Στο ηλεκτρονικό περιοδικό «24 Γράμματα» και στην ενότητα Β3 της Ιστορίας διάβασα προσεχτικά το άρθρο του κ. Μ.Ζ. Κοπιδάκη και είδα εκεί τα όσα αναφέρει για τα « απόρρητα» μέλη του ανθρώπου. Βέβαια ίσως υπάρχουν ελάχιστα που μπορεί να προσθέσει κάποιος μη ειδικός σε μια μονογραφία ενός καθηγητή, ο οποίος έχει τη δυνατότητα και τα μέσα να ανατρέξει στις πηγές, και έτσι, κάποιο «συμπλήρωμα» από τρίτους, θα πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή και απόλυτη βεβαιότητα.
Για το λόγο αυτόν, δεν υπεισέρχομαι στα στοιχεία που παραθέτει ο κ. Κοπιδάκης, αλλά θα αναφερθώ με λεπτομέρειες στο σημείο που αναφέρει τη σειρά όσων συμμετέχουν στη «Φαλλαγωγία» και μάλιστα στην «Κληματίδα» την οποία ο Πλούταρχος αναφέρει δεύτερη στη σειρά της πομπής, μετά από τον αμφορέα με το κρασί, και τρίτη πίσω από τον Φαλλό ο οποίος οπωσδήποτε προηγούνταν τής όλης πομπής, υπερμεγέθης και βαμμένος με τα κατάλληλα χρώματα.
Αυτή η «Κληματίδα» λοιπόν, δεν είναι άλλη από τη γνωστή στους περισσότερους που ζουν στα χωριά, με το όνομα “Κληματσίδα” και στους ειδικούς, με το Λατινικό της επίσημο όνομα Clematis Vitalba. Γι’ αυτήν λοιπόν την Κληματίδα στο χωριό μου το Νεοχώρι Χαλκιδικής, έχουμε δύο ονόματα. Ως φυτό που αναρριχάται σε φράχτες και δέντρα, τη λέμε Αϊ Γιάννη, γιατί τη ζώναμε στη μέση μας για να πηδήξουμε τις φωτιές την ημέρα του Αϊ Γιάννη. Τις βέργες της όμως που μάζευαν παλιά οι μελισσοτρόφοι αφού τις καθάριζαν από τα φύλλα και τα χλωρά ή αποξηραμένα άνθη τους, και τις μάζευαν για να πλέξουν τα κοφίνια, να πλέξουν εκείνες τις πρωτόγονες σχεδόν κυλινδρικές κυψέλες, τα «κοφίνια» όπως τα λέγαμε, που τις άλειβαν κατόπιν με γελαδίσια κοπριά, αυτές τις ευλύγιστες μακριές βέργες, τις ονομάζαμε με μια ξενική οπωσδήποτε λέξη, τις λέγαμε «Σκρέbα».
Αυτήν τη «σκρέbα» λοιπόν εμείς οι μικροί, βλέποντας και παίρνοντας μαθήματα από τους μεγαλύτερους της παρέας, όταν τη βρίσκαμε λιανή και ξερή, μάθαμε να την κόβουμε σε μικρά κομμάτια ανάμεσα σε δυο κόμπους, την ανάβαμε και την «καπνίζαμε» σαν να καπνίζαμε τσιγάρα, και δεν έσβηνε κάπνιζες δεν κάπνιζες, αρκεί να κουνούσες το αναμμένο ξυλάκι, απλώς να αερίζεται. Κι’ αυτό, γιατί ο ξερός βλαστός της διατηρεί τα αποξηραμένα αγγεία μέσα από τα οποία περνούσαν οι χυμοί κι’ αυτά τα σωληνάκια, επιτρέπουν το αέρα να κυκλοφορεί και να μη σβήνει η καύτρα. Έτσι με έναν ξερό και κάπως χοντρό κομμάτι κληματσίδας, σε περασμένες εποχές, μπορούσε κάποιος να μεταφέρει με ασφάλεια φωτιά, ακόμα και σε μακρινές αποστάσεις. Όποιοι ζείτε εκτός πόλεων και ξέρετε για ποιο φυτό λέμε, δεν έχετε παρά να δοκιμάσετε. Τώρα βέβαια θα πείτε, ότι υπάρχουν άλλα μέσα σήμερα ,αλλά σκεφθείτε και τον προγονό μας πριν από μερικές. . . χιλιάδες χρόνια. . . που έπρεπε να μεταφέρει τη φωτιά σε κοντινές η και μακρινές αποστάσεις.. Και ως εδώ καλά, αλλά από δω και πέρα, θα προσπαθήσω να εξηγήσω, για ποιο λόγο αυτή η Κληματίδα, μπαίνει ουσιαστικά τρίτη στη σειρά της Φαλλαγωγίας που περιγράφει ο Πλούταρχος.
Είναι λοιπόν γενικά παραδεκτό, ότι οι αρχαίοι μας, τίποτα δεν έκαναν τυχαία, και έτσι είμαι βέβαιος ότι η Κληματίδα είχε την πρέπουσα θέση της στην πομπή της Φαλλαγωγίας, γιατί κάποιος λόγος θα υπήρχε. Ανέφερα παραπάνω ότι αυτήν την «Κληματίδα» τη «ζωνόμασταν» γύρω από τη μέση μας και σταυρωτά στο στήθος, κάθε χρόνο την ημέρα του Αι Γιάννη του Κλήδονα, και έτσι ζωσμένοι με τις κληματσίδες τού ανθισμένου φυτού, «bδούσαμε» σταυρωτά πάνω από τις αναμμένες φωτιές, λέγοντας δυνατά, « Η Ζdρίγα να καεί, κι’ γώ να μη γκαώ. . .»-όπου Ζdρίγα είναι το κακό πνεύμα, η κακιά μάγισσα, ξωτικό κλπ που μπορεί να μας βλάψει, και πρέπει να καεί -.
Κάποτε όμως στο καφενείο- πού αλλού;- , σ’ αυτό το ανοιχτό Πανεπιστήμιο του χωριού, εκεί όπου κερνάς έναν καφέ ή ένα τσίπουρο στους παππούδες και μαθαίνεις χίλια πράγματα, απάνω στη συζήτηση για το ποια έθιμα άρχισαν να ξεχνιούνται και να μαραζώνουν, και εκεί που όλοι συμφώνησαν στο ότι παρόμοιες με τον Κλήδονα εκδηλώσεις όπου γίνονται, γίνονται μόνο για να τις δείξει η τηλεόραση, η κουβέντα τόφερε και στην Κληματίδα, αυτήν τη δικιά μας Σκρέba. Εκεί ο μπάρμπας μου ο Τάσιος, ο θυμόσοφος και παράξενος εκείνος άνθρωπος που τα «βόλευε» στο χωριό με όλες τις τέχνες και τα μερεμέτια, κρατώντας το ρακοπότηρο, ρώτησε έτσι αόριστα απευθυνόμενος σε όλους, ρώτησε και σώπασε αμέσως, αφήνοντάς μας σε μια αμήχανη σιωπή. Ρώτησε « Μύρσιτι καμιάφουρα σκρέbα; Όλνοι μό μέρα τ’ μυρίζουμι.. . .Τ’ μύρσι κανένας κι τ’ νύχτα;. . . .»
Στην ερώτηση δεν μπόρεσε να απαντήσει κανείς και τότε ο Μπάρμπας μου , εξήγησε ότι το λουλούδι της κληματίδας την ημέρα ευωδιάζει, αλλά τη νύχτα, για όσους έτυχε να έχουν «ιδίαν γνώσιν», τη νύχτα αυτό το πανέμορφο σύνολο των λουλουδιών της σε κάθε κοτσάνι, «μυρίζ’ αλλιώς». Κι’ αυτό το «αλλιώς», θα πει, ότι έχει εκείνη τη χαρακτηριστική βαριά μυρωδιά, τη μυρωδιά των ανδρικών εκκρίσεων των αναμεμειγμένων με τις γυναικείες, όπως μυρίζουν λίγη ώρα ύστερα από το « ιθυφαλλικόν . . . συμπόσιον», για να το πούμε κάπως συγκεκαλυμμένα, κι’ όποιος αμφιβάλλει. . . άμα γνωρίζει για ποιο φυτό λέμε, δεν έχει παρά να το μυρίσει και τη νύχτα.
Έτσι, ύστερα από τόσες εκατονταετίες, λύνεται μια απορία μας για την περίοπτη θέση που έδιναν στην Κληματίδα οι αρχαίοι, και εδραιώνεται η άποψη, ότι εκείνοι τότε, τίποτα δεν έκαναν τυχαία. Εκείνοι « Ήξεραν . . . .»
Βαγγέλης Μαυροδής