“…Άς φανή καθαρά η μικρότης του τόπου, και ο σιδερένιος και ασύντριφτος κύκλος οπού την έχει κλεισμένη. Τοιουτοτρόπως από την μικρότητα του τόπου, ο οποίος παλεύει με μεγάλαις ενάντιαις δύναμες, θέλει έβγουν οι Μεγάλαις Ουσίαις”.
Διονύσιος Σολωμός
Από τους στοχασμούς του ποιητή
στους “Ελεύθερους πολιορκημένους”
Δύο επιβλητικά πανό κοσμούν τις δυο γωνιές βόρεια-βορειοδυτικά του κτιρίου της Νομαρχίας, για να θυμίζουν το μεγάλο αγώνα. Παρατηρώντας τα και καθώς σβήνει ο αντίλαλος της μεγάλης γιορτής, κάποιες σκέψεις απλά ανέμισαν μαζί με τα πανό.
Στο πλαίσιο της διπλωματικής οδού και μιας αγαστής συνεργασίας μεταξύ κυβέρνησης και πρεσβειρών, έπρεπε να τιμήσουμε τους αγώνες της ελευθερίας, τους αγωνιστές και ν ακούσουν οι νεότερες κυρίως γενιές τί σημαίνει πείνα(πλην της σύγχρονης διαφαινόμενης).
“Σκυλιά, γάτες, αλογάκια, βατράχους αλοίμονο δεν είχαμε. Αρχίσαμε από τις 15 του Μάρτη τις πικραλήθρες, χορτάρι της θάλασσας. Το βράζαμε πέντε φορές ώσπου να βγει η πικράδα και το τρώγαμε με ξύδι και λάδι σα σαλάτα, ανακατωμένο με ζουμί από καβούρους. Από την έλειψη της τροφής αύξαιναν οι αρρώστιες, ο πονόστομος κι η αρθρίτιδα. Μ αυτό το χάλι πολέμησαν οι αθάνατοι της Κλείσοβας δεκατρείς ώρες”, όπως πολύ γλαφυρά αποτυπώνεται στον τόμο του Δημήτρη Φωτιάδη με τίτλο “ Μεσολόγγι” και με ξυλογραφίες της Βάσως Κατράκη.
Και βέβαια έπρεπε σαν λαός να τιμήσουμε-και να τιμούμε-τους αγώνες των “αγωνιστών” μας και μέσα στη σύγχρονη βόλεψή μας να κάνουμε μια στάση μοναχά στη στέρηση, την ανελευθερία.
Και οι απανταχού φίλοι μας βεβαίως έσπευσαν να… τιμήσουν το κάλεσμά μας, να κρεμάσουν τη γαλανόλευκη στα εμβληματικά τους κτίρια.
Λευκοί και γαλάζιοι οίκοι, όπερες, μουσεία, πλατείες, ως και το Manneken Pis ντύθηκε τσολιάς (το δικό μας το δόλιο τ αλογάκι αγνοούσε πλήρως τους τίτλους ευγενείας και ανερυθρίαστα συμπεριφέρθηκε τόσο άκομψα μπροστά στον Πρίγκηπα της Ουαλίας και τη Δούκισσα της Κορνουάλης).
Κι η γαλανόλευκη να κυματίζει στον αέρα της παγκόσμιας πρέσβειρας και πλάι πλάι με την αστερόεσσα, και υπό τους γαλαζομπλέ προβολείς της εκάστοτε χώρας.
Μας τίμησαν οι προσκεκλημένοι επισκέπτες μας με προεξάρχοντες τους γαλαζοαίματους (έτσι και για τη χρωματική αρμονία), για να θυμηθούμε και μεις οι ανιστόρητοι, τις ελληνικές τους ρίζες και κατ επέκτασιν το… συγγενολόι μας και τους άνακτες. Τον…τσελεπή Κάρολο, τον τσελεπή Κωνσταντίνο, μηδέ εξαιρουμένης της “διακριτικής” βασιλομήτορος εκ Μπλανκενμπούργκ.
Τέλος πάντων (ας συμβιβαστούμε με τους τίτλους έστω)…
200 χρόνια και πανηγύρια και φίλοι κι επισκέπτες.
Οι απορίες μας όμως όχι απλώς αιωρούνται, μα σαν τρυπάνι επανέρχονται στο μυαλό.
Όταν επί μήνες ανεξέλεγκτα αλωνίζονταν οι θάλασσες και μεις ξοδεύαμε τα μαλλιοκέφαλά μας τρέχοντας καταπόδι της απειλής, πού ήταν όλοι αυτοί οι…»φίλοι» ;
Και την επομένη των πανηγυρισμών τί απέγινε με το απέναντι γειτονόπουλο, που χει να βάλει κλειδί στο παπουτσάδικο και γλυκό ψωμί στο τραπέζι του-όπου αραδιάζονται τέσσερις και πέντε;
Την επομένη των πανηγυρισμών τί απέγινε με την κ. Κατερίνα δίπλα, που στο καφενεδάκι της τα μπρίκια είναι ακόμα κρεμασμένα μαζί με την αγωνία της, για το χορτασμό των εγγονών της με τους δυο γονείς άνεργους;
Τί απέγινε με τη μικρή βιοτεχνία, τις άδειες αποθήκες της και τους δώδεκα απολυμένους πλέον εργαζομένους της;
Τί απογίνεται με τα φρέσκα…μέτρα και σταθμά της εργασιακής σύνθλιψης;
Τί απέγινε, τί άλλαξε, τί έμεινε απ το γαλάζιο το μπλε στολισμό και των ανακτόρων του Μπάκιγχαμ και του κατωφλιού μας και των απανταχού φίλων;
Είκοσι δεκαετίες φίλοι εδώ κι εκεί.
Μα οι Κολοκοτρωναίοι στην πρώτη γραμμή για άλλα αιματοκυλίστηκαν.
Άλλες οι αλήθειες, άλλη και η ουσία …
“ τον ξεσηκωμό του ελληνικού λαού για τη λευτεριά του, τον είδαν όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις χωρίς καμιά εξαίρεση, σα μια καινούρια φλόγα που άναβε στις καρδιές των υποδουλωμένων λαών, δικών τους και ξένων, γενναία αισθήματα κι ελπίδες. Αυτές, σ αντίθεση με τη συμπάθεια των απλών ανθρώπων και των προοδευτικών διανοουμένων, όχι μονάχα δε μας συνέτρεξαν, μα βοήθησαν τους Τούρκους με μεταφορικά πλοία, με πολεμικό υλικό, με παραγγελίες στα ναυπηγεία τους και με ειδικούς οργανωτές του στρατού και του ναυτικού τους.
Μέσα σ ένα τέτοιο άξενο και πολιτικό κλίμα ύψωσαν τη σημαία της ελευθερίας οι αγωνιστές του Εικοσιένα. Δεν είχαν μονάχα να παλέψουν, μια χούφτα αυτοί, ενάντια σε μια αυτοκρατορία που απλωνόταν από την Περσία ως τις Ηράκλειες στήλες κι από τον Προύθο ως τα βάθη της Αφρικής, μα έπρεπε να λυγίσουν και την έχθρητα των μεγάλων δυνάμεων, που καθόριζαν όχι μόνο την τύχη της Ευρώπης, μα και του κόσμου όλου”.
Τα γιορταστικά πανό εξακολουθούν ν ανεμίζουν, μαζί κι οι σκέψεις για τις αλήθειες, τις ουσίες…
200 χρόνια πριν. Άλλαξαν άραγε οι καιροί..;
Χρύσα Μπαΐρα