Με αρχικό τίτλο Ο αντάρτης, η νουβέλα αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην Εστία (1913), και είκοσι χρόνια αργότερα (1933) διασκευάστηκε σε τρίπρακτο έργο
Το «Ε» προτείνει το βιβλίο του Γρηγορίου Ξενόπουλου με τίτλο «Ο Ποπολάρος» από τις εκδόσεις Γράμματα.
Ένας μεγάλος έρωτας μπορεί ν’ αποδειχτεί πιο δυνατός από τις ταξικές διαφορές στη Ζάκυνθο των αρχών του εικοστού αιώνα. Η κοντεσίνα Έλδα και ο «ποπολάρος» Ζέππος πρωταγωνιστούν στη θρυλική πια ιστορία, που ο Ξενόπουλος την είχε δει, όπως λέει, να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια του. Με αρχικό τίτλο Ο αντάρτης, η νουβέλα αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην Εστία (1913), και είκοσι χρόνια αργότερα (1933) διασκευάστηκε σε τρίπρακτο έργο, που ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο, με τη Μιράντα Μυράτ, την Κατίνα Παξινού και τη Βάσω Μανωλίδου.
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867-1951) μας άφησε μια πλούσια κληρονομιά: ογδόντα μυθιστορήματα (μερικά, πρωτοδημοσιευμένα σε συνέχειες στο Έθνος και στα Αθηναϊκά Νέα), πάμπολλα διηγήματα, σαράντα έξι θεατρικά έργα, ποιήματα και λογοτεχνικά έργα για παιδιά, αλλά κι έναν σπουδαίο όγκο κριτικών κειμένων σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής. Το 1912 τιμήθηκε με το παράσημο του Αργυρού Σταυρού του Σωτήρος Χριστού, το 1922 με το Εθνικόν Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών, το 1926 με το Έπαθλον Βικέλα της Ακαδημίας Αθηνών. Ως αναγνώριση της προσφοράς του στα ελληνικά γράμματα, έγινε ακαδημαϊκός το 1931. Την ίδια χρονιά, έγινε πρόεδρος του Εθνικού Θεάτρου, και το 1934 μαζί με τον Καζαντζάκη, τον Παλαμά και τον Σικελιανό ίδρυσε την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1867 από Ζακυνθινό πατέρα και από μητέρα Φαναριώτισσα. Η οικογένειά του εγκαταλείπει την Πόλη, όταν ο Γρηγόριος ήταν έντεκα μηνών και εγκαθίσταται στη Ζάκυνθο. Έτσι, τον κόσμο τον πρωτογνώρισε στο μαγευτικό αυτό νησί της Επτανήσου. Η γραφικότητα του τόπου, η πανώρια φύση με τις μοναδικές της ομορφιές, ο λαός της Ζακύνθου με τα ήθη και τα έθιμά του, η ιστορία και γενικά η επτανησιακή κουλτούρα, διαπλάθουν και επηρεάζουν βαθιά την ψυχή του. Ζυμώνεται με τους Ζακυνθινούς και όλα τα ερμηνεύει με την ιδιοσυγκρασία που κουβαλάει από το νησί του. Μετά το γυμνάσιο ο Ξενόπουλος παρακολουθεί μαθήματα φυσικομαθηματικών στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Όμως, η λογοτεχνία και η δημοσιογραφία τον αποσπούν οριστικά. Συνεργάζεται με όλες σχεδόν τις εφημερίδες και τα περιοδικά της εποχής του. Το 1890 ο Γεώργιος Δροσίνης του προτείνει και αναλαμβάνει αρχισυντάκτης στην Εστία. Το 1896 ο ιδιοκτήτης του παιδικού περιοδικού «Διάπλασις των παίδων» Νικόλαος Παπαδόπουλος τον παίρνει αρχισυντάκτη και αργότερα του αναθέτει τη διεύθυνση του περιοδικού. Στη “Διάπλαση των Παίδων” η αγάπη του για το ελληνόπουλο τον οδήγησε να γράψει χιλιάδες “αθηναϊκές επιστολές”, στις οποίες μιλούσε για διάφορα θέματα. Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος έγινε ο δάσκαλος και μερίμνησε συστηματικά για το παιδί – αναγνώστη, για το παιδί που χρειάζεται αγωγή και παιδεία. Διακατέχεται από μια έμφυτη παιδαγωγική κλίση που την συνθέτουν η συμπάθεια και το ενδιαφέρον του για το παιδί, η δίψα και η πίστη του για την μόρφωσή του. Η προσφορά του στο τρίπτυχο σπίτι – οικογένεια – παιδί αρχίζει αμέσως μετά που αναλαμβάνει τη διεύθυνση του περιοδικού. Για πέντε περίπου δεκαετίες προσφέρει ένα αξιόλογο παιδαγωγικό και μορφωτικό έργο. Βοηθάει το παιδί – αναγνώστη να ανακαλύψει μόνο του το αντικείμενο της γνώσης και να αγκαλιάσει τη φύση, τις αξίες και τους συνανθρώπους του. Παίρνει στα χέρια του μια τεράστιας σημασίας εξουσία, τη διαπλαστική. Η προσφορά του αυτή δεν κατευθύνεται από κάποιο συγκεκριμένο και οργανωμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, αλλά κυρίως από το ένστικτό του και από την αγάπη του για το παιδί. Συνειδητά, όμως, «Ο Φαίδωνας» εργάστηκε για τη δημιουργία μιας παιδικής λογοτεχνικής γλώσσας – μιας γλώσσας ζωντανής – που θα άγγιζε τις τρυφερές ψυχές των παιδιών και που θα μάθαιναν έτσι χωρίς βιβλία και χωρίς δασκάλους. Πετυχαίνει, έτσι, ένα θερμό δόσιμο με τον αναγνώστη και μια απελευθερωτική και θετική στάση που μορφώνει και συγχρόνως δεν σκλαβώνει. “Η αδελφούλα μου” είναι το πρώτο παιδικό μυθιστόρημα που γράφει στη δημοτική γλώσσα. Αν και είναι επηρεασμένος από τις ευρωπαϊκές πολιτιστικές ανακατατάξεις, δεν περιορίζεται μέσα στα πλαίσια του ηθογραφικού μυθιστορήματος, αλλά προχωράει και ασχολείται με την περιγραφή των ψυχικών ικανοτήτων των ηρώων του. Γίνεται ένας ψυχογράφος που τηρεί όμως αυστηρά την αντικειμενικότητά του. Μόνο όταν περιγράφει Ζακυνθινά τοπία και αρχίζουν να αναδύονται μέσα από αυτά οι μνήμες των παιδικών του χρόνων, εκφράζει υποκειμενικά συναισθήματα. Ο ρεαλισμός του 1900 ήταν εκείνο που ζητούσαν οι πολλοί και εκείνο που μπορούσε να ενώσει την απόσταση ανάμεσα στους πολλούς και στη νέα, στην αδιαμόρφωτη ακόμα ελληνική πεζογραφία. Με τα μυστικά της ρεαλιστικής σχολής η αφήγησή του έστρωνε πιο άνετα. Ο Ξενόπουλος βέβαια είχε έμφυτη αφηγηματική ευκολία, καλαισθησία, γλώσσα γλαφυρή, απλή, ρέουσα, έτσι που άρεσε σε όλους. Δεν υπήρξε ποτέ ανιαρός και κουραστικός. Στάθηκε ένας γλωσσοπλάστης – ένας ακούραστος δημιουργός του Λόγου είτε έγραφε για εφημερίδα ή για περιοδικό ή θέατρο ή μυθιστόρημα ή διήγημα ή παιδικό ανάγνωσμα, δοκίμιο ή ποίηση. Τα έργα του έχουν πλούτο, φυσικούς διαλόγους, οξύτητα παρατήρησης και άψογη τεχνική.