Ο Βασίλης αφού κοιμήθηκε σαν ξερός ξύπνησε από τις 7, έφαγε το πλούσιο πρωινό του ξενοδοχείου και έφυγε στις 8 για το επίσημο γραφείο ταξιδίων της Κίνας που του είχε υποδείξει ο Μέντορας Metty. Φθάνοντας διαπίστωσε μία ουρά που έφθανε μέχρις έξω στο πεζοδρόμιο. Τι να κάνει, περίμενε ένα χαλαρό τετράωρο και τελικά βρέθηκε μπροστά σε μία εξυπηρετική Κινεζούλα. Ζήτησε εισιτήριο για την Καντώνα με οποιοδήποτε μέσον αυθημερόν.
Η υπάλληλος έψαξε πτήσεις, τραίνα, λεωφορεία και ποταμόπλοιο αλλά τον πληροφόρησε πως δεν υπήρχε τίποτα κενό. Ο Βασίλης ξεροκατάπιε σκέφθηκε πως ήταν τσαγγαροδευτέρα και ανέχθηκε να ταξιδέψει την επόμενη ημέρα Τρίτη. Άντε ξανά μανά ψάξιμο η Κινεζούλα και πάλι το ίδιο αποτέλεσμα, μέσον ταξιδίου προς Καντώνα ουδέν. Τα πράγματα άρχισαν να σκουραίνουν, αλλά κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία αποδέχθηκε τη μοίρα του και αποφάσισε να ταξιδέψει την Τετάρτη. Πάλι από την αρχή η Κινεζούλα ψάξιμο αλλά το αποτέλεσμα ήταν και παρέμενε πάντα σκοτεινό και ερεβώδες . Ούτε την Τετάρτη υπήρχε μέσον μεταφοράς. Φθάναμε πλέον αισίως την Πέμπτη και φαρμακερή. Εκεί ο Βασίλης άρχισε να αναπνέει δύσκολα, ούτε τότε εισιτήριο, και εκεί που κοίταζε την ευγενική Κινέζα με απογοήτευση εκείνη σήκωσε τα χέρια θριαμβικά και του είπε ‘’ σας βρήκα Κύριε μία θέση την Πέμπτη το πρωί στις έξ με ταχύπλοο από το ποτάμι. Χαράς Ευαγγέλια, όρθροι και λιτανείες. Πήρε το εισιτήριο και έφυγε χαρούμενος για το ξενοδοχείο του.
Η χαρά όμως ήταν κοντή και μαγκούφα. Με την είσοδο στο δωμάτιο του και πριν κλείσει την πόρτα χτύπησε το τηλέφωνο και μια ευγενική φωνή από την reception του ζητούσε επειγόντως να αφήσει το δωμάτιο αφού η ώρα είχε περάσει από δώδεκα. Ο Βασίλης ανατρίχιασε σκεπτόμενος πως έπρεπε να περπατάει ερήμην στο Hong Kong με μία τεράστια βαλίτσα και μηδενικές πιθανότητες να βρει δωμάτιο σε ξενοδοχείο. Δεν υπήρχε άλλη λύση και την χρησιμοποίησε. Αρνήθηκε να εγκαταλείψει το δωμάτιο λόγω ανωτέρας βίας και κλείδωσε δύο φορές την πόρτα από μέσα. Η καμαριέρα χτυπούσε συχνά για να καθαρίσει το δωμάτιο αλλά ο Βασίλης καχύποπτος δεν άνοιξε καμία φορά, εκεί, ακοίμητος φρουρός της μοναδικής στέγης που διέθετε. Έμεινε μέσα. Άντε τώρα, περνάνε οι ατέλειωτες ώρες; Ουδόλως!
Ήρθε το βράδυ και σκέφτηκε να βγει για ένα μικρό δείπνο. Και αν γύριζε και εύρισκε τα ρούχα του στον διάδρομο; Τότε τι θα γινόταν μέσα στα άγρια μεσάνυχτα με την αφόρητη ζέστη του Hong Kong; Ήπιε μπόλικο νερό και στρώθηκε στη μελέτη. Είχε πάρει μαζί του την ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών του Νίκου Τσιφόρου και άρχισε να την ξεκοκαλίζει με την ελπίδα πως θα τον κούραζε και θα τον έπαιρνε ο ύπνος. Εις μάτην, το μάτι ανοιχτό σαν γούργουλας και οι σκέψεις χείμαρρος μετά από μεγάλη νεροποντή. Πέντε η ώρα το πρωί, άρχισε να ξημερώνει αλλά αντί για κοκόρια άκουγε τα βουητά των πρώτων λεωφορείων που κατάμεστα μετέφεραν την χαρωπή εργατική τάξη στα εργοστάσια. Ο ύπνος ακόμη εφιλοξενείτο σε χώρα μακρινή, νοσταλγική. Παρούσα η αγωνία και η αβεβαιότητα.
Μέρα Τρίτη πλέον, 24 ώρες νηστικός ο Βασίλης και στη σκοπιά μην του πάρουν το δωμάτιο. Ήρθε το μεσημέρι, ήρθε το βράδυ της Τρίτης και φαί γιόκ. Μόνον νερό, αυτό σε αφθονία Θεού. Ευτυχώς. Κόντευε μία τη νύχτα όταν τελείωσε και η ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών. Μέχρι και τα εξώφυλλα είχε μελετήσει ο Βασίλης. Τι να κάνει, μέχρι να ξημερώσει η Τετάρτη άρχισε να ξαναδιαβάζει το ίδιο βιβλίο από την αρχή. Εν τω μεταξύ η κατάποσις ύδατος συνεχιζόταν αμείωτη. Νερό και αμέσως τουαλέτα. Έγινε η τουαλέτα χώρος απασχόλησης και εκτόνωσης συγχρόνως.
Ξημέρωσε ο Θεός την Τετάρτη και το βιβλίο βρισκόταν και πάλι στη μέση. Αυτό δεν ήταν δωμάτιο, αυτό ήταν Αλκατράζ. Άντε μία-μία άρχισε και πάλι να σπρώχνει ο Βασίλης τις στριμωγμένες ώρες προς το βράδυ. Η πείνα δεν ήταν τώρα μόνον παρούσα αλλά προκλητική και αγενής, από την Κυριακή το βράδυ είχε να επισκεφθεί τροφή το καλοπροαίρετο στομάχι του Θεσσαλού. Οι ώρες όσο δύσκολα κι αν περνάνε, στο τέλος το πέρασμά τους θριαμβεύει. Πέμπτη πρωί ο πρωταγωνιστής μας αν και με ακουμπισμένη την κοιλιά στην σπονδυλική του στήλη, σηκώθηκε, ντύθηκε έκλεισε πίσω του το κολασμένο δωμάτιο, κατέβηκε να φάει πρωινό και περίμενε τον λογαριασμό των πέντε διανυκτερεύσεων όπως ο φυλακισμένος περιμένει να πάρει το αποφυλακιστήριο. Ένα ταξί και δρόμο για το λιμάνι στο ποτάμι. Επιβίβαση σε ένα πολύ μεγάλο κρις-κραφτ μαζί με καμιά τριανταριά Αμερικάνους τουρίστες και αναχώρηση μέσα από το ποτάμι Τσου Κιάγκ για την Καντώνα, πρωτεύουσα της επαρχίας Κουανγκντόνγκ.
Μετά πλεύση μισής ώρας έφθασαν σε ένα μικρό νησάκι από όπου επιβιβάστηκαν δύο Κινέζοι με στρατιωτική στολή. Συστήθηκαν σε άψογα Αγγλικά στους επιβάτες και ζήτησαν να τους αναφέρει όποιος υπέφερε από κάποια αρρώστια προκειμένου να φροντίσουν για κείνον μιας και από το σημείο εκείνο και πέρα η φροντίδα της υγείας όλων των επιβατών ανήκε στο Κινεζικό κράτος. Ο Βασίλης ανατρίχιασε μέχρι και στα νύχια του. Οι Αμερικάνοι δεν κατάλαβαν τίποτα.
Μετά ταξίδι τεσσάρων ωρών το ταχύπλοο έδενε στο λιμάνι της Καντώνας. Αποβίβαση και επιβίβαση σε ένα ταξί. Η περιπέτεια μόλις άρχιζε.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Φοίβος Ιωσήφ