντρώσει το 87% του πλούτου της γης. Που σημαίνει ότι για το υπόλοιπο 90% του πληθυσμού, μένει να μοιραστεί μόλις το 13% του παγκόσμιου πλούτου, που ισοδυναμεί ουσιαστικά με ισόβια καταδίκη στην φτώχεια για το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων του πλανήτη. Και για την Ελλάδα, το 2007, το 1% του ελληνικού πληθυσμού κατείχε το 48% του εθνικού πλούτου, έναντι του 56% που κατέχει σήμερα.
Γενικά, οι ανισότητες διευρύνθηκαν και η φτώχεια αυξήθηκε, αφού συγκεντρώθηκε περισσότερος πλούτος σε λιγότερα χέρια. Το παγκόσμιο περιβαλλοντικό σύστημα, η γη δηλαδή, δεν την αντέχει την ανάπτυξη της παγκοσμιοποίησης. Κι αυτό γιατί οι εντατικοί ρυθμοί ανάπτυξης παραβίασαν τη φέρουσα ικανότητα τόσο του παγκόσμιου οικοσυστήματος, όσο και των τοπικών περιβαλλοντικών συστημάτων.
Συμπέρασμα και πρόταση του συγγραφέα: «Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, όπως σήμερα εκ του αποτελέσματος διαπιστώνεται, στερείται οικονομικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής νομιμοποίησης. Χρειάζεται ένα νέο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, το οποίο: 1) Θα είναι εφικτό. Θα είναι δηλαδή συμβατό με τη φέρουσα ικανότητα της γης και γι’ αυτό και θα μπορεί να στηρίζει διαχρονικά την οικονομική ανάπτυξη και 2) Θα είναι δίκαιο. Θα παρέχει δηλαδή ισότιμες ευκαιρίες πρόσβασης στην ανάπτυξη και την ευημερία σε όλους».
* Σε προηγούμενη παράγραφο του κειμένου μου σημείωσα: «Σε κάποιο χρονικό σημείο θα γεννηθεί ένα άλλο σύστημα, που θα προέλθει από το σημερινό, αφού το νέο ξεπεράσει το παλιό σε μία αναγκαία εκ των πραγμάτων κατεύθυνση».
Να προσθέσω, επιλέγοντας, ότι είναι γνωστά στους λογικούς και καλοπροαίρετους ανθρώπους τα απαραίτητα οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά, περιβαλλοντικά, πολιτιστικά απαιτούμενα βήματα. Ας παλέψουμε όλοι / όλες γι’ αυτά από σήμερα.