Αρχική ΓΝΩΜΕΣ Εκκλησιαστική περιουσία : Μέρος Α’ – σαν να μην πέρασε μια μέρα…

Εκκλησιαστική περιουσία : Μέρος Α’ – σαν να μην πέρασε μια μέρα…

0

Α.        1. Στην ιστορία του Σύγχρονου Ελληνικού Κράτους πολλά γεγονότα έχουν συμβάλει στην πορεία φαινομενικώς προς τα εμπρός, που όμως πολύ γρήγορα μετατρέπουν την πορεία σε …τροχάδην οπισθοδρόμηση! Ένα από αυτά θα κριθεί ότι είναι η αιφνιδιαστική δημοσίευση την 07.11.2018 του λεγομένου Κοινού Ανακοινωθέντος με τα 15 Σημεία «Συμφωνίας» του Πρωθυπουργού της Χώρας, Κου Αλεξίου Τσίπρα, και του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Κου Σεραφείμ [Λιάπη], περί την εκκλησιαστική περιουσία και την αλλαγή του τρόπου καταβολής της μισθοδοσίας των κληρικών και των λαϊκών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος από την Πολιτεία.

Οι σφοδρότατες αντιδράσεις για την «Συμφωνία» των άμεσα ενδιαφερομένων ήδη την επαύριον της πανηγυρικής ανακοίνωσής της λόγω του αποκλεισμού τους από την εν κρυπτώ και χωρίς εξουσιοδότηση διαπραγμάτευση επί ολόκληρη τριετία, όπως κομπορρημόνησε για την καταβληθείσα ανθρωποενέργειά του ο συνηθισμένος σε μόλις 17ωρες παταγωδώς αποτυχημένες διαπραγματεύσεις Κος Πρωθυπουργός, από τον εφημεριακό Κλήρο και την Διοικούσα Εκκλησία, η άμεσα εκπεφρασμένη αντίθεση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της λεβεντογέννας Μεγαλονήσου Κρήτης, τα πρώτα αρνητικά μηνύματα από το Άγιο Όρος Άθω, τα ηχηρά μηνύματα της οργισμένης αντιρρητικής σιωπής του Οικουμενικού Πατριαρχείου και τελικά η καθολικά αρνητική στάση του χριστεπωνύμου πληρώματος των απλών ενοριτών εξανάγκασαν σε … 24 ώρες τον ίδιο τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών (και τελικώς όχι «πάσης Ελλάδος»…) σε άτακτη δημόσια υπαναχώρηση την επομένη ημέρα του Ανακοινωθέντος με δικαιολογίες άτακτου παιδιού («Δεν υπάρχει συμφωνία, υπάρχει πρόθεση για συμφωνία, καταλάβατε;») – το μόνο, που ακόμα δεν ακούσαμε είναι το κλασσικό σε κάθε αντίστοιχη περίσταση σύλληψης «στα πράσσα» «δεν είναι αυτό, που νομίζεις»!).

Οι εξελίξεις οδήγησαν στην σύγκληση έκτακτης συνεδρίασης της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος την 16.11.2018 με θέμα την «Συμφωνία», όπου στην ουσία η Εκκλησία απέρριψε πλήρως αυτήν και παρέπεμψε το θέμα στις Ελληνικές καλένδες. Η Συνεδρίαση της ΙΣΙ κατέδειξε την απομόνωση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, ενώ η όλη πρωτοβουλία εξέθεσε σε προσωπικό επίπεδο ανεπανόρθωτα τον Προκαθήμενο της Εκκλησίας στην συνείδηση των λοιπών Επισκόπων, του τιμίου πρεσβυτερίου και του πληρώματος της Εκκλησίας αφαιρώντας του την έξωθεν καλή μαρτυρία: η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος φαντάζει πλέον (και είναι; ) Ακέφαλη… Καλό είναι πάντως να δούμε νηφάλια και ήρεμα επιγραμματικώς την ιστορική πορεία του ζητήματος της λεγόμενης εκκλησιαστικής περιουσίας κατά την μεταπολεμική ιδίως περίοδο, διότι θα εξάγουμε χρήσιμα συμπεράσματα για το μέλλον.

  1. Πριν από όλα όμως, για να συνεννοηθούμε, καλό είναι να οριοθετήσουμε την έννοια του όρου «εκκλησιαστική περιουσία», διότι πολλές αυθαίρετες χρήσεις έχουν σημειωθεί. Από πλευράς ταυτοχρόνως ισχυόντων εκκλησιαστικών καθεστώτων στην Χώρα για ιστορικούς λόγους η περιουσία της Εκκλησίας της Ελλάδος αφορά μόνο την Παλαιά Ελλάδα [Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα, Κυκλάδες, Ιόνια, Θεσσαλία, περιοχή Αρτας], ενώ οι Νέες Χώρες [λοιπή Επικράτεια] και οι Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου εποπτεύονται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως και η ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης, το δε Άγιο Όρος έχει άλλο ιστορικό προνομιακό καθεστώς. Η περιουσία της Εκκλησίας, για την ρύθμιση της τύχης της οποίας γίνεται πλέον λόγος, είναι κυρίως η μοναστηριακή, ενώ κατ’εξαίρεση περιουσιακά στοιχεία διατηρούν μεμονωμένως οι ίδιες οι Μητροπόλεις και οι Ενορίες. Από την περιουσία αυτή εξαιρείται η περιουσία των Καθιδρυμάτων της Εκκλησίας, που ρυθμίζεται από ειδικές διατάξεις και εποπτεύονται σκληρώς από το Υπουργείο Οικονομικών. Η μοναστηριακή περιουσία κατά τον Ν. 4684/1930 διακρινόταν σε διατηρητέα και εκποιητέα και αφορούσε κινητά, αξίες και αστικά και μη αστικά ακίνητα (ακίνητα δασικά, δασοσκεπή, δασωτέα και αναδασωτέα, δασικές βοσκές, δασικά εδάφη, αγροτικά και λειβαδικά).

Β.        Την περίοδο της τουρκοκρατίας και έως την Απελευθέρωση και την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους (1830) δεν ετίθετο ζήτημα εκκλησιαστικής περιουσίας, διότι τότε η διοίκηση και η διαχείριση της περιουσίας εναπόκειτο στην ίδια την Εκκλησία και τα πάντα ρυθμίζονταν τόσο από τις πρόνοιες των προνομίων του Σουλτάνου προς την Εκκλησία, όσο και από την αυξημένη προστασία, που απολάμβαναν ελέω Κορανίου οι βακουφικές, οι αφιερωμένες για θρησκευτικούς σκοπούς, περιουσίες στο οθωμανικό διοικητικό και φορολογικό σύστημα.

Την πρώτη περίοδο του ελεύθερου βίου του Κράτους σημάδεψε επί Βαυαροκρατίας η πραξικοπηματική μονομερής, πλήρως αντικανονική και αντιεκκλησιαστική, ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος (23.07.1833) και η αρπαγή της μοναστηριακής περιουσίας σε όλη την επικράτεια του νεογνού Κράτους (25.09.1833), η διαχείριση της οποίας ανετέθη στο ιδρυθέν κρατικό «Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (01.12.1834). Αυτή η κατάσταση διωγμού διατηρήθηκε έως την ίδρυση του «Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου» (19.11.1909) υπό το φως της Επανάστασης στο Γουδί (15.08.1909) και την επίνευση του Μεγάλου Ελληνα, Ελευθερίου Βενιζέλου, για την διαχείριση της περιουσίας των Ιερών Μονών έως την μεγάλυνση της Χώρας με τους Βαλκανικούς και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1912 – 1923), οπότε οι νέες συνθήκες επέβαλαν άρδην νέα θεώρηση. Ήδη από το 1917, αλλά κυρίως από την 29.12.1919, από την Κυβέρνηση Ελ.Βενιζέλου είχε κηρυχθεί η αναγκαστική απαλλοτρίωση όλης της αγροτικής μοναστηριακής ακίνητης περιουσίας για την αποκατάσταση των ακτημόνων γεωργών, ενώ διά του Αγροτικού Νόμου (Ν. 2052/1920) οι απαλλοτριώσεις μοναστηριακών ακινήτων επεκτάθηκαν σε όλην την Χώρα.

 Μετά την προσφυγική πλημμυρίδα του 1922 την περίοδο έως το 1930 η μοναστηριακή περιουσία κατελήφθη με «συνοπτικές διαδικασίες» για την στεγαστική και γεωργική αποκατάσταση των προσφύγων. Υπό τους όρους του Πατριαρχικού Τόμου του 1928 περί ανάθεσης στην Εκκλησία της Ελλάδος της επιτροπικής διοίκησης των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών «άχρι καιρού» το 1930 καταργήθηκαν το «Γενικόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» και το «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» και αντικαταστάθηκαν από τον κρατικό ΟΔΕΠ/ «Οργανισμό Διαχείρισης Εκκλησιαστικής και Μοναστηριακής Περιουσίας». Ο ΟΔΕΠ σε συνεργασία με την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ) θα εκποιούσαν την μοναστηριακή περιουσία και το αντάλλαγμα των εκποιήσεων θα αξιοποιούταν ως … επενδύσεις και μετοχές στην ΕΤΕ – έτσι προέκυψε η συμμετοχή της Εκκλησίας στο μετοχικό κεφάλαιο της ΕΤΕ κατά 14% (!), χρυσοφόρο μερίδιο, που εξανεμίσθηκε με κυβερνητική εντολή επί «PSI» το 2013 επί ζημία και σε βάρος της περιουσίας της Εκκλησίας!

Γ.         1. Η καταστροφή της Πολεμικής και της Κατοχικής Περιόδου οδήγησε στην ψήφιση του ΑΝ 536/05.09.1945 περί της για πρώτη φορά ενίσχυσης από το Κράτος της μισθοδοσίας των κληρικών, ενόσω η Εκκλησία θα κατέβαλε στο Κράτος αρχικώς το 25% και στην συνέχεια το 35% από τα έσοδα των Ιερών Ναών (η υποχρέωση καταργήθηκε το 2003). Μετά την λήξη και του Εμφυλίου Πολέμου οι πιεστικές ανάγκες αποκατάστασης των θυμάτων της περιόδου 1940-1949 επέβαλλε την συμπερίληψη κατά το Δίκαιο της ανάγκης ρητής πρόνοιας στο Σύνταγμα/1952 περί δυνατότητας την μεταβατική περίοδο 1952-1955 κήρυξης απαλλοτριώσεων με υποχρέωση καταβολής μειωμένης στο 1/3 της αξίας αποζημίωσης. Σε εκτέλεση της συνταγματικής ευχέρειας με Βασιλικό Διάταγμα της 15.08.1952 η Κυβέρνηση της ΕΠΕΚ του πραγματικώς κοσμαγάπητου και τίμιου Στρατηγού Νικολάου Πλαστήρα όρισε ότι η Εκκλησία της Ελλάδος απλώς … υποχρεωνόταν να παραχωρήσει στο Δημόσιο όλη την υπάρχουσα αγροτολειβαδική περιουσία της εντός … δύο (2) μηνών με σύμβαση και με μειωμένο στο 1/3 της αξίας το τίμημα της μεταβίβασης, άλλως θα προέβαινε σε αναγκαστική απαλλοτρίωση της ίδιας περιουσίας. Τελικώς τα θύματα του Εμφυλίου στην Χώρα μας είναι περισσότερα από όσα γνωρίζαμε έως σήμερα. Στην εκπνοή του Αμερικανικού Σχεδίου Μάρσαλ για την βοήθεια προς την Χώρα μας (1947-1952) την 18.09.1952 σε εκτέλεση του Ν. 2185/1952 μεταξύ της Εκκλησίας της Ελλάδος, του ΟΔΕΠ και του Ελληνικού Δημοσίου υπεγράφησαν δύο (2) Συμβάσεις, που κυρώθηκαν διά του ΒΔ 26.9./8.10.1952 (Α’ 289), για την μεταβίβαση κτημάτων της Εκκλησίας με σκοπό την αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών και μικρών κτηνοτρόφων. Με τις Συμβάσεις η Εκκλησία μεταβίβασε 770.000 στρέμματα αγροτολειβαδικής έκτασης, ενώ το συμβατικό αντάλλαγμα από το Ελληνικό Δημόσιο συνίστατο κατά ένα μέρος στην καταβολή στην Εκκλησία χρηματικού ποσού σε τρεις ετήσιες δόσεις (1952-1955) και κατά ένα άλλο μέρος στην μεταβίβαση της πλήρους κυριότητας 164 αστικών ακινήτων σε διάφορες πόλεις και στην παραίτηση του Δημοσίου από την διεκδίκησή τους. Η σύμβαση παρέμεινε εν μέρει και από τις δύο πλευρές ανεκτέλεστη και  απαιτήθηκαν συμπληρωματικές νομοθετικές ρυθμίσεις (ΝΔ 3096/1954) και συμπληρωματικές Συμβάσεις Εκκλησίας – Δημοσίου την περίοδο έως το 1967, τόσο διότι η καταμέτρηση της μοναστηριακής περιουσίας ήταν ελλιπής, όσο και διότι 41 από τα 164 από τα υπεσχημένα από το Ελληνικό Δημόσιο προς μεταβίβαση αστικά ακίνητα είτε … δεν τού ανήκαν (!) είτε παρουσίαζαν νομικά και πραγματικά ελαττώματα (!!) είτε ήταν ήδη καταπατημένα από τρίτους : η Εκκλησία έφθασε να αναζητήσει δικαστική προστασία από τις αυθαιρεσίες του Δημοσίου [βλ. και την Απόφαση Εφετείου Αθηνών 1959/1963]. Την περίοδο 1967-1974 ουδεμία σοβαρή εξέλιξη σημειώθηκε, πέραν του ότι από 24.07.1968 το Δημόσιο ανέλαβε να συμπληρώσει τον μισθό των κληρικών, ώστε να φθάσει τον μισθό του δημοσίου υπαλλήλου.

  1. Την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο εν μέσω κλυδωνισμών στα διοικητικά ζητήματα της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας λόγω της αντικανονικότητας των Αποφάσεών της την περίοδο 1967-1974 παράλληλα με την διαδικασία ψήφισης του έως και σήμερα ισχύοντος Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (Ν. 590/1977) μόλις τον Μάρτιο 1977 συστάθηκε Ομάδα Εργασίας στο ΥΠΕΠΘ για την μελέτη του ζητήματος. Η Ομάδα εργάσθηκε έως τον Ιούλιο 1977 και κατέγραψε τις δυσκολίες του όλου εγχειρήματος υπό τα νέα δεδομένα, ενώ ανέδειξε μία σημαντική πτυχή του προβλήματος, τα λεγόμενα «διακατεχόμενα», τα διεκδικούμενα από το Δημόσιο μοναστηριακά ακίνητα. Ωστόσο λύση δεν δόθηκε.
  2. Επόμενη πρωτοβουλία σημειώθηκε διά της σύστασης επταμελούς Συνοδικής Επιτροπής της Εκκλησίας (28.01.1979), η οποία καθ’ όλη την διάρκεια εκείνου του έτους προχώρησε κατά πολύ την όλη συζήτηση με την Πολιτεία λόγω της εκφρασμένης και ειλικρινούς βούλησης του τότε Προέδρου της Κυβερνήσεως ΝΔ, Κωνσταντίνου Καραμανλή, να λυθεί οριστικώς το ζήτημα στα πλαίσια του γοργού αστικού εκσυγχρονισμού του Κράτους και λόγω της πλήρους Εντάξεως της Χώρας στην ΕΟΚ. Μάλιστα στα πλαίσια των εργασιών της Επιτροπής για πρώτη φορά προτάθηκε τότε από τον τότε Υπουργό Οικονομικών, Καθηγητή Αθάνασιο Κανελλόπουλο, η ιδέα σύστασης κοινής Ανώνυμης Εταιρείας μεταξύ Δημοσίου και Εκκλησίας για την αξιοποίηση της περιουσίας. Τελική λύση έως το 1981 δεν είχε δοθεί.

Το τι ακολούθησε στην έντονη δεκαετία του 1980 έως και σήμερα θα το δούμε στο επόμενο σημείωμά μας.

 

Ιωάννης Ελ. Κυμιωνής
Δικηγόρος ΔΣΑ – Νομική Υπηρεσία ΟΑΕΔ
ioanniskymionis@yahoo.gr

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από Ιωάννης Ελ. Κυμιωνής
Περισσότερα άρθρα από ΓΝΩΜΕΣ
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Χωρίς δεκάρα, πώς θα παντρευτούμε Μανωλιό μου…

Η πρόσφατη ομιλία του υπουργού Πολιτικής Προστασίας, Βασίλη Κικίλια, στο συνέδριο της ΕΝΠΕ…