Ενώ η οικονομική κρίση είναι ήδη παρούσα και στον τόπο μας, με τις συνέπειές της ν’ αρχίζουν να πλήττουν την, ήδη ασθμαίνουσα, τοπική οικονομία, όπως παρατήρησαν όλοι όσοι βρέθηκαν στην προχθεσινή ανοιχτή συζήτηση που διοργάνωσε το Επιμελητήριο της Ξάνθης, αυτό που δεν μπόρεσε να διαπιστωθεί είναι τόσο ο τρόπος, όσο και ο χρόνος εξόδου από την κρίση αυτή.
Η αλήθεια είναι πως αυτό που κυριάρχησε σε αυτή την έκτακτη σύσκεψη ουσιαστικά των παραγωγικών φορέων της πόλης, που έγινε την περασμένη Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2009, στις 19:00, στην αίθουσα συνεδριάσεων του Ε.Β.Ε. Ξάνθης, ήταν η σαφέστατα αρνητική ψυχολογία και ένα «παγωμένο» κλίμα από όλους. Έγιναν όμως και κάποιες ιδιαίτερα χρήσιμες παρατηρήσεις από αρκετούς από τους συμμετέχοντες, ακούστηκαν φωνές που σπάνια ακούγονται στον χώρο, δίνοντας πολλές φορές την σωστή διάσταση που έχει το πρόβλημα στην αγορά αλλά και στην παραγωγική αλυσίδα (όση έχει απομείνει…) του τόπου μας. Υπήρξαν βέβαια και φωνές πανικού, όπως και τοποθετήσεις που έδειχναν «εκτός τόπου και χρόνου», αν και οι περισσότεροι από όσους πήραν τον λόγο, πέρα από τους εκπροσώπους των φορέων, αναλώθηκαν σε μία περιγραφή της προσωπικής τους πραγματικότητας με μελανά χρώματα, χωρίς να προσφέρουν (αν μπορούσαν…) κάποια ουσιαστική πρόταση για διέξοδο από την κρίση, πράγμα ομολογουμένως όχι ιδιαίτερα εύκολο.
Η εισήγηση του προέδρου του Επιμελητηρίου
Στην εισήγησή του ο πρόεδρος του Επιμελητηρίου, κ. Παναγιώτης Ανδρικόπουλος, αφού έκανε μία σύντομη ανασκόπηση των προσπαθειών και των ενεργειών που έχει καταβάλλει ο φορέας του οποίου ηγείται, επικεντρώθηκε στην εκ νέου παρουσίαση του προβλήματος, όπως ο ίδιος το αντιλαμβάνεται, επικεντρώνοντας την κριτική του στην προβληματική διαδικασία δανειοδότησης των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων από το Τ.Ε.Μ.Π.Μ.Ε., στηλιτεύοντας για μία ακόμη φορά την στάση των τραπεζών στο θέμα αυτό. «Οι τράπεζες δίνουν χρήματα σε όσους έχουν ήδη και όχι σε όσους πραγματικά τα έχουν ανάγκη, μοιράζοντας το χρήμα με καθαρά τραπεζικά κριτήρια, παρά την αντίθετα εκφρασμένη βούληση της Κυβέρνησης, η οποία τις στήριξε με εγγυήσεις είκοσι οκτώ δις ευρώ για να μετακυλήσουν μέρος αυτής της στήριξης στην αγορά και να την αναζωογονήσουν και όχι για να μειώσουν το δικό τους επιχειρηματικό ρίσκο με διάφορες πρακτικές, ακόμη και παράνομες μερικές φορές, όπως δηλαδή πράττουν μέχρι σήμερα», ήταν η κεντρική θέση του κ. Ανδρικόπουλου. Κλείνοντας την εισαγωγή του ο πρόεδρος του Επιμελητηρίου, σημείωσε επίσης ότι τα συμπεράσματα της προχθεσινής συζήτησης θα μεταφερθούν από τον ίδιο στην έκτακτη συνέλευση της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος, που θα πραγματοποιηθεί την προσεχή Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2009, με κεντρικό θέμα την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης.
Οι προτάσεις των βιομηχάνων
Τον λόγο στη συνέχεια πήρε ο κ. Βασίλης Σκαρλάτος, ο οποίος, ως εκπρόσωπος του τοπικού συνδέσμου βιομηχάνων διαπίστωσε ότι «αυτή η κρίση είναι κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί ή αντιμετωπίσει στο παρελθόν, με μεγάλο βάθος και άγνωστο χρονικό σημείο εξόδου από αυτή, κάτι που κάνει την διαχείρισή της ακόμη και από εθνικούς φορείς, εξαιρετικά δύσκολη». Διαπίστωσε και αυτός με την σειρά του το μεγάλο έλλειμμα ρευστότητας που αντιμετωπίζει η τοπική αγορά, αν και ως σημαντικότερο πρόβλημα χαρακτήρισε το γεγονός ότι παρατηρείται μία πολύ σημαντική πτώση της ζήτησης, η οποία σε συνδυασμό με την έλλειψη ρευστότητας δημιουργούν ένα πραγματικά ασφυκτικό κλίμα για τις όποιες παραγωγικές μονάδες έχουν μείνει σε λειτουργία στο νομό μας. Επανερχόμενος δε στις προτάσεις που είχαν κάνει στους κυβερνητικούς φορείς από κοινού οι τρεις σύνδεσμοι βιομηχάνων της Θράκης ζήτησε:
1. Άμεση στήριξη της ρευστότητας, ζητώντας από την Κυβέρνηση να προχωρήσει σε άμεση τακτοποίηση εκκρεμών οφειλών της απέναντί τους, όπως η επιδότηση της απασχόλησης, κάτι που θα τονώσει τα χρηματικά διαθέσιμα των επιχειρήσεων
2. Έγκαιρη υλοποίηση των προγραμματισμένων δημοσίων επενδύσεων που έχουν σχεδιαστεί.
3. Αναδιάταξη των δανειακών υποχρεώσεων των επιχειρήσεων, με μετατροπή των οφειλών τους από βραχυπρόθεσμες που είναι σήμερα, σε μακροπρόθεσμες, δίνοντάς τους μία «ανάσα» ώστε να βελτιωθεί και το επιχειρηματικό κλίμα, το οποίο αυτή τη στιγμή είναι εξαιρετικά άσχημο
4.Ενίσχυση δραστηριοτήτων που ενισχύουν πολύπλευρα την ελληνική οικονομία, όπως π.χ. η οικοδομική δραστηριότητα, για την οποία ζήτησε να γίνει άρση του πόθεν έσχες για αγορά κατοικίας, ώστε να τονωθεί η ζήτηση στον κλάδο.
Για το Τ.Ε.Μ.Π.Μ.Ε. ο κ. Σκαρλάτος τόνισε ότι γίνεται «στρεβλή αντιμετώπισή του από τις τράπεζες», ενώ ανέφερε ότι ο σύνδεσμος που εκπροσωπεί προέβη σε παραστάσεις στα τοπικά τραπεζικά καταστήματα ώστε να αντιμετωπίζονται θετικά οι περιπτώσεις των τοπικών επιχειρηματιών στις ενισχύσεις του Τ.Ε.Μ.Π.Μ.Ε.
Οι θέσεις της Ομοσπονδίας Επαγγελματοβιοτεχνών
Στη συνέχεια στο θέμα τοποθετήθηκε ο πρόεδρος της Ο.Ε.Β.Ε.Ξ., κ. Σωτήρης Τσιακίρογλου, ο οποίος αναφέρθηκε στις ενέργειες που έκανε η Ομοσπονδία προς κάθε αρμόδιο, ακόμη από το 2005, διαπιστώνοντας την άσχημη κατάσταση στην οποία περιέρχονταν η τοπική οικονομία. Επισήμανε επίσης τον σημαντικό ρόλο της μικρής και μεσαίας επιχείρησης στην ελληνική οικονομία που, κατά τη γνώμη του αναδεικνύει η παρούσα κρίση, για την οποία κρίση έριξε την ευθύνη στα πάσης φύσεως μονοπώλια. Σαν λύση για το πρόβλημα πρότεινε την εφαρμογή ενός πιο διανεμητικού συστήματος, το οποίο θα ενισχύσει μισθούς και συντάξεις, ώστε αυτοί με την σειρά τους να ενισχύσουν την κατανάλωση. Πρότεινε επίσης συγκεκριμένα μέτρα για την βραχυχρόνια αλλά και την μεσο – μακροχρόνια αντιμετώπιση της κρίσης τα οποία συνοψίζονται στα παρακάτω:
1. Ίδρυση τράπεζας μικρομεσαίων επιχειρηματιών, με την εγγύηση του κράτους, μέσω της οποίας θα υπάρχει μεγαλύτερη άνεση στα δανειακά κριτήρια προς τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες,
2. Κάλυψη των ασφαλιστικών εισφορών των επιχειρήσεων οι οποίες σε βάθος χρόνου δεν θα προβούν σε απολύσεις, και
3. Να λαμβάνεται υπόψη κατά τη νομοθετική διαδικασία οποιασδήποτε οικονομικής ρύθμισης η μικρομεσαία επιχείρηση
Κλείνοντας ζήτησε από όλους να πιέσουν τους τοπικούς άρχοντες να βοηθήσουν με μέτρα και ρυθμίσεις ν’ αναδείξουν την τοπική αγορά της πόλης μας, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στο κυκλοφοριακό και χαρακτηρίζοντας κάποιους από αυτούς ως «απρόθυμους να το πράξουν».