ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝΑΣ, ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
Η σχέση του με την Κρήτη, την Χίο, τα Τρίκαλα και τα Γιάννενα.
Μπροστά σε μια μεγάλη κι αναπάντεχη αποκάλυψη θα βρεθούν οι αναγνώστες του νέου βιβλίου του γνωστού συγγραφέα και δημοσιογράφου Χρίστου Χριστοδούλου που αναμένεται να κυκλοφορήσει τον επόμενο μήνα από τις εκδόσεις «Επίκεντρο» με τίτλο « Ο Έλληνας Τούρκος».
Πρόκειται για την μυθιστορηματική ζωή του Μεγάλου Βεζίρη Ιμπραήμ Εντχέμ Πασά ενός από τους πλέον διακεκριμένους Οθωμανούς πολιτικούς και μεταρρυθμιστές του 19ου αιώνα. Ο άνθρωπος αυτός που γεννήθηκε το 1818 στην Χίο από έλληνες χριστιανούς γονείς, αιχμαλωτίστηκε στην διάρκεια των σφαγών του νησιού, και αφού εξισλαμίστηκε υποχρεωτικά, πουλήθηκε εν συνεχεία σαν σκλάβος στην Κωνσταντινούπολη. Αγοράστηκε και υιοθετήθηκε από τον τότε Αρχιναύαρχο του Οθωμανικού στόλου ο οποίος τον έστειλε για σπουδές στο Παρίσι. Επέστρεψε στην Πόλη ως Μηχανικός Μεταλλειολόγος και αμέσως εντάχτηκε στην ανακτορική γραφειοκρατία. Το 1878 κι αφού διάνυσε στο μεταξύ μια περιπετειώδη, σχεδόν απίστευτη ζωή ως ανώτερος λειτουργός –υπουργός, νομοθέτης, γενικός διοικητής και στρατιωτικός- της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έφτασε τελικά στην κορυφή: Έγινε Πρωθυπουργός της Τουρκίας επί της βασιλείας του Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ.
Ελάχιστα στοιχεία ήταν μέχρι σήμερα γνωστά στην Ελλάδα για τον Ιμπραήμ Εντχέμ Πασά τον οποίο αγνόησε η εγχώρια ιστορική έρευνα καθώς τον κατέταξε στους αρνησίθρησκους και τους αποστάτες. Ο ίδιος, για ευνόητους λόγους, αποσιωπούσε το μυστικό της καταγωγής του και πρόβαλε επίμονα την εκδοχή, ότι ήταν μουσουλμάνος Τσερκέζος, όπως ο θετός πατέρας του. «Ούτε η αλήθεια ολόκληρη, ούτε το ψέμα σκέτο» όπως τονίζει στο βιβλίο του ο συγγραφέας, ο οποίος παραθέτει πλήθος αδιάσειστων στοιχείων όχι μόνο για την ελληνική καταγωγή του Μεγάλου Βεζίρη, αλλά και τις πιθανές οικογενειακές του ρίζες στην Χίο, την Κωνσταντινούπολη και την Αθήνα όπου μέχρι σήμερα υπάρχουν συγγενείς του. Όπως τεκμηριώνεται στο βιβλίο, τρείς διαφορετικές οικογενειακές δυναστείες διεκδικούν την καταγωγή του, και οι τρείς Χιώτικες. Υπάρχει επίσης η πιθανότητα της στενής συγγένειας του με έναν τουλάχιστο Οικουμενικό Πατριάρχη. Στο βιβλίο αποκαλύπτεται ποιες είναι αυτές οι τρείς πιθανές οικογενειακές ρίζες του Πασά και ποια είναι η ισχυρότερη εκδοχή.
«Πάντως, λέει ο δημοσιογράφος Χρίστος Χριστοδούλου δεν ήταν η εθνική αυταρέσκεια το κίνητρο για να γράψω αυτό το βιβλίο, αλλά το άγνωστο παρασκήνιο που διαμόρφωσε στην διάρκεια πέντε αιώνων τις δύσκολες, όσο κι αλληλένδετες σχέσεις ελλήνων και τούρκων . Ξέρουμε τα ονόματα και τα έργα αρκετών Οθωμανών ελλήνων που υπηρέτησαν πιστά τον Σουλτάνο, κανείς άλλος όμως δεν έγινε Πρωθυπουργός, πλην του παρακοιμώμενου του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, που συμπτωματικά λεγόταν επίσης Ιμπραήμ Εντχέμ Πασάς. Ο Χιώτης Μεγάλος Βεζίρης υπήρξε ένας τολμηρός μεταρρυθμιστής που οραματίστηκε με άλλους βέβαια προοδευτικούς Οθωμανούς τον εκσυγχρονισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε όλη του την ζωή εργάστηκε ακούραστα για την εισαγωγή θεσμών και καινοτομιών πρωτόγνωρων σε μουσουλμανική χώρα με θεοκρατικό, απολυταρχικό καθεστώς. Οι απόγονοί του στην Τουρκία με τους οποίους έχω έλθει σε επαφή, αποτελούν μέχρι σήμερα κοιτίδα απαράμιλλης επιστημονικής και καλλιτεχνικής κληρονομιάς» λέει ο συγγραφέας.
Πράγματι ο πρωτότοκος γιός του Εντχέμ Πασά είναι ο Οσμάν Χαμντί Μπέης ο μόνος που αναγνώριζε την ελληνική καταγωγή του. Θεωρείται σήμερα ο μεγαλύτερος ζωγράφος της Τουρκίας. Είναι ο ιδρυτής του Αρχαιολογικού Μουσείου της Κωνσταντινούπολης και δημιουργός του νομικού πλαισίου των αρχαιολογικών ερευνών που μέχρι τότε διεξάγονταν ανεξέλεγκτα στην Τουρκία. Ο μικρότερος αδελφός του Ισμαήλ, ήταν διαπρεπής νομισματολόγος – αρχαιολόγος παγκόσμιου κύρους. Υπήρξε γερουσιαστής επί Κεμάλ Â και επίτιμο μέλος της Ελληνικής Αρχαιολογικής εταιρίας. Πέθανε στην Πόλη το 1938 και η είδηση του θανάτου του καταγράφηκε με ιδιαίτερη συγκίνηση στις περισσότερες ελληνικές εφημερίδες.
Μεταξύ των κορυφαίων προσωπικών του επιτευγμάτων αυτού του επιφανούς Ελληνα -Τούρκου από την Χίο ήταν η θέσπιση του «Τανζιμάτ» ενός πρωτοποριακού νομοθετήματος που ρύθμιζε τις σχέσεις των εθνοτήτων της Αυτοκρατορίας, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους. Σε συνεργασία με άλλους εξέχοντες έλληνες Οθωμανούς νομομαθείς, όπως ο Κωστάκης Αδοσίδης Πασάς, ο Αλέξανδρος Καραθεοδωρή Πασάς, ο Φωτιάδης Πασάς και ο Ανθόπουλος Πασάς προσπάθησε να ξεπεράσει τα αδιέξοδα του Οργανικού Νόμου που όπως είναι γνωστό, ουδέποτε εφαρμόστηκε απόλυτα. Ειδικά για την περίπτωση της Κρήτης ο Εντχέμ Πασάς με τους Ρωμιούς συνεργάτες του, κατάρτισε την Συνθήκη της Χαλέπας σε έναν ύστατο πολιτικό ελιγμό να κατευνάσει με κάποιες «βελτιώσεις», τον επαναστατικό πυρετό των ανυπόταχτων Ελλήνων της Κρήτης. Δεν το κατάφερε.
Αποτελεί μια ακόμα αποκάλυψη του βιβλίου ότι όλοι όσοι συνεργάστηκαν για τον Οργανικό Νόμο της Κρήτης και την Συνθήκη της Χαλέπας έγιναν Γενικοί Διοικητές της Μεγαλονήσου κατά τις περιόδους που ο Εντχέμ Πασάς ήταν είτε Υπουργός, πράγμα που συνέβη πολλές φορές, είτε Πρωθυπουργός. Η ιστορική έρευνα του συγγραφέα σε ελληνικά, τουρκικά, αμερικανικά, γαλλικά, αυστριακά, ιταλικά και αγγλικά αρχεία, αποκαλύπτει επίσης ότι και ο ίδιος ο Χιώτης Πασάς πέρασε από την Κρήτη το 1852 ακολουθώντας την περιοδεία του Σουλτάνου Αμπντούλ Μετζίτ του οποίου ήταν τότε υπασπιστής. Το 1895 ο γιός του Ισμαήλ Ελντέμ, διορίστηκε ειδικός βοηθός του γενικού διοικητή Κρήτης Αλέξανδρου Καραθεοδωρή Πασά. Είναι αξιοσημείωτο ότι με την παρέμβαση του Ισμαήλ Ελντέμ και του Καραθεοδωρή Πασά ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ αποδέχτηκε το αίτημα της Μητρόπολης Κρήτης να προβεί στην έκδοση ενός εκκλησιαστικού περιοδικού με τίτλο «Ο Ποιμήν».
Στην σχετική άδεια ο πανούργος Σουλτάνος καθιστούσε υπεύθυνο κατά τον νόμο το Οικουμενικό Πατριαρχείο, για όποιο δημοσίευμα θα θεωρούνταν ως «επιζήμιο για το κράτος». Στα τουρκικά αρχεία έχουν διασωθεί οι ευνοϊκές «παρατηρήσεις» της Γενικής Διοίκησης του Καραθεοδωρή και του Στρατιωτικού Διοικητή Χασάν Ταχσίν Πασά (του ανθρώπου που τον Οκτώβριο του 1912 παρέδωσε την Θεσσαλονίκη στον Ελληνικό Στρατό), για τα θέματα που θα περιείχε το έντυπο της Μητρόπολης Κρήτης.
Ο Ιμπραήμ Εντχέμ Πασάς διατήρησε στενές σχέσεις με τους εξέχοντες Εβραίους και Ελληνες της Κωνσταντινούπολης, ειδικά δε με τους Χιώτες τραπεζίτες κι εφοπλιστές οι οποίοι παρά την καταστροφή του νησιού τους είχαν αναδειχτεί λίγο μετά τις σφαγές σε παγκόσμια ναυτική, εμπορική και οικονομική δύναμη. Η τοπική έρευνα που έχει διεξαχθεί στην Χίο από ικανούς ντόπιους μελετητές και ειδικά από τον ιστορικό Ι, Κολάκη, έχει εντοπίσει το βασικό ίσως ίχνος της οικογενειακής καταγωγής του κι έχει επίσης αναδείξει τις προσπάθειες του Εντχέμ Πασά να βοηθήσει τους συμπατριώτες του και να αναζωογονήσει τα ρημαγμένα από τις σφαγές Μαστιχοχώρια.
Ιδιαίτερα γόνιμη υπήρξε επίσης η παρουσία του Πασά στα Τρίκαλα και τα Γιάννενα όπου υπηρέτησε ως Βαλής (Γενικός Διοικητής). Στα Τρίκαλα στερέωσε το περίφημο Κουρσούμ Τζαμί, έργο του αρχιτέκτονα Σινάν Πασά κι εξασφάλισε την ασφαλή από ληστές και αντάρτες διάβαση Θεσσαλίας Ηπείρου μέσω των δύσβατων περασμάτων του Μετσόβου. Στα Γιάννενα ευπρέπισε την πόλη, συνέβαλε στην αναδιάταξη της δαιδαλώδους ρυμοτομίας της, επέβαλε αυστηρούς κανόνες στην δημόσια υγεία, κατασκεύασε πλήθος νέων δημόσιων έργων, τόνωσε την οικονομία και το εμπόριο και ενέκρινε την έκδοση της εφημερίδας «Γιάννενα» στην ελληνική και τουρκική γλώσσα, Οι ξένοι Πρόξενοι των Ιωαννίνων σημείωναν στις διπλωματικές εκθέσεις τους ότι ο Βαλής «ήτο ήσυχου μάλλον χαρακτήρος», ότι είχε κακές σχέσεις με τον Μητροπολίτη Παρθένιο και ότι εφάρμοζε τους νόμους του Τανζιμάτ στην Ήπειρο «μετά πολιτικού φανατισμού», ευνοώντας τους μουσουλμάνους.
Μεγάλο ενδιαφέρον αποκτά για τον αναγνώστη του βιβλίου η προσπάθεια του Ιμπραήμ Εντχέμ Πασά να εξασφαλίσει την ουδετερότητα της Ελλάδας στην διάρκεια του καταστρεπτικού Ρωσοτουρκικου Πολέμου του 1878, πράγμα το οποίο πέτυχε με την συμβολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, των τραπεζιτών Ζαρίφη, Συγγρού, Σκουλούδη και Ζωγράφου, παρά τις φιλορωσικές τάσεις που κυοφορούνταν τότε σε κύκλους της Αθήνας. Από μια παράξενη σύμπτωση πρωθυπουργός της Ελλάδας για ένα σύντομο διάστημα λίγο προτού πεθάνει ήταν τότε ο εκδικητής της Χίου, ο μπουρλοτιέρης Κων. Κανάρης. Τον διαδέχτηκε ο Κουμουνδούρος. Οι ιστορικοί θεωρούν βέβαιο ότι ο Κανάρης και ο Εντχέμ, γνώριζαν ο ένας το βιογραφικό του άλλου.
Στον αιματηρό πόλεμο με την Ρωσία, η Τουρκία ηττήθηκε και ο Εντχέμ πασάς θεωρήθηκε υπεύθυνος γι αυτό. Η σκιά αυτή βαραίνει μέχρι σήμερα την υστεροφημία του. Ο σουλτάνος τον έπαυσε. Τότε, ένας άλλος Οθωμανός Έλληνας, έσωσε με την διπλωματική του δεινότητα την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ήταν ο Θρακιώτης Αλέξανδρος Καραθεοδωρή Πασάς που ως υπουργός εξωτερικών της Τουρκίας πλέον, με την βοήθεια της ακαταμάχητης αγγλικής διπλωματίας και το δέος του Βρετανικού στόλου περιόρισε τις πανσλαβιστικές απαιτήσεις της Ρωσίας και τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στο Συνέδριο του Βερολίνου το 1881 η Ελλάδα ανταμείφτηκε για την στάση της σ εκείνη την θηριώδη αναμέτρηση με την παραχώρηση της Θεσσαλίας και μέρους της Ηπείρου. Ο καγκελάριος Βίσμαρκ που προήδρευε του Συνεδρίου, είπε τότε την περίφημη φράση: «Τελικώς δεν δύναμαι να καταλάβω ποιόν εκπροσωπεί εδώ ο κ. Καραθεοδωρής. Τον Σουλτάνο ή την κυβέρνηση της Ελλάδος;»
Ο Καραθεοδωρής συνεργάστηκε στενά με τον Εντχέμ Πασά στην διάρκεια της μακράς, λαμπρής καριέρας τους. Όταν μετά την ήττα της Τουρκίας έγινε Υπουργός Εξωτερικών, τοποθέτησε τον εκπεσμένο πρώην Μεγάλο Βεζίρη, Πρέσβη της Τουρκίας στην Βιέννη. Μερικά χρόνια αργότερα, όταν ο Καραθεοδωρής  πήγε στην Κρήτη ως Βαλής, πήρε μαζί του σαν βοηθό τον μικρότερο γιό του Εντχέμ Πασά.
«Το βιβλίο μου λέει ο δημοσιογράφος Χρίστος Χριστοδούλου, προσπαθεί να δει ψύχραιμα και νηφάλια την σχέση των δύο λαών όχι στο επίπεδο της διαρκούς ιστορικής τους αντιπαλότητας, αλλά στην προοπτική μιας αμοιβαία επωφελούς προσέγγισης όπως αυτή που καθώς φαίνεται προσπάθησε να υλοποιήσει, έστω και διακριτικά, ο Ιμπραήμ Εντχέμ Πασάς και οι άλλοι Ελληνες Οθωμανοί αξιωματούχοι της Υψηλής Πύλης. Πρόκειται για ένα πολιτικό χρονικό που δεν έχει ακόμα αναδειχτεί».
Το βιβλίο γράφτηκε στην διάρκεια τριών ετών και ολοκληρώθηκε το Φθινόπωρο του 2015 στην Φουρνί Μεραμπέλου Κρήτης όπου διαμένει ο συγγραφέας. Ο Χρίστος Χριστοδούλου, συνεργάτης Αθηναϊκών και περιφερειακών εφημερίδων τιμημένος με το βραβείο Μπότση, , έχει γράψει τα βιβλία «Τα φωτογενή βαλκάνια των Αδελφών Μανάκη», «Ο εκδότης Ιωαννης Βελλίδης». «Ο βίος και η πολιτεία του Μουσταφά Κεμάλ στη Θεσσαλονίκη» και «Οι τρείς ταφές του Χασάν Ταχσίν Πασά».
«Όπως ακριβώς τα προηγούμενα, έτσι και το καινούργιο βιβλίο μου παίρνει αφορμή από την ιστορία για να αφηγηθεί την πορεία μιας μυθιστορηματικής ζωής που εκτυλίσσεται σε μια ταραγμένη εποχή, μέσα στα φορτισμένα συναισθήματα πολλών λαών κι εθνών, με φόντο μια μεγάλη αυτοκρατορία που αιωρείται πριν την πτώση της μεταξύ ανατολής και Δύσης.» λέει ο Χρίστος Χριστοδούλου, και συμπληρώνει: «Είναι ένα τεκμηριωμένο ιστορικό βιβλίο και μαζί ένα γλαφυρό μυθιστόρημα μιας απίστευτης κι αληθινής περίπτωσης, που μόνο η ζωή ξέρει να σκηνοθετεί τόσο τέλεια».
Αξίζει να προστεθεί ότι η εικονογράφηση του βιβλίου «Ο Έλληνας Τούρκος» αποτελείται από αδημοσίευτες φωτογραφίες και λιθογραφίες της εποχής, πράγμα που υποδηλώνει το υψηλό κύρος που απολάμβανε στα διεθνή μέσα ενημέρωσης ο Ιμπραήμ Εντχέμ Πασάς ως πολιτικός και μεταρρυθμιστής. Αυτό το σπάνιο, συλλεκτικό υλικό , αναζητήθηκε και εντοπίστηκε σε δεκάδες ξένα έντυπα και παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Τεκμηριώνει μάλιστα με τον πιο αξιόπιστο τρόπο τα γεγονότα στα Βαλκάνια του 19ου αιώνα, πολλά από τα οποία , έχουν αντιστοιχίες με την σημερινή ζοφερή πραγματικότητα στην περιοχή.