Μετά από δυο χρόνια ανακρίσεων, βασανιστηρίων, εικονικών εκτελέσεων και ό, τι θα μπορούσε να προάγει την «συνέπεια», κατά την φιλοσοφία και μεθοδολογία του Γ΄ Ράιχ, ένα βράδυ στα κρατητήρια της Γκεστάπο, λίγο πριν τα μαζέψουν και φύγουν από την Ελλάδα οι Γερμανοί, ελήφθη για την ημιθανή Ελλάδα η μεγάλη απόφαση.
Ένα παιδί στην οικογένεια, σφάλμα, πλην συγχωρητέο. Δύο παιδιά, σφάλμα ασυγχώρητο. Τρία παιδιά, έγκλημα. Τέσσερα και πάνω παιδιά, κακούργημα, συνομωσία κατά του ανθρωπίνου γένους, Πρώτιστα κατά του Γ΄ Ράιχ. Όπερ μεθερμηνευόμενο. Παύουν τα βασανιστήρια. Η μητέρα με τα παιδιά της μπορούν την επόμενη ημέρα να συναντήσουν συγγενείς και φίλους. Την μεθεπόμενη, στον τοίχο, απέναντι στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Ο «ελεύθερος κόσμος» αποστρέφεται, καταδικάζει όλα όσα κάνουν την ελληνική οικογένεια περήφανη. Ο υπουργός οικονομικών της Τρόικας, πλησιάζει μανάδες και παιδιά ρωτώντας αν θέλουν να τους δέσουν τα μάτια. ΟΧΙ. Λένε τα παιδιά και συσπειρώνονται γύρω από τη μάννα τους. Τον πατέρα τον έχουν απέναντι, δεμένο και φιμωμένο, να παρακολουθήσει το «θέαμα».
Ο υπουργός οικονομικών της Τρόικας, λακωνικά, με πειθαρχία περισσή στα αφεντικά, ρυθμίζει τις τελευταίες λεπτομέρειες, σκεπτόμενος: Το έγκλημα παίρνει παράταση. Το κακούργημα ποτέ. Μεγαλύτερο κακούργημα από την πολύτεκνη οικογένεια δεν υπάρχει. Άνδρες επί σκοπόν. Πυρ. Κροταλίζουν τα πολυβόλα. Ξερνάνε καυτό μολύβι πάνω στα κορμάκια των παιδιών και τη μάνα τους. Σωριάζονται όλοι στο έδαφος, μπροστά στον τοίχο της Καισαριανής. Λιποθυμά ο πατέρας. Μακάρι να είχαν κι αυτόν μαζί με τα παιδιά και τη γυναίκα του τα κτήνη.
Αυτό ήταν. Τους ξεφορτωθήκαμε, σκέφτεται ικανοποιημένος ο υπουργός οικονομικών της Τρόικας. Όχι τίποτε άλλο, αλλά θα χάσουμε και τη θέση μας, με αυτές τις ανυπότακτες μανάδες. Και το εξοχικό. Και το σκάφος που μετά από τόοοοοοση πειθαρχία τρομάξαμε να αποκτήσουμε. Υπουργός, «άνδρες», όλοι μαζί θα προαχθούν σε λίγο, σε ειδική τελετή της Γκεστάπο. Μαυροφορεμένοι οι συγγενείς θα πάρουν άδεια να περισυλλέξουν τους νεκρούς. Πένθιμα θα ακουστεί η καμπάνα.
Πες μου και σύ του δειλινού καμπάνα,
γιατί, γιατί, γιατί να γίνω μάνα,
γιατί, γιατί, γιατί να γίνω μάνα, αχ μάνα.
Έγραψε λίγα χρόνια μετά ο Χρήστος Λεοντής και τραγούδησε η Μαρινέλλα.
Άντε να πέρασαν κάποιες δεκαετίες. Από εκείνο το πρωί στην Καισαριανή. Όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Τώρα είμαστε στην Ευρώπη. Των λαών και πολιτισμών, τρομάρα μας. Τα κτήνη πάραυτα, είναι εκεί. Οι εκτελεστές και οι εκτελέσεις είναι εκεί. Με «ευρωπαϊκή προκάλυψη». Και η Ελλάδα με τα πολλά παιδιά της εκεί. Παραδειγματικά τιμωρούμενη και τότε και τώρα. Να βλέπουν και οι άλλοι «ευρωπαίοι», τί τους περιμένει αν κάνουν τα ίδια.
Ένα Σάββατο, αυτό που μας πέρασε, ελεύθεροι όσο ποτέ, οι τρίτεκνοι της Ξάνθης, σε πείσμα των καιρών, χαμογελώντας, είπαν να «αναστήσουν» αυτή τη μάνα της Καισαριανής. Στην κεντρική πλατεία της πόλης, μπροστά στο ρολόι, ξεδίπλωσαν την περηφάνια τους. Γονείς και παιδιά. Μάλιστα, μας πρόσφεραν και γλυκά. Με περιεχόμενο σημαδιακό. Ρόδι. Καρπός γονιμότητας, ελπίδας. Σπεύσαμε πολλοί, πάρα πολλοί κοντά τους. Τους σφίξαμε το χέρι, για το μήνυμα της ελπίδας, της ανάτασης, της προσδοκώμενης Ανάστασης.
ΧΡΕΙ ΘΑΡΣΕΙΝ. ΤΑΧ΄ ΑΥΡΙΟΝ ΕΣΕΤΑΙ ΑΜΕΙΝΟΝ.
Πρέπει να έχουμε θάρρος. Η επόμενη μέρα θα είναι καλύτερη, μας άφησαν παρακαταθήκη οι αρχαίοι μας πρόγονοι. Θα είναι φίλες και φίλοι τρίτεκνοι – πολύτεκνοι.
Είμαστε περήφανοι για σας. Η καταχνιά θα πάρει των ομματιών της μια για πάντα από την πατρίδα μας.
ΓΡΥΠΑΣ