Ο Κλήδονας είναι ένα έθιμο με καταγωγή στην αρχαία εποχή, που επικρατούσε η ‘κληδόνα’. Κληδόνα σημαίνει πράξεις ή λέξεις τυχαίες και ασυνάρτητες, που ακούγονταν κατά τη διάρκεια μαντικών τελετών και στις οποίες αποδίδονταν προφητική σημασία. Στη νεοελληνική αντίληψη το έθιμο αυτό εξελίχθηκε σε μια όμορφη και ενδιαφέρουσα ιεροτελεστία, περισώζοντας τους ερωτικούς χρησμούς. Ο Κλήδονας ζωντανεύει τη μέρα την παραμονή της γέννησης του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, που συμπίπτει με τη θερινή τροπή του ήλιου.
Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας συναντάμε την αναβίωση του εθίμου του Κλήδωνα, που διήρκεσε περίπου μέχρι τη δεκαετία του 1950. Παραλλαγές υπάρχουν άφθονες και προέρχονται από τη διαφορετική ζωή των ανθρώπων, αλλά κοινό κεντρικό σημείο είναι η πρόβλεψη της τύχης και την μοίρας που θα διαγράψει το ριζικό.
Το δρώμενο του Κλήδονα αποτελεί ένα πανάρχαιο λατρευτικό έθιμο, για την οποία αντλούμε πληροφορίες από τους αρχαίους έλληνες συγγραφείς (Όμηρο, Ησίοδο, Ηρόδοτο, Αισχύλο, Σοφοκλή), αλλά και από τους βυζαντινούς Μιχαήλ Ψελλό (11ος αι.), Θεόδ. Βαλσαμώνα, Ιω. Ζωναρά (12ος αι.) και Ιωσήφ Βρυέννιο (15ος αι.). Οι αρχαίοι την ημέρα της εορτής των Νουμηνιών είχαν και τη συνήθεια του κληδονισμού, εκληδονίζοντο, μάντευαν δηλαδή το μέλλον με τον κλήδονα.
Η ίδια τακτική συνεχίστηκε και κατά την έλευση του χριστιανισμού και την ένταξη των παγανιστικών εθίμων στο χριστιανικό εορτολόγιο, παρόλο που η Εκκλησία επιχείρησε μάταια να το καταδικάσει και να το καταργήσει, παρομοιάζοντάς το με βακχική – παγανιστική τελετή.
Στη Θράκη η λαϊκή αυτή γιορτή παρουσιάζει αξιόλογες παραλλαγές. Στις 23 Ιουνίου, λοιπόν, το βράδυ στα τρίστρατα των δρόμων, σε κάθε γειτονιά ανάβουν φωτιές, οι γνωστές φωτιές του Αϊ – Γιάννη. Συναγωνίζονται μάλιστα για το ποια γειτονιά θα παρουσιάσει την καλύτερη και μεγαλύτερη φωτιά, φροντίζοντας για αυτό από πριν, ώστε να υπάρχουν συγκεντρωμένα ξύλα και κληματσίδες. Η φωτιά εξαγνίζει και διώχνει το κακό και χαράσσει με την πύρινη φλόγα της μια καινούρια αρχή. Συνδυάζεται βέβαια και με την ελληνική αρχοντιά, αφού οι νέοι πηδώντας τη φωτιά προβάλλουν την παλικαριά τους. Οι φωτιές τ’ Αϊ – Γιάννη ονομάζονται κατά τόπους αναφωτάριες, λαμπράτσες, φουνταριές και μπουμπούνες. Πρώτα τις πηδούν φυσικά οι πιο τολμηροί μέχρι να κατακαθίσει η φλόγα και ακολουθούν οι υπόλοιποι. Μέσα στη φωτιά ρίχνουν παλαιά σύνεργα της αγροτικής ζωής αλλά και Μαγιάτικα στεφάνια, που ήταν κρεμασμένα στις πόρτες των σπιτιών από το Μάη. Κάποιοι κρατούν μια πέτρα και την ώρα που πηδούν πάνω από τη φωτιά, την πετούν πίσω, πάνω από το κεφάλι τους λέγοντας: «ας φύγουν όλα τα κακά» ή «σίδερο η μέση μου, πέτρα το κεφάλι μου». Πηδούσαν τη φωτιά τρεις φορές, μια που ο αριθμός τρία είναι συμβολικός και άμεσα συνδεδεμένος με την παράδοση και τη θρησκεία μας. Με το τέλος της φωτιάς, παραμονή πάντα του Αϊ – Γιάννη, αρχίζει η προετοιμασία του Κλήδονα.
Μια κοπέλα, που πρέπει απαραίτητα να έχει ζωντανούς τους γονιούς της, θα πάει να πάρει θαλάσσιο νερό σε «κακκάβι» και πρέπει να είναι «αμίλητο νερό». Δηλαδή θα το φέρει κρυφά και δεν θα μιλήσει σε κανένα σε όλο το δρόμο που θα κάνει έως ότου το αποθέσει στο ορισμένο σπίτι. Και παρά τα πειράγματα των αγοριών αυτή πρέπει να μεταφέρει το δοχείο βουβή. Εκεί τα νέα κορίτσια και αγόρια θα ρίξουν το «ριζικάρι» τους (δαχτυλίδι, χάντρα, παραμάνα, σκουλαρίκι, κουμπί, κ.τ.λ.). Θα σκεπάσουν έπειτα το δοχείο με κόκκινο μαντήλι και θα το αφήσουν εκτεθειμένο στο ύπαιθρο όλο το βράδυ «για να το δγει τ’ αστρο», να αστριστεί, για να αποκτήσει μαντικές ικανότητες και να πει τα μελλούμενα. Το πρωί ανήμερα του Αϊ – Γιαννιού συγκεντρώνονται για να ανοίξουν τον Κλήδονα. Το κορίτσι που θα τον ανοίξει ονομάζεται «ριζικάρα» και θα πρέπει να είναι ανύπαντρο, πρωτότοκο και να ζουν οι γονείς του. Σκεπάζεται λοιπόν η ριζικάρα με το κόκκινο πανί που κάλυπτε το αμίλητο νερό και ανακατεύει με το δεξί χέρι τα αντικείμενα μέσα στο δοχείο. Ο Κλήδονας έτσι θα ανοίξει τα χαρούμενα με ένα τραγούδι: Ανοίξατε τον Κλήδονα με του Αϊ – Γιαννιού τη χάρη. Σήμερα φανερώνονται οι καλορριζικάροι. Στη συνέχεια, το κορίτσι βλέποντας τα αντικείμενα που βγάζει έξω από το αμίλητο νερό ένα – ένα, λέει και το σχετικό στιχάκι, που συνήθως είναι σκωπτικό, χιουμοριστικό, ειρωνικό και αναφέρεται στον έρωτα, στην αγάπη, στο γάμο, τη ζωή, το θάνατο, τον πλούτο, τη φτώχεια, τη δυστυχία ή την ευτυχία. Έδιναν βέβαια μεγάλη σημασία στο πρώτο αντικείμενο που θα έβγαινε από το αμίλητο νερό, γιατί πίστευαν πως ο κάτοχος του είναι τυχερός και θα αρραβωνιαζόταν μέσα στο χρόνο. Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφέρουμε μερικά στιχάκια που ακούγονταν: Πρώτης της καλότυχης/Καλά θα πάνε ούλα/Γαμπρός πάει γυρεύοντας/Λεβέντης με σακούλα. Καρδιά μου ήσουν λεύτερη/Ποιος σου ‘πε να ‘γαπήσεις/Εκεί που ‘σουν βασίλισσα/Σκλάβα να καταντήσεις. Ούλοι στραβή σε λένε πια/Μα εσύ αλληθωρίζεις/Το βόδι απ’ το γάιδαρο/Δεν το ξεχωρίζεις. Κάθε λεπτό στον ύπνο μου/Σε σκέφτομαι μικρή μου/Και έτσι μου κάνεις όμορφη/Την ψεύτικη ζωή μου. Σα φουρτουνιάσει η θάλασσα/Και βγούνε τα χταπόδια/Τότε και εσύ θα παντρευτείς/Με τα στραβά σου πόδια. Σα μάθει ο σκύλος γράμματα/Κι η γάτα να διαβάζει/Τότε και συ θα παντρευτείς/Να κάνει ο κόσμος χάζι. Το αμίλητο νερό μιλάει λοιπόν και λέει το ριζικό, την τύχη του καθενός μέσα από τα στιχάκια. Την ημέρα αυτή, οι κοπέλες συνήθως το μεσημέρι πηγαίνουν στο πηγάδι. Καλύπτουν το κεφάλι με μια πετσέτα και τοποθετούν ένα καθρέφτη σε τέτοια θέση, ώστε να βλέπει το βυθό του πηγαδιού και κοιτάζοντας σε αυτόν αναγνωρίζουν το πρόσωπο εκείνου που θα γίνει το ταίρι τους στη ζωή. Σε άλλες περιοχές, τα κορίτσια έβαζαν στο στόμα το αμίλητο νερό μέχρι να ακούσουν ένα ανδρικό όνομα, που θα ‘ταν, λέει, και το όνομα του μελλοντικού τους συζύγου.
Το έθιμο αυτό που με ερωτικούς χρησμούς και πρόβλεψη της μοίρας για την εξασφάλιση της γονιμότητας αποτελούσε το πρώτο από τα πανηγύρια της θερινής περιόδου, ενώ το άναμμα της φωτιάς είναι κατάλοιπο της πανάρχαιας ηλικιακής μαγείας και διατηρήθηκε στις γιορτές της φωτιάς σε όλο τον κόσμο.
Επιμέλεια: Ε.Δ.