Στην Ελλάδα η εγγραφή της νομικής θέσης της Εκκλησίας στα συνταγματικά κείμενα από την ελληνική επανάσταση έως σήμερα έχει ειδικότερους ιστορικούς λόγους που πρέπει να αναζητηθούν στον καίριο ρόλο της Εκκλησίας τόσο κατά την τουρκοκρατία όσο και κατά την ελληνική επανάσταση, καθώς και στην ιδεολογικά κυρίαρχη θέση και επιρροή της κατά την περίοδο της συγκρότησης της νέας ελληνικής πολιτείας.
Από την παραπάνω διαπίστωση προκύπτει ότι η σχέση Εκκλησίας και Πολιτείας είναι ζήτημα καταρχήν ιστορικό, το οποίο αποκτά ξεχωριστή πολιτική διάσταση από εποχή σε εποχή ανάλογα με την εκάστοτε θεσμική και ιδεολογική φυσιογνωμία της Πολιτείας και την πολιτική της Εκκλησίας.
Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η φιλελεύθερη πολιτεία υιοθετεί τον απόλυτο χωρισμό από την Εκκλησία, ενώ η παρεμβατική πολιτεία επιδιώκει την ταύτιση Πολιτείας και Εκκλησίας. Στη χώρα μας όμως αν και κατά κανόνα ίσχυε πάντοτε ο φιλελεύθερος χαρακτήρας των πολιτευμάτων, οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας είχαν μικτό περιεχόμενο με την παράλληλη ύπαρξη στοιχείων ταύτισης αλλά και διαχωρισμού.
Κατά τη συνταγματική επιστήμη τέσσερα είναι καταρχήν τα συστήματα που ιστορικά έχουν επικρατήσει στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας.
Κατά το Πολιτειοκρατικό σύστημα ισχύει η πρωταρχικότητα της κρατικής βούλησης η οποία εμφανίζεται καταρχήν με τη μορφή του καισαροπαπισμού, όπου η κρατική εξουσία, όταν δεν διοικεί η ίδια την Εκκλησία, παρεμβαίνει καθοριστικά σε θέματα που δεν άπτονται μόνο της διοίκησης ή της απονομής εκκλησιαστικής δικαιοσύνης, αλλά και σε θέματα που αφορούν στο ίδιο το θρησκευτικό δόγμα ή την άσκηση της λατρείας. Εμφανίζεται, επίσης, και με τη μορφή της «νόμω κρατούσης πολιτείας», κατά την οποία επικρατεί η τάση εξαντλητικής δικαιικής ρύθμισης των σχέσεων Εκκλησίας και πολιτείας και ο περιορισμός της κυριαρχικής παρέμβασης του κράτους στα διοικητικά της Εκκλησίας, η οποία κατά τα λοιπά αυτοδιοικείται.
Αντίθετα, στο λεγόμενο ιεροκρατικό σύστημα διαπιστώνεται η διεκδίκηση ή ακόμα και η άσκηση της κρατικής εξουσίας από την εκκλησιαστική, ενώ στο πρόσωπο του αρχηγού της Εκκλησίας συμπίπτει και η ιδιότητα του αρχηγού του κράτους.
Επίσης, κατά την περίοδο της βυζαντινής πολιτείας εφαρμόσθηκε το σύστημα της συναλληλίας, κατά το οποίο ισχύει η αρχή της μη ανάμιξης της Πολιτείας σε θέματα της Εκκλησίας και αντίστροφα, ενώ θέματα κοινού ενδιαφέροντος επιλύονται με διεθνείς συμβάσεις, τα κονκορδάτα, όπως αποκαλούνται οι συνθήκες που συνάπτει η Δυτική Καθολική Εκκλησία με τους εκπροσώπους της κοσμικής εξουσίας.
Κατά το σύστημα, τέλος, του πλήρους χωρισμού Εκκλησίας και Πολιτείας, η Πολιτεία είτε αδιαφορεί για τα θρησκευτικά και εκκλησιαστικά ζητήματα, επιβάλλοντας στους φορείς των θρησκευτικών δογμάτων την οργάνωση τους σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, είτε επιφυλάσσει τη δυνατότητα οργάνωσής τους σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Αποτέλεσμα είναι η έννομη τάξη της Εκκλησίας να μη συναντάται καθόλου με την έννομη τάξη της Πολιτείας και να αναγνωρίζεται μόνο στο μέτρο που επιλέγει μια οργανωτική μορφή, η οποία αναγνωρίζεται από την έννομη τάξη ως υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, έτσι ώστε να αποτελούν δύο αυτοτελή και αυτόνομα συστήματα.
Κατά το ισχύον Σύνταγμα οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας ανταποκρίνονται στη λογική και τη φιλοσοφία του συστήματος της «νόμω κρατούσης πολιτείας», καθώς πρόκειται για σχέσεις συνταγματικά τυποποιημένες, ενώ τα ανώτατα διοικητικά όργανα της Εκκλησίας, όπως η Ιερά Σύνοδος, ακόμα και αν προβλέπονται από το κανονικό δίκαιο, οφείλουν τη νομική τους υπόσταση στο Σύνταγμα. Παράλληλα, η ειδικότερη συγκρότηση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου καθορίζεται από τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας, ο οποίος θεσπίζεται με νόμο που ψηφίζεται από την ολομέλεια της Βουλής, ενώ το ίδιο συμβαίνει και με τον Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους.
Παρατηρούμε, επομένως, ότι οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, πέρα από τους αναμφισβήτητους ιστορικούς δεσμούς, παρουσιάζουν ισχυρή νομική αλληλεξάρτηση που ενισχύεται από την επίκληση της Αγίας Τριάδος στην αρχή του Συντάγματος, από τη μερική κρατική ρύθμιση του καθεστώτος της «επικρατούσας θρησκείας», από τους θρησκευτικούς όρκους του Προέδρου της Δημοκρατίας και των βουλευτών, από τη διακήρυξη της υπεροχής των υποχρεώσεων προς το κράτος έναντι των θρησκευτικών επιταγών, αλλά προπάντων από τη συνταγματικά κατοχυρωμένη βασική αποστολή του κράτους να παρέχει παιδεία που να αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στην ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων.
Το ζήτημα λοιπόν του χωρισμού είναι ένα ιδιαίτερο πολύπλοκο ζήτημα για το οποίο απαιτείται η ιδιαίτερη γνώση των στοιχείων εκείνων που διαμορφώνουν το περιεχόμενο της σχέσης Εκκλησίας και Κράτους. Η υποστήριξη της μιας ή της άλλης άποψης προϋποθέτει τη γνώση των συνεπειών της έκαστης επιλογής, πράγμα το οποίο ακόμα δεν έχει ξεκαθαριστεί από τη νομική και την πολιτική επιστήμη.
Έτσι, στην περίπτωση της αποδοχής της ύπαρξης της υφισταμένης κατάστασης υπάρχει η δυνατότητα της γνώσης του πλαισίου στο οποίο καθορίζονται οι σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας, ενώ στην περίπτωση του πλήρους χωρισμού είναι σχεδόν αδύνατο να εξακριβωθεί το περιεχόμενο κατά το οποίο θα συνυπάρχουν Κράτος και Εκκλησία.
Αυτή τη στιγμή, σε μια εποχή έντονης κρίσης του θεσμού της Εκκλησίας, θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο να τεθεί ζήτημα διαχωρισμού λόγω της έντονης αρνητικής αντίδρασης της κοινής γνώμης στα φαινόμενα της εκκλησιαστικής διαφθοράς, αλλά και της έλλειψης ουσιαστικής μελέτης του φαινομένου του διαχωρισμού και των ενδεχομένων συνεπειών.
Άλλωστε, ακόμα και κορυφαία πολιτικά στελέχη, τα οποία τάσσονται υπέρ του διαχωρισμού, έχουν εκφράσει σημαντικές επιφυλάξεις σε επιστημονικό επίπεδο. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή του Συνταγματολόγου και βουλευτή του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελου Βενιζέλου, ο οποίος, αν και πολιτικά τάσσεται υπέρ του διαχωρισμού, έχει υποστηρίξει σε σχετικό σύγγραμμά του πως η αυτοδιοίκηση της Εκκλησίας, με βάση την εξαντλητική νομοθετική και συνταγματική ρύθμιση των σχέσεων της με την Πολιτεία, αποκλείει στον κοινό νομοθέτη τη δυνατότητα να επιλέξει ένα σύστημα χωρισμού Εκκλησίας και Πολιτείας. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από τα Πρακτικά της Ε’ Αναθεωρητικής Βουλής, όπου αναφέρεται ότι « όχι μόνο αποκλείστηκε ρητά η επιλογή της συνταγματικής κατοχύρωσης του χωρισμού της Εκκλησίας από την Πολιτεία, αλλά απορρίφθηκε και το ενδεχόμενο να ανατεθεί στην ίδια την Εκκλησία η αρμοδιότητα να θεσπίζει τον Καταστατικό της Χάρτη, διότι έτσι θα ήταν δυνατό να υπάρξει χωρισμός της από την Πολιτεία».
Βέβαια, η οποιαδήποτε στάση που μπορεί να κρατήσει ο καθένας από εμάς έχει να κάνει σχέση με το πώς αντιλαμβάνεται και βιώνει τη θρησκευτική πίστη σε συνάρτηση και με την ιδεολογική και πολιτική του κοσμοθεωρία. Η αλήθεια είναι πως, όταν υπεισέρχονται νομικοί παράγοντες σε διάφορα ζητήματα, παραμερίζονται συνήθως θέματα ιδεολογίας και πίστης.
Αναγκαία, ωστόσο, είναι η ψύχραιμη αντιμετώπιση των φαινομένων διαφθοράς που παρατηρούνται στο χώρο της Εκκλησίας, καθώς και η ενδελεχής και εξαντλητική μελέτη του ενδεχομένου του διαχωρισμού, προκειμένου να υπάρχει η δυνατότητα βέβαιης πρόβλεψης των συνεπειών και των τρόπων αντιμετώπισης των σχετικών ζητημάτων που θα προκύψουν. Ας μη λησμονούμε, άλλωστε, ότι ενδεχόμενος διαχωρισμός Κράτους-Εκκλησίας σε καμία περίπτωση δεν προσφέρει τις απαραίτητες εγγυήσεις για την εξάλειψη των φαινομένων της διαφθοράς, καθώς σήμερα το Κράτος, μέσω της νομοθετικής οδού έχει τη δυνατότητα να λειτουργήσει και ως είδος ελεγκτικού μηχανισμού.
Πρωταρχικό ρόλο σε αυτή τη χρονική περίοδο πρέπει να έχει η ίδια η Εκκλησία λαμβάνοντας τα απαραίτητα μέτρα για μια πραγματική και ουσιαστική αυτοκάθαρση, ενώ επιβάλλεται και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης να αξιολογήσουν τα τεκταινόμενα με υπευθυνότητα, ώστε να μη λειτουργούν έστω και ακούσια ως μέσα εξυπηρέτησης πολιτικών ή εκκλησιαστικών συμφερόντων, έχοντας ως γνώμονα το γεγονός ότι η θρησκευτική πίστη και η συμμετοχή στην εκκλησιαστική ζωή αποτελεί στην ουσία αναπόσπαστο στοιχείο της ιδιοσυγκρασίας του Έλληνα και πάγιο μέρος της ελληνικής παράδοσης. Οι αγώνες του έθνους για τη διεκδίκηση και κατοχύρωση της ελευθερίας πραγματώνονταν πάντοτε στο όνομα της ορθόδοξης πίστης, ενώ όλες σχεδόν οι πτυχές της ανθρώπινης ζωής (βάπτιση, γάμος, θάνατος) καθώς και οι μεγάλες γιορτές και αργίες είναι ενδεδυμένες με το μανδύα της θρησκευτικής μας παράδοσης.
Νίκος Σεργκενλίδης
Δικηγόρος