Εκεί, κάτω από τα σκιερά πλατάνια με τα κρύα νερά γεννήθηκε το 1906 ο Δημήτριος ΄Ιτσιος. Μπροστά στα πόδια του βουνού Μπέλες και κάτω από το χωριό γυαλίζει τα νερά της η ήρεμη, πανώρια αιώνια λίμνη Κερκίνη. Τόποι Ελληνικοί εδώ και χιλιάδες χρόνια. Χώματα που με την βία ήρθε να κάνει δικά του ο Γερμανικός στρατός στα 1941.
Ιταμή πρόκληση για τον έφεδρο Λοχία Δημήτριο ΄Ιτσιο. Οι Γερμανοί με τα τάνκς τους και τα αεροπλάνα τους κι αυτός με το πολυβόλο του και 38.000 σφαίρες. Η μάχη άνιση, ο Λεωνίδας με τον Ξέρξη. Τα αεροπλάνα καθέτου εφορμήσεως και ο Ίτσιος με δύο φαντάρους μέσα στο πολυβολείο. Το μέτωπο υπέφερε και η διαταγή του επιτελείου έφθασε στηριγμένη στη λογική της μηχανικής υπεροχής του αντιπάλου. Υποχώρηση και κάλυψη των οπισθοχωρούντων τμημάτων του στρατού. Ο λοχίας Ίτσιος ήταν η πρώτη φορά που δεν υπάκουσε στις διαταγές των ανωτέρων του. Παρέμεινε στο πολυβολείο με δύο εθελοντές απείθαρχους στρατιώτες από ένα διπλανό χωριό, τον Ζιώγα και τον Κοζιάτη . Οι οβίδες από τους όλμους, τα κανόνια και τα αεροπλάνα είχαν ξεριζώσει από αιωνόβια πλατάνια μέχρι τα μικρά ανύποπτα χορταράκια γύρω από το αμπρί Π8 του Λοχία. Όμως τίποτα δεν θεωρείται καταληφθέν αν δεν το πατήσει άρβυλο στρατιώτη. Το Γερμανικό πεζικό άρχισε να πλησιάζει και να πλαγιοκοπεί το μικρό οχυρό του Λοχία. Το κύκλωσαν, νόμιζαν πως οι στρατιώτες που ήταν μέσα γρήγορα θα παραδίνονταν. Έλα όμως που ό λοχίας με τους στρατιώτες ήταν από το χωριό Άνω Πορόϊα, ούτε χίλια μέτρα μακριά από το κατάκαυτο πολυβόλο τους. Δεν αισθάνονταν πως κινδύνευε μια μακρινή πόλη αλλά το σπίτι τους, η αυλή τους, το κοτέτσι τους. Και οι τρεις μαχητές το πήραν απόφαση, εκεί θα πέθαιναν, το χωριό δεν το παράδιναν. Κάτι είχε ακούσει ο Ίτσιος και για τον Ταγματάρχη Γεώργιο Δουράτσο στα οχυρά του Ρούπελ που απάντησε στην απαίτηση των Γερμανών να παραδώσουν τα οχυρά, πως τα οχυρά δεν παραδίδονται αλλά μόνον καταλαμβάνονται.
Αυτά είχε στο μυαλό του ο Έλληνας Λοχίας και έβγαλε την κάνη του πολυβόλου στη θυρίδα του οχυρού του. Αυτός υπερασπιζόταν τον Πατέρα του, τη Μάννα του και τους χωριανούς του, οι Γερμανοί υπηρετούσαν τον μεγαλοϊδεατισμό κάποιων υπεραύχων παραφρόνων. Η μάχη στην αρχή ήταν άνιση υπέρ των Ελλήνων, όποιος Γερμανός κουνούσε άθελά του ένα κλαράκι συντόμευε κατά πολύ το μήκος της ζωής του. Ο ΄Ιτσιος είχε τα αριστεία στη σκοποβολή. Τα κασόνια με τις σφαίρες όμως με βάση τον φυσικό νόμο της αριθμητικής κάποια στιγμή τελείωσαν και ο Λοχίας με τους δυο στρατιώτες άνοιξαν την σιδερένια πόρτα και βγήκαν. Ήταν πλέον αιχμάλωτοι πολέμου. Το αποτέλεσμα ήταν συντριπτικό, 232 γερμανοί στρατιώτες νεκροί και ο αντισυνταγματάρχης Έμπελινγκ. Γέμισε το Αννόβερο και η Στουτγάρδη φέρετρα. Τα Γερμανικό επιτελείο ανακοίνωνε ραδιοφωνικά την ίδια βραδιά πως η επίθεση κατά της Ελλάδος δεν μπορεί να αποτελεί πολεμικό περίπατο, οι Έλληνες αναδεικνύονται οι πιο σκληροί αντίπαλοί μας.
Τον αιχμάλωτο πλέον Λοχία πλησιάζει ο Γερμανός Στρατηγός Σόρνερ και τον ρωτάει ποιος είναι ο διοικητής αυτής της λυσσαλέας αντίστασης. Ο ΄Ιτσιος του απαντάει πως εγώ είμαι. Ο Γερμανός απορεί, εσύ είσαι ένας απλός Λοχίας του λέει. Ναι, εγώ είμαι ο Διοικητής επαναλαμβάνει ο Λοχίας ΄Ιτσιος. Ο Στρατηγός δείχνει ολοφάνερο εκνευρισμό και θυμό, το πρόσωπό του συσπάται εκδηλώνοντας τη μανία της εκδίκησης. Δεν σταματάει εκεί, βγάζει γεμάτος νεύρα το πιστόλι του και σημαδεύει στον κρόταφο τον Έλληνα Λοχία. Ο ΄Ιτσιος γυρίζει τη ματιά του κατά τον κάμπο, προλαβαίνει κι αντικρίζει την λατρεμένη του Κερκίνη και όταν ακούγεται ο κρότος του πυροβολισμού πέφτει νεκρός χωρίς να παραδώσει στον Γερμανο το χαμόγελό του, το διαφυλάσσει ιδιοκτησία της γενναιότητάς του. Το δείχνουν τα απαλά του χείλη και το αντικαθρέφτισμα της λατρεμένης του Κερκίνης πάνω στις όμορφες κόρες των ματιών του. Η εικόνα του δολοφονημένου που δεν παραδίδει το χαμόγελό του εξοργίζει περισσότερο τον Γερμανό και στρέφει και πάλι το parabeloum στο κεφάλι του άοπλου νεκρού. Τούτη τη φορά διστάζει, δείχνει αμηχανία, ίσως αισθάνεται κάποια ντροπή και τελικά βάζει το πιστόλι στη θήκη του. Πάνοπλος Στρατηγός δολοφονεί άοπλο Λοχία. Οποία ντροπή, οποία καταισχύνει, βάζει το αξίωμά του κάτω από αυτό του νεκρού Λοχία. Η εκτέλεση έγινε κατά παράβασιν κάθε διεθνούς νόμου περί αιχμαλωσίας και πολέμου. Ο Στρατηγός αφού ηττήθηκε στη μάχη ένοιωσε την υπερηφάνεια του νικητή πάνω στο ακίνητο σώμα ενός νεκρού άοπλου ήρωα. Είναι ολοφάνερο πως την αξία του αξιώματος καθορίζουν οι πράξεις γενναιότητας στη μάχη και όχι οι πράξεις δειλίας μπροστά στον νεκρό αντίπαλο. Αιώνια τιμή στον Λοχία Δημήτριο ΄Ιτσιο.
Φοίβος Ιωσήφ