Το ποταμόπλοιο ξεκόλλησε από τον ντόκο ακριβώς στις δέκα το βράδυ. Τον Βασίλη οδήγησε ένας καμαρότος σε μία τετράκλινη στενή καμπίνα όπου βρέθηκε με άλλους τρείς Κινέζους συνταξιδιώτες.
Τόση αϋπνία όλες τις μέρες, μα και πάλι ύπνος δεν τον κόλλαγε. Βγήκε στο κατάστρωμα όπου μια ζεστή νύχτα με ένα ολόγιομο φεγγάρι τον υποδέχτηκαν εγκάρδια. Το ένστικτο του Μεσογειακού τον έκαναν να νοιώθει θηρευτής. Στην αρχή μια νόστιμη Κινεζούλα έπιασε κουβέντα μαζί του, μα σύντομα έφυγε για την καμπίνα της. Σε λίγο πλησίασε μια Αμερικανιδούλα που του είπε πως ήταν ένα γκρουπ είκοσι ατόμων που είχαν φθάσει εκεί με ποδήλατα από το μακρινό Πεκίνο, περίπου τρεισήμισι χιλιάδες χιλιόμετρα απόσταση. Έδειχνε καλογυμνασμένο κορίτσι και χαρακτήρας έτοιμος για περιπέτεια. Απάνω που ζεστάθηκε η κουβέντα και είχε πλησιάσει ο ένας τον άλλον, εκείνη την ώρα βρέθηκε ένας αναθεματισμένος να την φωνάξει, γιατί η παρέα τους θα συζητούσε για την πορεία της επομένης μετά το Hong Kong. Τον άφησε στα κρύα του λουτρού και στα ζεστά της φεγγαρόλουστης βραδιάς.
Η ώρα κόντευε τρείς και αποφάσισε ο Βασίλης να ασχοληθεί και με τον ύπνο. Κατέβηκε στην καμπίνα, το προσπάθησε κάμποσο και ξύπνησε στις επτά όταν το πλοίο έδενε στο Hong Kong. Σήκωσε την ασήκωτη βαλίτσα του, βγήκε στο λιμάνι και σταμάτησε ένα ταξί. Εντολή ρητή και δίλεξη. Airport please. Σε είκοσι λεπτά και ενώ η ώρα δεν είχε περάσει από επτά και μισή έφτανε στο αεροδρόμιο. Η πτήση για την Taiwan ήτανε στις τέσσερις το απόγευμα. Άντε τώρα να περάσουν οκτώμισι ώρες. Άντε ντε! Έβαλε την βαριά βαλίτσα του σε θυρίδα φύλαξης, πήρε ένα καροτσάκι μεταφοράς αποσκευών και άρχισε να κάνει βόλτες από την μια μεριά του αεροδρομίου στην άλλη. Έπαιρνε φόρα, έτρεχε και ύστερα ανέβαινε στο καροτσάκι. Σε λίγο ξεθάρρεψε και όπως κυλούσε γρήγορα φώναζε χαιρετώντας μαγαλοθύμως Hello to everybody. Κάποιοι απορούσαν, κάποιοι γελούσαν και τον χαιρετούσαν και οι πιο ακοινώνητοι σκουντούφλιαζαν. Το καλό ήταν πως είχαν ευθυμήσει στο αεροδρόμιο οι περισσότεροι χωροφύλακες και τελωνιακοί. Ο Έλληνας ταξιδιώτης έδινε μια πραγματική ατραξιόν.
Κατά τις δέκα κουράστηκε και ανέβηκε στο εστιατόριο να φάει μία ομελέτα. Την έφαγε και κατέβηκε στην κεντρική αίθουσα πιστεύοντας πως είχαν περάσει τουλάχιστον δύο ώρες αλλά όταν κοίταξε το ρολόι του τον έπιασε απελπισία. Η ώρα ήταν ακόμη δέκα και τέταρτο. Ταχύτατος στην μάσηση και την κατάποση ο Βασίλης ο Θεσσαλός. Για να μην τα πολυλογούμε, ο Βασίλης κατέγραψε απόσταση μεγαλύτερη των είκοσι χιλιομέτρων μέχρι στις 4 το απόγευμα. Γι αυτό όταν μπήκε στο αεροπλάνο κοιμήθηκε και ούτε που κατάλαβε την απογείωση. Ξύπνησε όταν τον ακούμπησε μία αεροσυνοδός γλυκυτάτη και τον παρακάλεσε να δέσει τη ζώνη του καθίσματός του. Προσγειωνόντουσαν στην Taipei. Διαβατήρια, βίζες και ταξί για το ξενοδοχείο Paradise. Άλλο λάθος αυτό. Το ξενοδοχείο ήταν σε προάστιο ας πούμε σαν την Κηφισιά και οι δουλειές του ήταν στην Ομόνοια. Ξεκουράστηκε, ταξινόμησε τις αναμνήσεις του και έπεσε για ύπνο.
Ξύπνησε στις έντεκα το βράδυ, έφαγε ένα καλομαγειρεμένο δείπνο και κάθισε να σκεφθεί. Είχε στην ατζέντα του κάποια τηλέφωνα και θέλησε να τα επιβεβαιώσει. Το πρώτο που κάλεσε ήταν ένα εργοστάσιο κατασκευής μοντέρνων επίπλων. Δεν περίμενε πως κάποιος θα το σήκωνε αλλά στην Taiwan όλα μπορούν να συμβούν. Σήκωσε το τηλέφωνο μία συμπαθητική φωνή και όταν την ρώτησε πότε θα μπορούσαν να συναντηθούν εκείνη του απάντησε πως αν ήθελε μπορούσαν το ίδιο βράδυ. Η ώρα είχε περάσει τις δώδεκα. Ο Βασίλης το αποδέχθηκε και κατά τις δωδεκάμισι μία Κυρία τον περίμενε στην reception. Έφυγαν για το εργοστάσιο, κουβέντιασαν εκεί για τιμές και ποιότητες και περίπου στις τρείς τον ξαναγύρισε στο hotel Paradise. Ακαταλαβίστικες συνήθειες εργασίας για τον Βασίλη. Φαίνεται πως στη χώρα αυτή δεν λειτουργεί επόπτης εργασίας. Βάρβαρες συνήθειες και ακόμη πιο βάρβαρες εξαγωγές, η βαρβαρότης σε όλο της το μεγαλείο. Τόσο μεγαλείο όσο και τα μεγέθη των ποσών που εισρέουν στη χώρα.
Την άλλη μέρα ο Βασίλης έτρεξε στο ξενοδοχείο Brother καταμεσής της πρωτεύουσας να συναντήσει τον φίλο του Metty Zahreparvar. Εκείνος για μια φορά ακόμη έδειξε φιλόξενος και μεγαλόθυμος, τον κάλεσε το βράδυ για δείπνο μαζί με άλλους φίλους του Ταϊβανούς. Στην παρέα ήταν και ένας Γερμανός. Όταν έφεραν τα φαγητά όλοι πήραν τα παραδοσιακά Κινέζικα ξυλάκια για να φάνε πλην του Βασίλη που ζήτησε μαχαιροπήρουνα. Ο Γερμανός απορημένος τον ρώτησε γιατί δεν ήξερε να τρώει με τον παραδοσιακό τρόπο. Ο Βασίλης προσεβλήθη και μόλις του έδειξαν πως χτυπάνε τα ξυλάκια με τις μύτες στο τραπέζι για να είναι ίσια το έκανε αμέσως. Και από τότε δεν ξανάφαγε ποτέ σε Κινεζικό χώρο με μαχαιροπήρουνα.
Η συνάντηση σε αυτό το εστιατόριο ήταν και η τελευταία φορά που είδε ο τον Metty. Έχουν περάσει 31 χρόνια και ποτέ δεν ξανασυνάντησε αυτόν τον άρχοντα της καλοσύνης και της ευγένειας. Σήμερα Metty είσαι πια ογδόντα ένα χρονών. Ας είσαι καλά κι ας απολαμβάνουν κι άλλοι την μοναδικότητα της υψηλόφρονης προσωπικότητάς σου. Το μόνο που καλά θυμάμαι είναι πως είσαι σπάταλος στη φιλία και τσιγκούνης στην κρυψίνοια.
Ο Βασίλης μετά την Taiwan πήγε στην Ιαπωνία και μετά στην Κορέα. Όλα κύλησαν ομαλά και κάποιες φορές λίγο παράξενα, όπως εκείνη τη φορά στο αεροδρόμιο της Σεούλ. Μια ψηλή, λεπτή, φινετσάτη Αμερικάνα κυρία του είχε πει ευθέως και ειλικρινώς πώς είναι πράκτορας της CIA. Και το είπε τόσο φυσικά και απροκάλυπτα που ο Βασίλης ταράχτηκε. Αυτά έχουν τα ταξίδια, πλουτίζουν τις αναμνήσεις με εικόνες και την ψυχή με εκπλήξεις.
Φοίβος Ιωσήφ
ΤΕΛΟΣ