Ένα χρήσιμο βοήθημα για κάποιον που μελετά τη λογοτεχνία και τη θεωρία της είναι το βιβλίο του Γιώργου Βελουδή «Γραμματολογία», που κυκλοφόρησε το 2004 σε τρίτη βελτιωμένη έκδοση από τις εκδόσεις Πατάκη.
Πολλά ενδιαφέροντα και χρήσιμα συναντούμε στο πολυσέλιδο αλλά καθόλου κουραστικό αυτό εγχειρίδιο. Μαθαίνουμε ότι οι αρχαίοι, λέγοντας «ποίηση», εννοούσαν γενικά τη λογοτεχνία, ενώ ο Goethe (1819) αναφέρει ότι το δράμα είναι η τρίτη από τις φυσικές μορφές της ποίησης, μετά τις μεγάλες «αδελφές» της, την επική και τη λυρική ποίηση.
Αντίθετα, τουλάχιστον στην πρώτη ευρωπαϊκή ποιητική θεωρία, στην «Ποιητική» του Αριστοτέλη, το δράμα, και ειδικότερα η τραγωδία, κατέχει όχι απλά μια θέση, αλλά τη μοναδική ανάμεσα στις άλλες μορφές της ποίησης.
Ο Γ. Βελουδής (σελ. 151) σημειώνει: «Η εξαιρετική ιδιοτυπία του δράματος σε αντιπαράθεση με τα άλλα δύο παραδεδομένα λογοτεχνικά γένη έγκειται, κατά γενική ομοφωνία, στο γεγονός ότι το δράμα ως λογοτεχνικό κείμενο προορίζεται, κατά κανόνα, για την παράστασή του (performance) από τη θεατρική σκηνή». Ο συγγραφέας, στη συνέχεια, εξετάζει τη σημασία αυτής της διπλής υπόστασης του δράματος, σημειώνοντας ότι και η γραμματολογία και η θεατρολογία διεκδικούν ως αντικείμενο μελέτης τους το δράμα.
Θα μπορούσαμε να τονίσουμε ότι ευρύτερη έννοια από το θέατρο είναι το θέαμα, που περιλαμβάνει πολλές μορφές έκφρασης. Επίσης, το θέατρο ως παράσταση είναι μια συλλογική πράξη που σχετίζεται με την παρακολούθηση από κάποιο κοινό με έναν ορισμένο ρυθμό παράστασης, ενώ το θέατρο ως κείμενο είναι ατομική πράξη που συνδέεται με το χρόνο ανάγνωσης του συγκεκριμένου αναγνώστη. Βέβαια, υπάρχει σχέση αλληλεξάρτησης μεταξύ θεατρικού κειμένου και παράστασης. Τέλος, καλό είναι να θυμόμαστε αυτό που λέει ο Hegel: «Η δραματική ποίηση ενώνει την αντικειμενικότητα του έπους και την υποκειμενικότητα της λυρικής ποίησης». Να υποσημειώσουμε, βέβαια, ότι κύριο χαρακτηριστικό του δράματος, που αποτελεί ταυτόχρονα την ειδοποιό διαφορά του από τα άλλα λογοτεχνικά γένη, είναι η αποκλειστική και ολοκληρωτική χρήση του λόγου στη μορφή του διαλόγου των προσώπων.
Ιδιαίτερα για τα είδη του δράματος, ο Γ. Βελουδής αφιερώνει ικανό αριθμό σελίδων (σελ. 151–182). Λίγα στοιχεία επιλέγουμε που αναφέρονται στην αφετηρία και διαδρομή της τραγωδίας, κωμωδίας και σατυρικού δράματος. Στη λατρεία και τα λαϊκά δρώμενα έχουν τις ρίζες τους και τα τρία πρώτα, από τη στροφή του 6ου προς τον 5ο π.Χ. αιώνα, ιστορικά μαρτυρημένα είδη του δραματικού γένους: η τραγωδία, η κωμωδία και το σατυρικό δράμα.
Ενώ, όμως, το τρίτο από τα αρχαία παραδεδομένα είδη, το σατυρικό δράμα, δεν επρόκειτο να επιβιώσει πέρα από την πρόσκαιρη ρωμαϊκή του επιβίωση, η αναβίωση των δύο πρώτων από την Αναγέννηση και ύστερα καθόρισε την εξέλιξη ολόκληρου του ευρωπαϊκού δράματος και τη γέννηση των νέων ειδών μέχρι τις μέρες μας. Εντούτοις, τα νέα είδη δράματος παρουσιάζουν μια τέτοια ποικιλία, ώστε είναι πολύ περίπλοκη υπόθεση η κατάταξή τους. Επιπλέον, στα νεότερα χρόνια, από τον Shakespeare μέχρι τον Lorca και τον O’Neill, γράφονται σημαντικές «καθαρές» τραγωδίες.
Τα ίδια ισχύουν και για την κωμωδία, που από την Αναγέννηση και μετά αναπτύσσει αρκετές νεότερες ποικιλίες, όπως φάρσα, φαρσοκωμωδία και μερικές παραλλαγές τους. Κλείνοντας, να αναφέρουμε ότι οι όποιες διαφοροποιήσεις στα είδη της τραγωδίας και της κωμωδίας γίνονται πλέον στη βάση του περιεχομένου και όχι της μορφής. Κυριαρχούν οι αντιπαραθέσεις «τραγικό / σοβαρό / υψηλό» vs «κωμικό / αστείο / ταπεινό», ενώ ήδη από τον Ευριπίδη έχουμε το μικτό είδος της κωμικοτραγωδίας ή ιλαροτραγωδίας.
Αναμφίβολα, θα ήταν πολύ τυχερή η ανθρωπότητα αν από την «Ποιητική» του Αριστοτέλη σώζονταν τα κεφάλαια που αναφέρονται στην κωμωδία και στο σατυρικό δράμα. Τότε δε θα είχε «δουλειά» ο Ουμπέρτο Έκο…