Στην κάποτε κραταιά Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως σε κάθε απολυταρχικό καθεστώς, οι συμβολισμοί έπαιζαν τεράστιο ρόλο. Οι Σουλτάνοι λ.χ. καθόταν στον θρόνο τους κατά τέτοιο τρόπο ώστε να έχουν μόνο το μισό του προσώπου τους στραμμένο προς τους υπηκόους τους. Έτσι κανείς δεν μπορούσε να δει "ολόκληρη την σκιά του Θεού πάνω στην γη" όπως αποκαλούσαν τότε τον κληρονόμο του θρόνου των Οσμανλιδών. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια επινόηση που αύξανε το αίσθημα του δέους μπροστά στον πιο ισχυρό και μεγαλοπρεπή ηγεμόνα του καιρού του. Μπορεί ο τελευταίος Σουλτάνος, σκιά πλέον των προκατόχων του να το’ σκασε περιδεής από την Πόλη το 1922, για να γλιτώσει από την οργή του Κεμάλ, αλλά ο συμβολισμός της αποκάλυψης μόνο της μισής όψης των πραγμάτων, πέρασε και παρέμεινε ασυνειδήτως ίσως εν ισχύ από την Οθωμανική εθιμοτυπία στην πολιτική πρακτική της σύγχρονης Τουρκίας. Η διαπίστωση αυτή που έχει οδηγήσει συχνά πολλούς ερευνητές να μιλούν για "τουρκικό λαβύρινθο", χώρα "αίνιγμα" και πολιτική "γρίφο", δεν σημαίνει ότι οι Τούρκοι πολιτικοί μπλοφάρουν εκ συστήματος, αποκρύπτουν εκ προοιμίου, ή διαστρεβλώνουν την αλήθεια. Αντιθέτως. Είναι ευγενικοί, έντιμοι, έμπειροι και επίμονοι διαπραγματευτές. Ως γνήσιοι κληρονόμοι και συνεχιστές δύο μυστικοπαθών αυτοκρατοριών, έχουν μάθει την υψηλή τέχνη να μην ανοίγουν με την πρώτη τα χαρτιά τους. Ξέρουν να χειρίζονται τα μεγάλα ζητήματα "κατ’ οικονομίαν", άλλοτε στο φως αλλά συνήθως στην σκιά, χωρίς βιασύνη και έπαρση, χωρίς δουλικότητα και υποταγή, αλλά με βαθιά επίγνωση της κάθε περίπτωσης ξεχωριστά, και τεκμηριωμένα-εννοείται- επιχειρήματα.. Κοντολογίς, δεν προσδιορίζουν και δεν ερμηνεύουν τις πολιτικές τους επιλογές, (και τις προτάσεις των απέναντί τους), με την Καρτεσιανή λογική που έχει διδαχθεί να το κάνει ο διπλωμάτης, ο πολιτικός και ο πολίτης της Δύσης.
.Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο είναι επίσης ότι οι Τούρκοι πολιτικοί αντίθετα με τους εξωστρεφείς δυτικούς συναδέλφους τους δεν κάνουν πολιτική -και ιδίως εξωτερική πολιτική- σε δημόσιους χώρους. για μια χώρα σαν την Τουρκία με εμπειρία δημοκρατικού και κοσμικού κράτους μικρότερη του ενός αιώνα, η λογική της μισής όψης των πραγμάτων είναι κάτι παραπάνω από συμβολισμός, είναι τέχνη. Αλλά δεν βοηθά πάντοτε.
Η σύγχρονη Τουρκία, κληρονόμος της τεράστιας πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας παραμένει μια εξαιρετικά πολύπλοκη και πολυδαίδαλη χώρα. Η σημερινή της φυσιογνωμία προσδιορίζεται αφ ενός μεν , από την επίμονη διεκδίκηση ενός σοβαρού διεθνούς ρόλου, αφ ετέρου δε από μια συνεχή εσωτερική κρίση.
Έτσι οι ξένοι αναλυτές τουλάχιστον σε ότι αφορά τους γρίφους της διπλωματίας της , βρίσκονται συχνά μπροστά σε αξεπέραστα διλήμματα: δεν μπορούν να αιτιολογήσουν τις απαιτήσεις της, κουράζονται γρήγορα από τους ακαταπόνητους διαπραγματευτικούς ελιγμούς της και -το κυριότερο- ερμηνεύουν διαφορετικά τα συμφωνηθέντα. Υπάρχει όμως εξήγηση και μάλιστα για τους επαΐοντες, εύλογη: οι ιστορικοί θυμίζουν ότι οι Οθωμανοί, παρ’ ότι ηττημένοι το 1919, δεν υπέγραψαν ποτέ την Συνθήκη των Σεβρών που άνοιγε την πόρτα στην διαρπαγή της χώρας από τα στρατεύματα των νικητών της Αντάντ. Έκτοτε η συνθήκη αυτή στοιχειώνει στις συνειδήσεις των Τούρκων ιθυνόντων που βλέπουν το φάντασμα του διαμελισμού πίσω από κάθε απόπειρα προσέγγισης με την Δύση.
Ωστόσο, τέσσερα μόλις χρόνια μετά το ραγισμένο διπλωματικό "κρύσταλλο" των Σεβρών, οι Τούρκοι με τον αέρα των νικητών του Αγώνα της Ανεξαρτησίας, ανάγκασαν τους ξένους διαπραγματευτές της Συνθήκης της Λωζάνης να τους δώσουν αυτά που επεδίωκαν. με επικεφαλής τους έναν ικανό στρατιωτικό και μετέπειτα εξέχοντα πολιτικό τον Ισμέτ Ινονού οι Τούρκοι δεν υποχώρησαν ούτε βήμα στις αξιώσεις τους, κυρίως σε ότι αφορούσε τις πολεμικές αποζημιώσεις (πού δεν πλήρωσαν ποτέ) και την ακεραιότητα των "ιστορικών συνόρων της Τουρκίας", (που διασφαλίστηκαν έκτοτε και με το παραπάνω). Ο Ινονού ήταν κουφός από την θητεία του στο πυροβολικό. Προσποιήθηκε επίσης ότι δεν μιλούσε καλά την γαλλική γλώσσα. Οι επαναλήψεις των ερωτήσεων, οι ατέρμονες μεταφράσεις, οι υπαναχωρήσεις και οι διαρκείς συνεννοήσεις του με τον ιδιοφυή πράγματι Μουσταφά Κεμάλ που συντόνιζε τα πάντα από την Άγκυρα, έφεραν αποτέλεσμα. Μπροστά στο ατέλειωτο παζάρι της τουρκικής αντιπροσωπείας η "άλλη πλευρά" έχασε γρήγορα την υπομονή της. (Η συνταγή καθιερώθηκε έκτοτε και με την προσθήκη απειλών, εφαρμόστηκε επιτυχώς από την Τουρκία πολλές φορές μέχρι σήμερα).
Το τίμημα βέβαια της Συνθήκης της Λωζάνης, ήταν ότι οι Δυτικοευρωπαίοι μοιράστηκαν τα ιμάτια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (και κατόπιν έκλεισαν συμβόλαια εκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών πόρων της καινούργιας χώρας). Επέτρεψαν έτσι στους εαυτούς τους την πολυτέλεια, να είναι ανεκτικοί και “γενναιόδωροι” απέναντι σε έναν ανατολίτη που επιζητούσε την ευρωπαϊκή ευλογία".
Αξιολογώντας νηφάλια τα δεδομένα, με την ιστορική απόσταση (και την ωριμότητα) που χαρίζει ο χρόνος, η Συνθήκη της Λωζάνης ήταν ένας διπλωματικός θρίαμβος, για την Τουρκία και τον Κεμάλ. Ήταν η εγγραφή της γέννησής της στις αναδυόμενες δημοκρατίες του κόσμου. Ήταν ουσιαστικά η αφετηρία της πορείας της προς την Ευρώπη, όπως όρισε από νεαρός αξιωματικός στην Θεσσαλονίκη, έως την επιθανάτιο κλίνη του στην Πόλη, ο ιδρυτής της.
Για την Ευρώπη η συνθήκη αυτή καθόρισε και καθορίζει μέχρι σήμερα το πλαίσιο της βουλιμικής συμπεριφοράς της στα ΝΑ σύνορα της Τουρκίας, τον Καύκασο και την Μ. Ανατολή. Η ίδια αυτή διεθνής συνθήκη είναι η Magna Carta των ελληνο-τουρκικών σχέσεων. Η πολιτική διορατικότητα, ο κοσμοπολίτικος θρίαμβος και η ηγετική τόλμη του Βενιζέλου και του Κεμάλ.
Οι Τούρκοι πέρασαν από την Ασία στην Ευρώπη, 100 χρόνια πριν από την πτώση της Κωνσταντινούπολης, σαν προσκαλεσμένοι και σύμμαχοι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Έκτοτε το ενδιαφέρον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας παρέμεινε στραμμένο προς την Ευρώπη, περισσότερο απ ότι προς την Ανατολή.
Από την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αναδύθηκαν 21 ανεξάρτητα κράτη, κανένα από τα οποία δεν υπήρχε πριν από την πτώση της Κωνσταντινούπολης. Απ αυτά τα περισσότερα, ανήκουν στην Ευρώπη και άλλα στην Μ. Ανατολή. Τέσσερα από τα κράτη εκείνα που κάπ