Αναμφίβολα η περίοδος είναι προεκλογική. Ντιμπέιτς, διαφημιστικά σποτάκια, συζητήσεις επί συζητήσεων, υποψήφιοι. «Μυρίζει εκλογές», όμως τι εκλογές;
Σπάνια κανείς θυμάται ότι πρόκειται για τις ευρωπαϊκές εκλογές. Στη χώρα μας, και όχι μόνο, η ευρωεκλογές είναι σαν παράσταση νίκης, δεύτερης κατηγορίας για τις εθνικές εκλογές. Κι όσο ακίνδυνο κι αν φαίνεται αυτό, στην πραγματικότητα δεν είναι, αφού επηρεάζει τη δημιουργία μιας γενικευμένης συνείδησης ή τάσης που απομακρύνει τους πολίτες από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ακόμη ακόμη και από τις ιδεολογίες των ευρωπαϊκών κομμάτων.
Συνήθως, η ΕΕ βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα: «μας ταλαιπωρεί, μας εξουθενώνει οικονομικά, μας εκμεταλλεύεται». Κι όμως, πόσες φορές έχουμε σκεφτεί να επαληθεύσουμε τις πληροφορίες που λαμβάνουμε για τις δράσεις της Κοινότητας και πότε αποπειραθήκαμε να κάνουμε τη σύγκριση «Ελλάδα με ή χωρίς Ευρώπη»; Τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης φυσικά της χώρας μας έχουν πάρει γενναιόδωρες επιδοτήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση (250 δις ευρώ το σύνολο) για αγρότες, δημόσια έργα κλπ.
Αλλά ακόμα κι αν αυτά αντιμετωπίζονται με ευρωσκεπτικισμό, οι εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβούλιο έχουν μια άλλη σημασία. Ανεξάρτητα από το πόσο υπέρ ή κατά της Ένωσης είναι ο καθένας μας, όλοι επηρεαζόμαστε το ίδιο από αυτή. Και επηρεαζόμαστε σε μεγάλο βαθμό. Η νόμοι που ψηφίζει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μαζί με το Συμβούλιο, διαπερνούν την εθνική έννομη τάξη και υπερτερούν έναντι των εθνικών νόμων. Αυτό σημαίνει ότι για θέματα που αφορούν τη δικαιοδοσία της (βλ. ΚΑΠ, τηλεπικοινωνίες, εσωτερικό και εξωτερικό εμπόριο) η Ευρώπη αποφασίζει και μόνη αυτή.
Ίσως θα ήταν υπερβολικά αισιόδοξο να ελπίζει κανείς ότι οι Ευρωπαίοι θα ψηφίσουν με βάση όχι το εθνικό, αλλά το ενιαίο ευρωπαϊκό συμφέρον και τις ιδεολογικές τάσεις που επικρατούν στα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα, ή τουλάχιστον με γνώμονα καίρια ευρωπαϊκά θέματα, όπως είναι η επικύρωση της Συνθήκης της Λισσαβόνας. Κάτι τέτοιο, δεν είναι καν αναγκαίο. Σημασία έχει να γίνει κοινό κτήμα το γεγονός ότι οι αποφάσεις της ευρωπαϊκής ένωσης αφορούν τη ζωή μας και τη ρυθμίζουν εκτενώς. Αρκεί να υπολογίσει κανείς ότι πολύ περισσότερο από το μισό του συνόλου της νομοθεσίας προέρχεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση (στη Γερμανία αγγίζει το 80%).
Το πρόβλημα, όπως αναδύεται μέσα από τη χροιά που παίρνουν οι ευρωεκλογές στα ΜΜΕ και τους πολιτικούς κύκλους, δεν είναι ότι προτίθενται τα «εθνικά» θέματα σε αντίθεση με τις προτεραιότητες της Ένωσης, αλλά ότι οι επιλογές υποκινούνται με βάση όχι εθνικά προβλήματα, αλλά κομματικές αδυναμίες και…’τέρατα’. Αν, λοιπόν, οι πολίτες θέλουν καλύτερη κοινωνική πολιτική εγχώρια, αυτή τους η επιλογή καλώς επηρεάζει την ψήφο τους. Αυτές οι εθνικές κατευθύνσεις, που οι πολίτες υπογραμμίζουν με την ψήφο τους, πρέπει να βρουν ικανά στόματα για να ακουστούν μέσα στην Ευρώπη. Και στο επιχείρημα της αποχής ως πολιτικής επιλογής, μια διευκρίνιση ταιριάζει: σε καιρούς εθνικών εκλογών, και με βάση τη νομική και ιστορική παράδοση της χώρας μας όπου η ψήφος είναι υποχρεωτική, τα μηνύματα της αποχής ίσως βρουν τους αποδέκτες τους, αλλά σε επίπεδο ευρωεκλογών η επιλογή της μη επιλογής φτάνει διαστρεβλωμένη. Κι αυτό γιατί η αγανάκτηση, η οργή, η απογοήτευση με την εγχώρια εθνική κατάσταση αντανακλά σε ευρωπαϊκό επίπεδο ως αδιαφορία προς ένα Κοινοβούλιο όταν στον αντίποδα της νομοθετικής διαδικασίας βρίσκεται η γνώμη των κυβερνήσεων (Συμβούλιο).
Ας σκεφτούμε, λοιπόν, για ακόμη μια φορά, όχι τι μήνυμα θέλουμε να περάσουμε, αλλά τι μήνυμα τελικά θα ακουστεί μέσα από το δικό μας στόμα.
Ελένη Διαφωνίδου