«Η απόδοση ενός πατρογονικού ελαιόδεντρου δεν είναι το λάδι του αλλά το καθαρό νερό της σοφίας» Οδυσσέας Ελύτης
Το να βρίσκεται κανείς κοντά σε παιδιά και γενικά νέους ανθρώπους είναι ευλογία. Πέρα από το ότι βλέπει τη ζωή μπροστά του και το πώς αυτή συνεχίζει, παρά τις όποιες δυσκολίες, πετυχαίνει κάτι ακόμα. Αν έχει μάτια και αυτιά ανοιχτά, μπορεί να ακούσει φράσεις που δεν περιμένει, καθαρότητα νου που απλά δεν μπορεί να βρεθεί αλλού, ανόθευτη ειλικρίνεια, φαντασία και όνειρο.
Ο λαός το έχει πει χαρακτηριστικά: «Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια». Ο Διονύσιος Σολωμός το είπε διαφορετικά «…το μάτι και το αυτί του παιδιού σου σε παραμονεύει από την κλειδωνότρουπα…» κι ο Διονύσης Σαββόπουλος το διατύπωσε παρόμοια: «Πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά, έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα».
Έτσι, σε μια οποιαδήποτε ελληνική πόλη, που κρύβει επιδέξια θαρρείς το παρελθόν της, που το θυσιάζει ενίοτε για να υψωθούν μερικές ακόμα πολυκατοικίες, που δεν το φροντίζει ακόμα κι όταν στέκει πληγωμένο αλλά περήφανο, μια ξενάγηση με παιδιά, σε έναν χώρο που έρχεται απ’ το παρελθόν και συνομιλεί μ’ αυτό, μπορεί να μετατραπεί σε αληθινή περιπέτεια.
Πώς; Σκαλίζοντας πρώτα-πρώτα τη λέξη «μνημείο», τη συλλογική μνήμη αλλά και τις προσωπικές ή οικογενειακές μνήμες. Για παράδειγμα, σκαλίζοντας τις ζωντανές ακόμα μνήμες των παιδιών της Ξάνθης (έστω μέσω συγγενών τους) από τα καπνά και τις καπναποθήκες. Κάποια χρόνια πριν, ποιο παιδί της περιοχής δε θα είχε βιωματική, κι όχι φιλολογική, σχέση με το φυτό αυτό;
Κι η περιπέτεια συνεχίζεται. Παρατηρείς μαζί με τα παιδιά, με τον τρόπο τους, σημεία του χώρου στα οποία δεν είχες δώσει σημασία πριν.
Μιλάς για πράγματα που ξέρεις αλλά τα βλέπεις με τα δικά τους μάτια.
Ανακαλύπτεις (τυχαία;) ένα μέρος που δεν το είχες ξαναπροσέξει όπως έπρεπε. Κι εκεί βρίσκεις έναν μοναδικό κρυμμένο κήπο, πραγματικό και μεταφορικό, στην καρδιά της τσιμεντούπολης.
Διαβάζεις το απόσπασμα από ένα διήγημα που είχες διαλέξει και τα παιδιά σου κάνουν δώρο μια λέξη από όσα άκουσαν. Μια λέξη που τους άρεσε, μια λέξη περίεργη ή προκλητική.
Στο τέλος, τι να πει κανείς σ’ αυτά τα παιδιά, πώς να κρυφτεί, όταν βλέπουν παντού γύρω τους την εγκατάλειψη του παρελθόντος και τη σιωπηλή φθορά της μνήμης να προχωρά χωρίς γυρισμό;
Κι έρχεται σαν φυσικό επακόλουθο η φράση-χαστούκι από ένα παιδί, που στέκεται και αντιστέκεται μπροστά στον κόσμο των μεγάλων: Ντροπή μας!
Ναι, μπορούμε να τους πούμε ότι δεν μπορούμε να σώζουμε τα πάντα από το παρελθόν, ότι σε χρήματα κοστίζει πιο πολύ να τα διατηρήσουμε από το να χτίσουμε κάτι καινούριο, ότι δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα όπως νομίζουν.
Τότε όμως έρχεται αβίαστα στο μυαλό η φράση ενός στοχαστή, ενός φιλοσόφου, ενός εραστή δηλαδή της σοφίας, αυτής που βρίσκει κανείς στο πατρογονικό ελαιόδεντρο του ποιητή:
«Το πρωταρχικό μέλημα όλων μας είναι να τιθασεύσουμε πρόωρα την αγαπητή μας νεολαία, να καταπνίξουμε κάθε φυσική ορμή, κάθε πρωτοτυπία, κάθε ζωηράδα, έτσι που στο τέλος να μη μείνει παρά ο στενόμυαλος μικροαστός» (Γκαίτε).
Αν μαζεύαμε οι μεγάλοι, ο καθένας τη ντροπή του, μήπως θα αλλάζαμε τροπή στα πράγματα, δημιουργώντας μια νέα ροπή για το μέλλον που ετοιμάζουμε για τα παιδιά μας;
Νατάσα Μιχαηλίδου
Αρχαιολόγος-μουσειολόγος-ξεναγός