Ήταν νέα, είχε νιάτα, είχε την ομορφιά και την δροσιά των εικοσιοχτώ χρόνων της. Ήταν «θαρραλέα».
Είχε αγάπη κι όνειρα για την ζωή. Είχε την αγάπη της οικογένειας που την γέννησε, την φρόντισε, την ξενύχτησε, την γιατροπόρεψε, την ανάστησε, την σπούδασε, την καμάρωνε κι αντλούσε το νόημα για την δική της ύπαρξη (η οικογένεια, η μάνα κι ο πατέρας). Είχε την αγάπη και την εκτίμηση των φίλων, των συμφοιτητών, των συναδέλφων. Είχε μάλλον όλα εκείνα με τα οποία η φύση προικίζει το αύριο ενός τόπου…
Κι έκανε ένα βήμα προς την συντροφικότητα. Κι ύστερα βρέθηκε στην σκιά του δικού της σύννεφου. Άσπρο στην αρχή, καμουφλαρισμένο κι όσο κυλούσαν οι μέρες, οι μήνες, ο χρόνος όλο και σκούραινε, όλο και ξεδιπλώνονταν η μπόρα που έκρυβε, επιμελώς στην αρχή κι απροκάλυπτα μετά. Γκρίζο, μολυβί, μαύρο, κατάμαυρο, κι εν τέλει πίσσα.
Ερχόταν η μπόρα και δεν κρύβονταν πια οι παραβατικές συμπεριφορές, η βία, η κακοποίηση, το αντριλίκι, το νταηλίκι..!
Ένα μείγμα που δεν κατεβαίνει εξ ουρανού, ούτε και το κουβαλάει ο πελαργός μαζί με τα σπάργανα. Κάπου, κάποιοι το καλλιεργούν. Το φυτεύουν, το σκαλίζουν, το ποτίζουν, μα ξεχνούν να το κλαδέψουν και να καταπολεμήσουν τα καρκινώματα που τόσο συχνά πια στους καιρούς μας αναπτύσσονται σε νεαρά και όχι μόνο βλαστάρια…
Κι αυτό το μείγμα μεγαλώνει, διογκώνεται άναρχα και άτσαλα με τόσα παράσιτα γύρω του, που πνίγουν κι έπνιξαν εν τέλει την όποια άδολη, την άτυχη (;;;) ανεμώνη που βρέθηκε ανάμεσά τους.
Όμως αυτοί οι κάποιοι κάπου που σμιλεύουν το νταηλίκι, δεν είναι μακριά μας, είναι δίπλα μας, απέναντί μας. Είμαστε και εμείς από κοντά, ο καθένας χωριστά, όταν κλείνουμε τα μάτια και τα αυτιά μας, όταν κάνουμε στροφή τριακοσίων εξήντα μοιρών, όταν αλλάζουμε «κανάλι», όταν κλειδαμπαρώνουμε το κοινωνικό μας προφίλ, όταν «μακριά από μας…», κάθε φορά που βρισκόμαστε αντικριστά ή πλάι πλάι με τα αστραπόβροντα.
Κάθε φορά που προσπερνάμε δυο σφιγμένες γροθιές, δυο «άχρηστα» μπράτσα, δυο σκοτεινά μάτια.
Κάθε φορά που κλείνουμε τα παράθυρα στον αντίλαλο της απόγνωσης, στις κραυγές για γλιτωμό.
Οι μελίγκρες που πνίγουν τα άνθη έχουν κι αυτές ένα θλιβερό έρεισμα. Μεταδίδονται κι απλώνονται και πολλαπλασιάζονται με τους πρόσφορους νόμους, την αδιαφορία και την ανεπάρκεια των ανειδίκευτων εδώ και κει υπαλλήλων, την έλλειψη δομών. Μα πρωτίστως εδράζονται στα πρότυπα. Αυτά που ορθώνονται ίσως και μέσα στο ίδιο το σπιτικό και καταλήγουν να είναι μια καθημερινότητα με φραστική και έμπρακτη βία, σαν συνοδευτικό-τί κρίμα-των γευμάτων.
Ένα χαστούκι που εκσφενδονίζεται από ένα δωδεκάχρονο με μια ευχέρεια που τρομάζει, δεν μπορεί να είναι τυχαίο, όσο κι αν η οικογένεια απορεί. Συνήθως έχει πρότυπα, ίσως και ανάλογα βιώματα, ίσως και διαδικτυακά. Αυτή την άκρη του κουβαριού την άγγιξε κανείς..;
Και φαίνεται πως με επιπολαιότητα προσπερνιέται ένα «αθώο» χαστούκι. Πώς προσπερνιέται η πάλη που γίνεται με πλήρη δική μας (των ώριμων) άγνοια, στην ψυχούλα του όποιου παιδιού εισπράττει ή θα εισπράξει ένα χαστούκι. Προσπερνιέται ο ανήφορος που ανεβαίνει κι αγκομαχάει, προκειμένου να διατηρήσει την ισορροπία και στα ποδαράκια του μα πιο πολύ στην ψυχούλα του. Προσπερνιούνται αυτές οι «λεπτομέρειες» και πιθανόν να φαντάζουν ψιλά γράμματα, όμως αξίζει να εστιάσουμε σε αυτά εγκαίρως έστω και μ έναν μεγεθυντικό φακό.
Κάποια από τα παιδιά-και τα σχολεία γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα-έχουν την συνήθεια να «εκτρέπονται», μα δεν έχουν την λογική και την γνώση, πως ζημιώνουν κάποιους άλλους ενώ ανοίγουν τον δικό τους αγκαθωτό δρόμο. Δεν τα γνωρίζουν αυτά, απλά «αντιγράφουν» συμπεριφορές και πρότυπα.
Και το ζητούμενο δεν είναι να γυρίσει πίσω ένα σκαμπίλι, μια κλωτσιά. Αυτό είναι πανεύκολο. Το δύσκολο είναι να ανασυρθεί η γενεσιουργός αιτία της όποιας βίαιης συμπεριφοράς.
Και να καταλάβουν όσο ακόμα είναι δωδεκάχρονα, πως παραμονεύουν οι συνέπειες και η τιμωρία. Και να βοηθηθούν. Όμως με δεδομένη την απαγόρευση παρέμβασης του Σχολείου (το επιβάλλει κάποιος κανονισμός ή νόμος ή όπως αλλιώς λέγεται) στα τεκτενόμενα έξω από την αυλόπορτά του, πώς να βοηθήσει το σχολείο..; Έστω μέσα στο σχολείο να «ακούσουν» κάποια πράγματα, να καταλάβουν τώρα, που το κακό βρίσκεται ακόμα στην ρίζα. Διότι αν σκαρφαλώσει στα κλαδιά και στα φύλλα θα είναι πολύ αργά για όλους μας. Και ποιος βεβαιώνει τον καθένα, πως τα αυριανά εικοσιοχτάχρονα δεν θα τύχουν θύματα ενός από αυτούς, που σήμερα ανενόχλητα εκκολάπτονται..;
Μήπως να καταλάβουμε όλοι μας, πως με τα σημερινά «μικρά», ελλοχεύουν αύριο μεθαύριο τα «μεγάλα» και τα δύσκολα..; Μήπως είναι ώρα να βοηθήσουμε τους σημερινούς νέους μα κυρίως το περιβάλλον τους, να το μάθουν..;
Ποια κοινωνία επωάζουμε γύρα τριγύρα με την αδιαφορία, την βόλεψη μέσα στα εδώ και κει επαγγελματικά στεγανά και ενδεχομένως με ένα «μή μου τούς κύκλους τάραττε» από όπου κι αν λέγεται..;
Ας διαγράψουμε την ανοχή μας στις κακοποιητικές συμπεριφορές, σε επιθέσεις και βία. Ας αρνηθούμε την σιωπή, σε όσους υποστυλώνουν την βία εν είδη πιθανόν ανδραγαθήματος . Ο δρόμος..; Οι κολλητοί..; Τα στέκια..; Ποιος ξέρει…;
Ας μην στεκόμαστε απαθείς στα στραβά κι ανάποδα μιας κοινωνίας, που σήμερα είναι δώδεκα, αύριο μεθαύριο θα γίνει και δεκάξι και τριάντα… Μιας κοινωνίας είτε διασχίζει απορημένη το κατώφλι της ζωής, είτε κρέμεται απεγνωσμένα σ ένα σαθρό, απατηλό υπέρθυρο. Γιατί το τρέξιμο αρμοδίων και αναρμόδιων δεν θα έχει (δεν έχει πλέον) φτάσιμο..!
Ένα είναι το φτάσιμο.
Τα παιδιά σήμερα (και αύριο ως ώριμοι) να είναι υγιή και χαρούμενα κι ύστερα «δικηγόροι και γιατροί» (αν είναι το δικό τους όνειρο).
Ένα είναι το φτάσιμο.
Η ενημέρωση, το προλαμβάνειν. Και για να προλαβαίνεται το κακό, χρειάζεται αγρύπνια, κρατική μέριμνα για μια σωστή επιτέλους λειτουργία και εκπαίδευση των υπηρεσιών, για δημιουργία επιτέλους κατάλληλων δομών-όπως και οι σχολές γονέων-και χρειάζεται πάνω κι από αυτά το ενδιαφέρον, η προσωπική ανησυχία, η ευαισθησία..!
Ένα είναι το φτάσιμο.
Όχι άλλη Βία..!!!
Γιατί την Κυριακή και την κάθε Κυριακή μια μάνα την νανούριζε:
“Με μέλι το αλείψανε
οι μοίρες και με στάχτη
να ‘χει νερά, να ‘χει δροσιά
και θάρρος καταρράχτη…”
Και είχε νερά, είχε δροσιά και θάρρος καταρράκτη…
(οι στίχοι του Θοδωρή Γκόνη)