Την τελευταία δεκαπενταετία εμφανίστηκε στο προσκήνιο, δειλά αρχικά, γενικευμένα αργότερα, ο εύηχος και ελκυστικός όρος «αειφόρος ανάπτυξη». Είναι, κατά την ταπεινότητά μου, προϊόν (παραπλανητικό) του υποβαθμιζόμενου, από τις παντοειδείς ανθρώπινες δραστηριότητες, περιβάλλοντος.
Έπρεπε κάτι να εφευρεθεί ως “αντίδοτο” στην διογκούμενη κατακραυγή εναντίον «αναπτυξιακών» προγραμμάτων, έργων κ.λ.π. που παρέβλεπαν το περιβαλλοντικό κόστος. Και εφευρέθηκε. Η αει- φόρος ανάπτυξη. “Τα πάντα σήμερα έχουν μέσα τους “αειφόρο ανάπτυξη”, υπό την (απατηλή) έννοια πως αυτή είναι συνυφασμένη με την προστασία του περιβάλλοντος.
Έτσι, είναι διάχυτο πλέον, ότι όπου προβάλουμε “αειφόρο ανάπτυξη” (και προβάλουμε παντού) επι- τυγχάνουμε (εξασφαλίζουμε) και την προστασία του περιβάλλοντος και άρα και οι μελέτες μας είναι άρτιες και τα προγράμματά μας θα εγκριθούν και οι επιδοτήσεις μας θα δωθούν.
Ωστόσο η αλήθεια είναι τελείως αντίθετη. Οπου επιδιώκεται αειφόρος ανάπτυξη (αν όντως επιδιώκεται) το αποτέλεσμα θα συνοδεύεται και από καταστροφή (αειφόρο μάλιστα) του περιβάλλοντος.
Είναι αλήθεια πως στα χρόνια που πέρασαν και στα χρόνια που ήρθαν, οι οικονομίες στηρίχθηκαν στην ανάπτυξη. Βιομηχανική, τουριστική, κατασκευαστική κ.λ.π. Είναι όμως εξ ίσου αληθές ότι, όπου επιτεύχθηκε τέτοια αδέσποτη ανάπτυξη το περιβάλλον υποβαθμίσθηκε. Τώρα στην «ανάπτυξη» προστέθηκε κατά τ’ ανωτέρω και το «αειφόρος» και προέκυψε η “αειφόρος ανάπτυξη”.
Τόσο όμως το «ανάπτυξη» όσο και το «αειφόρος» υποκρύπτουν διηνέκεια. Προσομοιάζουν δηλ. με κλίμακα χωρίς τέλος, χωρίς καν πλατύσκαλο μέχρι το οποίο θα οριοθετείτο ενδεχόμενα η αζήμια ανάπτυξη, καθ’ ότι το ξεπέρασμα του σημείου αυτού θα ήταν η απαρχή της μή προστασίας του περιβάλλοντος, της προσβολής του περιβάλλοντος. Εξ άλλου η οικονομική ανάπτυξη κυριαρχείται σήμερα από τρεις φιλοσοφίες.
-Η πρώτη, των αμετανόητων οπαδών ανάπτυξης, που υποστηρίζουν πως θα παραγάγουν τα πάντα έστω λ.χ. και αν δεν μείνει καλλιεργήσιμη γη.
-Η δεύτερη, ακραία και αυτή, όπως και η πρώτη, όπου ανήκουν οι οπαδοί της βαθιάς οικολογίας που διατείνονται ότι τα πάντα έχουν ίσα δικαιώματα στην πλάση.
-Η τρίτη, ενδιάμεση, που αφορά την συστημική θεώρηση και που οι οπαδοί της δέχονται ότι οι δυνατότητες ανάπτυξης δεν είναι απεριόριστες όπως επιστεύετο προηγούμενα, αλλά εξαρτώνται από την λειτουργία της φύσης.
Είναι ολοφάνερο πως η τρίτη είναι η ενδεικνυόμενη αφού εξασφαλίζει και ανάπτυξη και προστασία. Άλλωστε στη Χώρα μας το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει θεσπίσει και εφαρμόζει ορισμένες Αρχές αλληλένδετες με την προστασία του περιβάλλοντος. Η πρώτη απ’ αυτές δέχεται πως Εθνικό συμφέρον αποτελεί πλέον η προστασία του περιβάλλοντος, σε αντίθεση με τα όσα ίσχυαν προ 30ετίας, οπότε επικρατούσε σαν Εθνικό συμφέρον η ανάπτυξη αυτή καθ’ αυτή (και προκάλεσε την περιβαλλοντική υποβάθμιση).
Εφαρμόζει επίσης την Αρχή της φερούσης ικανότητας της φύσης (ότι δηλ., είναι ορισμένες οι αντοχές της φύσης), ως και την Αρχή της υποχρεωτικής χωρονομίας, ήτοι αφού εξετασθούν, υπό το βάρος της πρώτης Αρχής, οι αντοχές της φύσης, χωροθετείται σ’ ευρύ επίπεδο (Νομού λ.χ.), το τί και πού θα γίνει το κάθε τι.
Είναι αυτονόητο πως και οι υγιείς αυτές Αρχές δεν συμβιβάζονται με το πονηρό και νοσηρό εφεύρημα της “αειφόρου ανάπτυξης” τ’ οποίο χρησιμοποιείται και από τον ιδιωτικό φορέα, προκειμένου να επιτύχει τις οικονομικές του επιδιώξεις, αλλά και από την Πολιτεία, προκειμένου να εντυπωσιάσει τους υπηκόους της.
Ο όρος, αυτός καθ’ αυτός, “αειφόρος ανάπτυξη”, δεν είναι φάρμακο για πάσαν νόσο και πάσα μ…κία και ας πάψουν να τον χρησιμοποιούν οι επιτήδειοι σαν καραμέλα. Τί θα σήμαινε δηλ. “αειφόρος ανάπτυξη” στον τουρισμό; Εννοιολογικά, αύξηση, ανάπτυξη, του τουρισμού από χρόνο, σε χρόνο. Αενάως. Ωστόσο διερωτάται κανείς αν υπάρχει τόπος που θ’ άντεχε μια τέτοια ανάπτυξη χωρίς παράπλευρες, σημαντικές μάλιστα, περιβαλλοντικές απώλειες. Απώλειες που τελικά θα υποβάθμιζαν τον ίδιο τον τουρισμό;
Όλα λοιπόν συγκλίνουν στην αποδοχή ότι αειφόρος ανάπτυξη και προστασία περιβάλλοντος δεν είναι συμβατά και πως αν πράγματι νοιαζόμαστε για την προστασία του οφείλουμε ν’ αποτινάξουμε την παραπλανητική και ελλοχεύουσα τον βιασμό της φύσης αειφόρο ανάπτυξη.
Ωστόσο η αειφορία μπορεί να έχει σχέση με την ανάπτυξη υπό την Αρχή όμως της αειφορίας των καρπώσεων ήτοι της αέναης μεν, ισομερούς όμως μη εξαντλήσιμης απολαβής πόρων, εξυπηρετήσεων, υπηρεσιών, χάρη στην οποία εξασφαλίζεται αυτόματα η προστασία του περιβάλλοντος.
Η λειτουργία της Αρχής αυτής γίνεται κατανοητή στην διαχείριση των δασών, η επιστήμη της οποίας την εφαρμόζει από συστάσεώς της.
Έτσι, αν εφαρμόζονταν στο δάσος η προβαλλόμενη τώρα αειφόρος ανάπτυξη, ο δασοκτήμονας θα επεδίωκε να ρευστοποιεί με τις υλοτομίες, από χρόνο σε χρόνο, όλο και μεγαλύτερες ποσότητες ξυλείας (πράγμα που τον συμφέρει), με τελική συνέπεια όμως τον αφανισμό, διαχρονικά, του δάσους και κατ’ ακολουθία εξαφάνισης του υπόβαθρου της ανάπτυξης.
Με την Αρχή της αειφορίας των καρπώσεων τίθεται ανά δεκαετία πλαφόν στις ετήσιες απολήψεις οι οποίες μπορεί βέβαια να στοχεύουν στη μέγιστη δυνατή ανάπτυξη, θα πρέπει όμως να είναι ίσες κατ’ έτος και να μην υπερβαίνουν ή και να είναι μικρότερες από την ετήσια αυξητική παραγωγή του δάσους έτσι ώστε να εξασφαλίζεται και η υπόστασή του καθώς και η διηνέκειά του.
Φροντίζουμε δηλ. να παίρνουμε από το (κεφάλαιο) δάσος τους ετήσιους (ή και λιγότερο) τόκους (ετήσια παραγωγή) οπότε επιτυγχάνεται η αποκαλούμενη αειφορία των καρπώσεων.
Ολ’ αυτά βέβαια οι σοφοί πρόγονοί μας τα είχαν αντιμετωπίσει με τρεις λέξεις. Παν μέτρον άριστον. Εμείς ποιό μέτρο εφαρμόζουμε; Αν εφαρμόζουμε; Θα πρέπει λοιπόν να ξεχάσουμε την γλυκιά καραμέλα του “αειφόρος ανάπτυξη” και να συνειδητοποιήσουμε και τηρήσουμε την αειφορία των καρπώσεων.
Ξάνθη 8-3-2012
Γιάννης Γκεβρέκης
Δασολόγος – Επίτ. Δασάρχης