Πολιτικοί στοχασμοί ενός μη πολιτικού
Σε προηγούμενο άρθρο μας ασχοληθήκαμε με τα περί την ιδιοκτησία. Στο παρόν κείμενο θα καταπιαστούμε με την έννοια του έθνους και της εθνότητας, καθώς και με την αρχή των εθνοτήτων. Επαναλαμβάνω πως δεν κατέχω την ιδιότητα ούτε του πολιτικού επιστήμονα ούτε του νομικού. Για τούτο με πολλή προσοχή κατά καιρούς, έχοντας υπόψη φιλοσοφικές και ιστορικές προσεγγίσεις, καταπιάνομαι με θέματα πολιτικά και νομικά.
Παρόλο που η προσέγγιση φαντάζει ιστορική, έχει βαθύτατο φιλοσοφικό και ιδεολογικό χαρακτήρα. Θεωρώ χρήσιμο να σημειώσω ότι πολλές έννοιες που θεωρούμε δεδομένες, είναι απότοκος μιας μακραίωνης ιστορικής πορείας. Αν δούμε το απώτατο παρελθόν του Homo Sapiens, θα το διαπιστώσουμε ξεκάθαρα. Όσον αφορά την ιδιοκτησία, για παράδειγμα, αναφέραμε στο σχετικό άρθρο μας ότι ανάγεται στις δύο χιλιετίες προ Χριστού. Κατά ανάλογο τρόπο και η έννοια του έθνους διαμορφώνεται σταδιακά και προοδευτικά.
Χρήσιμο είναι να αναφερθούμε στη δομή της ιστορικής κοινωνίας, όπως εμφανίζεται στα τελευταία περίπου τρεις χιλιάδες χρόνια. Μιλούμε για τη βάση και το εποικοδόμημα. «Βάση» της κοινωνίας είναι οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, ενώ «εποικοδόμημα» είναι το πολιτικό της σύστημα, οι νόμοι, οι θεσμοί, η εκπαίδευση, η θρησκεία, η ηθική, η τέχνη, και άλλα χαρακτηριστικά της πνευματικής και κοινωνικής ζωής των ανθρώπων. Κατά τον Μαρξ το εποικοδόμημα αποτελεί παράγωγο της βάσης. Αναμφίβολα βάση και εποικοδόμημα αλληλοεπηρεάζονται. Επίσης, να σημειώσουμε ότι έννοιες του εποικοδομήματος, όπως «κράτος», «δημοκρατία», «έθνος», σε κάθε περίοδο έχουν διαφορετικό περιεχόμενο.
Επανερχόμαστε στο έθνος, δεχόμενοι την άποψη ότι είναι ιστορικό φαινόμενο που εξελίσσεται. Στην αρχαία Ελλάδα, παρόλο που είχαμε τις πόλεις – κράτη, είναι αναμφίβολο ότι υπήρχε και ελληνικό έθνος. Ο Ηρόδοτος είναι μια σχετική χρήσιμη πηγή. Μιλάει για τις διαφορετικές ελληνικές φυλές, λέγει : ««το ελληνικόν εόν όμαιμόν τε και ομόγλωσσον και θεών ιδρύματα κοινά και θυσίαι ήθεά τε ομότροπα»
Κάποια σχετικά τεκμήρια: στους Ολυμπιακούς Αγώνες, συμμετείχαν μόνο όσοι ήταν Έλληνες και την ευθύνη της εξακρίβωσης της καταγωγής των αθλητών, επιφορτίζονταν οι γνωστοί Ελλανοδίκες, ή Ελληνοδίκες (Έλλην+δίκη). Στον «Πανηγυρικό» που εκφώνησε προς τους Αθηναίους ο Ισοκράτης, αναφέρεται σαφέστατα στο γένος των Ελλήνων: «Τοσούτον δ’ απολέλοιπεν η πόλις ημών περί το φρονείν και λέγειν τους άλλους ανθρώπους, ώσθ’ οι ταύτης μαθηταί των άλλων διδάσκαλοι γεγόνασιν και το των Ελλήνων όνομα πεποίηκεν μηκέτι του γένους, αλλά της διανοίας δοκείν είναι και μάλλον Έλληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας ή τους της κοινής φύσεως μετέχοντας.» (Πανηγυρικός, 50). «Είναι τόσο μεγάλη η απόσταση που χωρίζει την πολιτεία μας από μας μας ανθρώπους ως μας την πνευματική ανάπτυξη και την τέχνη του λόγου, ώστε οι μαθητές μας έχουν γίνει διδάσκαλοι των άλλων και κατόρθωσε ώστε το όνομα των Ελλήνων να είναι σύμβολο όχι πλέον μας καταγωγής αλλά μας πνευματικής κατάστασης, και να ονομάζονται Έλληνες εκείνοι που παίρνουν τη δική μας μόρφωση και όχι αυτοί που έχουν την ίδια καταγωγή».
Στην μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.), ο Σιμωνίδης ο Κείος αφιέρωσε το εξής επίγραμμα: «Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι, χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν» (Μετάφραση: «Αμυνόμενοι υπέρ των Ελλήνων οι Αθηναίοι στον Μαραθώνα, κατέστρεψαν τη δύναμη των χρυσοφορεμένων Περσών»). Όπως εξιστορεί ο Αρριανός, όταν ο Μέγας Αλέξανδρος νίκησε μας Πέρσες στην μάχη του Γρανικού ποταμού (334 π.Χ), αιχμαλώτισε όσους Έλληνες είχαν πολεμήσει ως μισθοφόροι στο πλευρό των Περσών και είχαν παραβιάσει την κοινή απόφαση, να μην πολεμήσουν Έλληνες εναντίον Ελλήνων, και μας έστειλε στη Μακεδονία για να εργαστούν σε καταναγκαστικά έργα. Παράλληλα έστειλε 300 περσικές πανοπλίες στην Αθήνα, ως ανάθημα στη θεά Αθηνά, με τη εντολή να συνοδεύεται από το επίγραμμα : ««Αλέξανδρος ο Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων από των βαρβάρων των την Ασία κατοικούντων».
Αιώνες αργότερα, τον 15ο μεταχριστιανικό αιώνα, όταν ο όρος «Έλλην» είχε αποκτήσει μια αρνητική σημασία, ο Έλληνας φιλόσοφος Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός, «υπενθυμίζει» στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου, πως «Εσμέν γαρ ουν ων ηγείσθε τε και βασιλεύετε Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί». (Μετάφραση: «Έλληνες είμαστε, αυτοί των οποίων είστε βασιλιάς, μας η γλώσσα μας και η παιδεία μας μαρτυρούν»).
Θα φωτίσουμε την έννοια του έθνους γενικά, την εθνικότητα και την αρχή των εθνικοτήτων / εθνοτήτων.
Έθνος ονομάζεται ένα σύνολο ανθρώπων που μοιράζονται κοινά γνωρίσματα. Τα κυριότερα από τα γνωρίσματα αυτά μπορεί να είναι η φυλή, η γλώσσα, το θρήσκευμα, η κοινή ιστορία και πολιτισμός και η γεωγραφική καταγωγή. Βασικότερο στοιχείο για την ύπαρξη ενός έθνους θεωρείται η ανάπτυξη της εθνικής του συνείδησης. Έθνη υπάρχουν και δημιουργούνται, ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες. Στην Ευρώπη, μετά τον Μεσαίωνα διαμορφώνονται νέα έθνη.
H Nationalité (εθνικότητα) εμφανίστηκε στο πρώτο τρίτο του 19ου αιώνα. Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τη Μαντάμ ντε Σταλ στο βιβλίο της Περί της Γερμανίας που κυκλοφόρησε το 1810. Θα εξαπλωθεί όμως γύρω στα 1830, με την ακόλουθη έννοια: «κατάσταση ενός συνόλου ανθρώπων που, λόγω κοινής προέλευσης, παραδόσεων και συμφερόντων, συγκροτούν πράγματι, ή αποβλέπουν να συγκροτήσουν, ένα έθνος ξεχωριστό από τα άλλα» (Λεξικό της Ακαδημίας / Dictionnaire de l’Académie). Επομένως, την επαύριον των συνθηκών του 1815, οι οποίες ανακατανέμουν τα εδάφη και τους λαούς της Ευρώπης ανάμεσα στους νικητές του Ναπολέοντα, πολλά «έθνη» δεν αποτελούν κράτη, είτε γιατί συχνά βρίσκονται ενταγμένα σε ένα πολιτικό οικοδόμημα που περιλαμβάνει κι άλλα στοιχεία (Αυτοκρατορία της Αυστρίας) είτε, αντιθέτως, γιατί το έθνος είναι διεσπαρμένο σε διάφορα κράτη (πολωνικό, ιταλικό, γερμανικό έθνος). Η αρχή των εθνικοτήτων στηρίζεται ακριβώς στη θεωρία ότι το κράτος πρέπει να συμπίπτει με το έθνος, και το κίνημα των εθνών του 19ου αιώνα έχει ως αντικείμενο την πραγματοποίηση αυτής της συνένωσης για τη συγκρότηση εθνικών κρατών.
Υποστηρίζεται ότι η αρχή των Εθνικοτήτων είναι αντίβαρο / απάντηση στους αγώνες των εργατών για κατάκτηση / κατοχύρωση των δικαιωμάτων τους μετά τη βιομηχανική επανάσταση. Η εθνική συνείδηση καλύπτει την ταξική. Μου έρχεται στο νου η Ελληνική Επανάσταση, υπάρχει μεγάλη κόντρα ανάμεσα σ’ αυτούς που υποστηρίζουν – δίκαια κατά τη γνώμη μου – πως το 1821 έχει και κοινωνικό χαρακτήρα και άλλοι πως έχει καθαρά εθνικό χαρακτήρα.
Η Παιδεία και η Εκπαίδευση παίζουν στους τελευταίους κυρίως αιώνες σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της συνείδησης, έτσι που είναι «χρήσιμη» για το κράτος ή για το έθνος. Τι ανθρώπους χρειαζόμαστε, αυτούς φτιάχνουμε.
Ο Anthony D. Smith (1939 – 2016) ένας από τους ιδρυτές του διεπιστημονικού τομέα των σπουδών εθνικισμού, υποστηρίζει ότι οι καθορισμοί για το τι είναι έθνος εξαρτάται από τους παράγοντες που βάζουμε για να το προσδιορίσουμε. Αντικειμενικοί παράγοντες είναι η γλώσσα, η θρησκεία, περιοχή, διοικητικοί οργανισμοί. Υποκειμενικοί παράγοντες είναι οι συμπεριφορές, αντιλήψεις, θέσεις και αισθήματα.
Η Γαλλική Επανάσταση πίστευε στην ελευθερία του ατόμου και συνεκδοχικά στην αυτοδιάθεση των λαών. Ο άνθρωπος έχει την τάση να συγκροτεί συλλογικές ταυτότητες. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η «εθνική ταυτότητα» που αποτελεί τη συνεχή αναπαραγωγή και επανερμηνεία από τα μέλη μιας εθνικής κοινότητας των σχημάτων, των συμβόλων, αξιών, μύθων, μνημών και παραδόσεων που συνθέτουν το διακριτικό της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Είναι απαραίτητο να διευκρινίσουμε ότι το φυλετικό φαινόμενο και οι φυλετικές θεωρίες, η φυλετική καταγωγή και καθαρότητα δεν αποτελούν προϋποθέσεις της «εθνικής ταυτότητας». Αν παρακολουθήσουμε το ελληνικό έθνος τα τελευταία τρεις χιλιάδες χρόνια διαπιστώνουμε επιμειξίες, ενσωματώσεις πληθυσμών και πολιτισμών άλλων κοινωνικών ομάδων, που διαμόρφωσαν την ταυτότητά μας ως έθνους. Ο Πατριωτισμός και ο Εθνικισμός, η συνειδητή συμμετοχή σε ένα έθνος, σε έναν εθνικό πολιτισμό, είναι απόρροια της ελευθερίας του κάθε ανθρώπου και του συνόλου. Ένα φορτίο που επιλέγει να κουβαλά το πρόσωπο. Μια κληρονομιά που αποδέχεται συνειδητά ο άνθρωπος, ενεργώντας στα πλαίσια ενός συνόλου.
Ο Πατριωτισμός και ο Εθνικισμός συνδέονται με τη δημοκρατία. Στον εικοστό αιώνα συνδέθηκε με τον Ρατσισμό και διάφορα ρεύματα φυλετισμού, με αποτέλεσμα τα αποτρόπαια εγκλήματα του ναζισμού και φασισμού. Ενώ ο Πατριωτισμός / Εθνικισμός έχει θετικό πρόσημο, η πρακτική του προηγούμενου αιώνα και των νοσταλγών του προσδίδουν αρνητικό περιεχόμενο.
Χρήσιμο είναι να ξεχωρίζουμε το κράτος από το έθνος. Προβλήματα μπορεί να παρουσιάζει το κράτος και όχι το έθνος. Αυτό είναι το συχνότερο φαινόμενο στα καθ’ ημάς. Όταν λέμε: «Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες όταν είναι έξω ή όταν πάνε έξω κάνουν θαύματα» αυτό ακριβώς διακριβώνουμε.
Ολοκληρώνοντας τούτο το κείμενό μου αισθάνομαι την ανάγκη να διατυπώσω έναν προβληματισμό και να παραθέσω κάποια στοιχεία για τη σχέση Ορθοδοξίας και Έθνους. Ο ελληνισμός σαφέστατα συνάπτεται με την ορθοδοξία, η ορθοδοξία όμως δε συναρτάται με κανένα έθνος. Η διερεύνηση του θέματος αποτελεί χρήσιμο σύγχρονο παράδειγμα. Σε κάποιο σημείο μάλιστα συνδέεται και με το «σκοπιανό».
Χρησιμοποιούμε το εμπεριστατωμένο άρθρο «Οι Εθνικές Εκκλησίες και ο Εθνοφυλετισμός υπό το πρίσμα των Ιερών Κανόνων» του Φίλιππου Τακόπουλου, Υπ. Δρ Κανονικού Δικαίου του Τμήμ. Θεολογίας του Παν. Αθηνών.
Μετά τη Γαλλική Επανάσταση τα συντάγματα διακηρύσσουν ότι αρχή κάθε εξουσίας είναι το έθνος. Τα ελληνικά συντάγματα αναφέρουν «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το έθνος».
Γράφει ο συγγραφέας: «Η ανάπτυξη ενός ιδιότυπου εθνικισμού, υπό την επίδραση του Διαφωτισμού, έθρεψε την ιδέα μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας εθνικών Εκκλησιαστικών κοινοτήτων, αυτοκέφαλων και αυτόνομων. Έτσι ύστερα από την επιτυχή έκβαση των μακροχρόνιων αγώνων υπό την τουρκική κυριαρχία βιουσών εθνικών ομάδων για την απόκτηση της ελευθερίας τους και της πολιτικής τους ανεξαρτησίας, διεκδικήθηκε από τα νεοσύστατα ορθόδοξα εθνικά κράτη του ΙΘ΄ και τις πρώτες δεκαετίες του Κ΄ αιώνα, η εκκλησιαστική αυτονόμηση και ανεξαρτησία, η οποία δόθηκε έκτοτε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, κατόπιν ζυμώσεων, αντιδράσεων και σχισμάτων, π.χ. Η αντικανονική και μονομερής ανακήρυξη του ελλαδικού αυτοκεφάλου 1833 και η αποκατάσταση της εκκλησιαστικής ενότητας 1850, αλλά και το αυτοκέφαλο στη Ρουμανία το 1856, τη Βουλγαρία το 1870 και την Αλβανία το 1922-1928-1937 […] Το ότι ο εθνικισμός και το έθνος είναι νεωτερικά προϊόντα της διαμόρφωσης του σύγχρονου δυτικού κράτους αποτελεί πλέον κοινό τόπο […] Η Εκκλησία καταδίκασε τον εθνοφυλετισμό στην τοπική σύνοδο του Πατριαρχείου ΚΠόλεως από τις 29 Αυγούστου μέχρι τις 17 Σεπτεμβρίου 1872, υπό την προεδρία του Οικουμενικού Πατριάρχου Ανθίμου του ΣΤ΄. Αφορμή στάθηκε η αντικανονική αξίωση των Βουλγάρων να εγκαταστήσουν στην ΚΠολη Βούλγαρο έξαρχο και Βουλγαρική Ιεραρχία, στο Τουρκοκρατούμενο κράτος. Η αξίωση αυτή δεν θεμελιωνόταν στην κρατική διαίρεση, ή πολιτική ανεξαρτησία, αλλά μόνο στην εθνική διαφορά, η οποία χαρακτηρίστηκε ως εθνοφυλετισμός και οδήγησε την εκκλησία της Βουλγαρἰας σε σχίσμα […]Το ασυμβίβαστο προς τις θεωρητικές και κανονικές αρχές της Ορθοδοξίας πνεύμα του εθνοφυλετισμού εξακολουθεί να υφίσταται ακόμη και σήμερα στην Ορθόδοξη εκκλησία της διασποράς του εξωτερικού, πράγμα αντικανονικό, καθώς πλείονες των ένα επισκόπων διαφόρων εθνικοτήτων συνυπάρχουν στον ίδιο τόπο διακρινομένων κατ’ εθνικότητα, φυλή και γλώσσα […]Στην «γειτονιά» μας, στα Βαλκάνια, υπάρχουν χαρακτηριστικά παραδείγματα εθνοφυλετισμού. Όλες οι «τοπικές» Εκκλησίες αποκόπηκαν διοικητικά από το Οικουμενικό Πατριαρχείο για λόγους ουσιαστικά «κοσμικούς». Έτσι, στα 1879 εκδόθηκε Πατριαρχικός Τόμος για την Εκκλησία της Σερβίας, στα 1850 για την Εκκλησία της Ελλάδος, στα 1885 για την Εκκλησία της Ρουμανίας και στα 1937 για την Εκκλησία της Αλβανίας. Πιο πρόσφατα παραδείγματα της «συνέχειας» αυτής είναι: οι χριστιανοί των Σκοπίων, οι οποίοι για να αποκτήσει πολιτική υπόσταση το ομόσπονδο αρχικά (1944) και ανεξάρτητο (1991) αργότερα κρατίδιό τους, το δημιούργημα του Τίτο, «αξιοποίησαν» την Ορθοδοξία για να το πετύχουν […] (Ορισμένοι έλληνες) εκλαμβάνουν την Ορθοδοξία ως «κρατική θρησκεία» της ελληνικής πολιτείας, και σε κάποιες περιπτώσεις ο λόγος αυτός γίνεται εθνικιστικός και ρατσιστικός».
Αγαπώ την πατρίδα δε σημαίνει ότι υποτιμώ όλες τις άλλες πατρίδες. Όλοι οι άνθρωποι έχουν τα ίδια δικαιώματα. Όλοι / όλες ανεξάρτητα φυλής, γλώσσας, θρησκεύματος, ιστορίας, πολιτισμού και καταγωγής είναι ισότιμοι και ισάξιοι να φέρουν τον τίτλο του ανθρώπου, να αγαπούν την πατρίδα τους και τη ζωή τους.