
Του Στάθη Γιαννακίδη
πρ. Υφ. Οικονομίας κ Ανάπτυξης
υπ. Παρ. ΑΜΘ Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ
Η συζήτηση για την ανάγκη πολιτικής αλλαγής επανέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει οδηγήσει τη χώρα σε μια βαθιά και πολυδιάστατη κρίση – κοινωνική, θεσμική και οικονομική. Τα φαινόμενα αυταρχισμού, ο αυξανόμενος έλεγχος της ενημέρωσης και η απαξίωση της δικαιοσύνης διαβρώνουν τη δημοκρατική λειτουργία του κράτους. Παράλληλα, οι οικονομικές πολιτικές εντείνουν τις ανισότητες και ευνοούν δυσανάλογα τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα.
Η ακρίβεια, η αποδυνάμωση του κοινωνικού κράτους, η υποβάθμιση της δημόσιας υγείας και της παιδείας, η φτωχοποίηση των εργαζομένων και η εγκατάλειψη της περιφέρειας – με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Θράκη – διαμορφώνουν ένα τοπίο κοινωνικής κόπωσης και πολιτικής στασιμότητας. Πρόκειται πλέον όχι για μια συγκυριακή, αλλά για μια βαθιά διαρθρωτική κρίση.
Ωστόσο, παρά τη διάχυτη δυσαρέσκεια, η δημοκρατική αντιπολίτευση δεν έχει κατορθώσει να διαμορφώσει ένα πειστικό και ενιαίο μέτωπο, ικανό να μετατρέψει τη λαϊκή αγανάκτηση σε οργανωμένη πολιτική αλλαγή. Έπειτα από έξι χρόνια διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, η κρίση δεν αφορά αποκλειστικά την κυβέρνηση· αφορά εξίσου – αν όχι περισσότερο – την αντιπολίτευση και ιδιαίτερα την προοδευτική της πτέρυγα. Η διαφθορά και η αδικία, όσο έντονα κι αν βιώνονται, δεν αρκούν από μόνες τους για να επιφέρουν πολιτική ανατροπή. Απαιτείται ένα εναλλακτικό σχέδιο με ρεαλισμό, συνέπεια και ηγεσία που να εμπνέει εμπιστοσύνη και προσδοκία.
Αυτή η εικόνα δεν είναι αποκλειστικά ελληνική. Σε ολόκληρη την Ευρώπη, το πολιτικό σκηνικό μετασχηματίζεται: οι παραδοσιακές δυνάμεις δοκιμάζονται, οι κοινωνίες αναζητούν απαντήσεις στα αδιέξοδα και το έλλειμμα πολιτικής αξιοπιστίας γεννά είτε ριζοσπαστικές πρωτοβουλίες είτε ενισχύει την άκρα δεξιά. Η Ελλάδα δεν μπορεί να μείνει έξω από αυτή τη διεργασία — και η στάση των προοδευτικών δυνάμεων θα κρίνει αν η αλλαγή θα είναι δημοκρατική ή θα επιβληθεί από δυνάμεις οπισθοδρόμησης.
Μέσα σε αυτή τη ρευστή πολιτική συγκυρία, η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα έχει ιδιαίτερη πολιτική βαρύτητα, όχι μόνο για την Αριστερά και την κεντροαριστερά, αλλά και για το σύνολο του πολιτικού συστήματος, το οποίο βρίσκεται σε φάση αναδιάταξης. Ο ίδιος δήλωσε ότι επιλέγει να επιστρέψει στη δράση «από τα κάτω», απελευθερωμένος από αξιώματα και κομματικούς μηχανισμούς, τονίζοντας ότι δεν πιστεύει σε «Μεσσίες» ή σε κομματικές «κατασκευές εργαστηρίου».
Παράλληλα, συνεργάτες του ξεκαθαρίζουν ότι, όπως «εκτός πλαισίου» ήταν η απόφασή του να παραιτηθεί από τη βουλευτική έδρα, έτσι «εκτός πλαισίου» θα είναι και οι επόμενες κινήσεις του. «Δεν έκλεισε το μάτι σε κανέναν, δεν έκανε καμία παρασκηνιακή συνεννόηση, δεν κάλεσε κανέναν σε κίνηση», αναφέρουν χαρακτηριστικά, απαντώντας στα σενάρια περί δημιουργίας «κόμματος Τσίπρα». Ο ίδιος δεν έχει ανακοινώσει πρόθεση ίδρυσης νέου κόμματος, παρότι πολλοί το προεξοφλούν. Ακόμη περισσότερο, δεν έχει μιλήσει για συγκρότηση εκλογικής λίστας.
Η Αριστερά, παρά τις εσωτερικές της αντιφάσεις, εξακολουθεί να αποτελεί αναγκαίο αντίβαρο στο σημερινό μοντέλο διακυβέρνησης. Ωστόσο, μια Αριστερά που περιορίζεται απλώς στην καταγγελία δεν αρκεί. Χρειάζεται μια Αριστερά της πρότασης και της πράξης· μια πολιτική δύναμη ικανή να κυβερνήσει με κοινωνικό πρόσημο και θεσμική σοβαρότητα. Το κρίσιμο ερώτημα είναι σαφές: ποια Ελλάδα θέλουμε να οικοδομήσουμε για την επόμενη δεκαετία; Με ποια στρατηγική, ποιες πολιτικές και ποιους φορείς θα εξασφαλίσουμε αυτή τη μετάβαση; Και, κυρίως, πώς θα επιμεριστούν δίκαια τα οφέλη και τα βάρη των αναγκαίων αλλαγών;
Απέναντι στο εύλογο και αυθόρμητο αίτημα της κοινωνίας για ενότητα, η απάντηση δεν μπορεί να είναι γενικόλογες διακηρύξεις. Οφείλει να στηριχθεί σε μια δεσμευτική προγραμματική συμφωνία τουλάχιστον στα ουσιώδη: δίκαιη φορολόγηση του μεγάλου πλούτου και των υπερκερδών, ουσιαστική αύξηση των μισθών, επαναρρύθμιση της αγοράς εργασίας, ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, θεσμική ανασυγκρότηση για την καταπολέμηση της διαφθοράς, περιορισμός της υπερεξοπλιστικής πολιτικής.
Ο δρόμος της ενότητας της Αριστεράς δεν είναι απλώς μια πολιτική επιλογή — είναι ιστορική αναγκαιότητα. Και αυτός ο δρόμος οφείλει να έχει σαφές πολιτικό περιεχόμενο, προγραμματικό στίγμα και ηγεσία, που θα υπηρετεί συλλογικά το κοινωνικό συμφέρον. Μόνο έτσι η κοινωνική δυσαρέσκεια μπορεί να μετατραπεί σε δύναμη αλλαγής και η κοινωνία να ξαναβρεί πολιτική προοπτική.