Του Θανάση Μουσόπουλου
Τον Αύγουστο του 2024 δημοσίευσα το άρθρο «Ο παλαιστής και ο δερβίσης του Θ. Γρηγοριάδη – Περίπατος στην Ιστορία και στον Πολιτισμό της Θράκης», στο οποίο μίλησα σύντομα για δύο επιστήμονες που κατάγονται από την Ίμβρο, σχετικούς με τα θέματα που συζητά ο συγγραφέας στο μυθιστόρημά του. Συγκεκριμένα αναφέρθηκα στον Ευστράτιο Ζεγκίνη (1938 – 2020) και στον πολύ νεότερό του (γεννήθηκε το 1961) Γιώργο Βογιατζή. Αφού παρέθεσα στοιχεία για τους δερβίσηδες και τους μπεκτασήδες που αναφέρουν οι δύο ιστορικοί, υποσχέθηκα ότι θα ασχοληθώ με την παρουσία και γενικότερη προσφορά αυτών των δύο ιμβρίων επιστημόνων. Τώρα με τον Βογιατζή, σε επόμενο κείμενο με τον αείμνηστο Ζεγκίνη.
Αναζητώντας κάποια στοιχεία για τούτο το άρθρο, βρήκα ένα δημοσίευμα του 2011. Διαβάζουμε:
«Στα πλαίσια των μαθημάτων Ιστορίας και Λαογραφίας Θράκης, του Ιδρύματος Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης, καλεσμένος του διδάσκοντα – υπεύθυνου του τμήματος κ. Θ. Μουσόπουλου, την Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011 παραβρέθηκε και μίλησε στους σπουδαστές και σπουδάστριες ο κ. Γιώργος Βογιατζής, ιστορικός/διδάκτορας Βυζαντινολογίας και Οθωμανολογίας».
Με την ευκαιρία του μαθήματος εκείνου συνέταξα και δημοσίευσα ένα τεύχος 42 σελίδων με τίτλο «Γεώργιος Βογιατζής: Τα Ιστορικά του έργα για την Οθωμανοκρατία στη Θράκη». Στο τεύχος περιλαμβάνονται τρία κεφάλαια: Πρώιμη Οθωμανοκρατία στη Θράκη (σελ. 11 – 25) – Από το Ματζικέρτ στη Βιέννη – Η δημιουργία του Οθωμανικού προγεφυρώματος στη Θράκη (σελ. 26 – 37) και Ξάνθη – Η Ξάνθη κατά την αρχαιότητα και κατά τη Βυζαντινή περίοδο (σελ. 38 – 42).
Στοιχεία από τον Πρόλογο του τεύχους (σελ. 7 – 10) θα παραθέσουμε στη συνέχεια.
Νομίζω ότι το Γιώργο Βογιατζή τον γνωρίζω από το 1987, τότε που ήρθε στην Ξάνθη. Είμαι βέβαιος ότι από την πρώτη στιγμή εκτίμησα το χαρακτήρα του και την προσωπικότητά του. Πολλούς ανθρώπους τους αγαπάμε, χωρίς αναγκαστικά να τους έχουμε όλη ώρα στα πόδια μας. Μπορεί να τους έχουμε όμως στο νου και στην καρδιά μας.
Γεννήθηκε το 1961 στην Ίμβρο, σπούδασε ιστορία στο Αριστοτέλειο και στη συνέχεια στη Βιέννη έκανε το διδακτορικό του στους τομείς της Βυζαντινολογίας και Οθωμανολογίας.
Τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στην παρουσία των Οθωμανών στο Θρακικό χώρο. Εργασίες του δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά Ελληνικά, Θρακικά Χρονικά, Balkan Studies, Βαλκανικά Σύμμεικτα κ.ά. Το 1988 από τις εκδόσεις Ηρόδοτος κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Η πρώιμη Οθωμανοκρατία στη Θράκη – Άμεσες δημογραφικές συνέπειες» (490 σελίδες) και το 2007 από τις εκδόσεις Σπανίδη το βιβλίο του «Από το Ματζικέρτ στη Βιέννη – Αναγνώσεις της Ιστορίας των Τούρκων από το 1071 έως το 1529» (509 σελίδες).
Με το Γιώργο Βογιατζή και το έργο του ασχολήθηκα γράφοντας το βιβλίο μου «Θρακών οικήσεις και κτίσματα – Λαμπρών καιρών μάρτυρες (15ος – 19ος αι.)», έκδοση του Εθνικού Ιδρύματος Νεότητας το 1998, όπου αναφέρομαι στην εργασία του «Οι πληροφορίες του ενετού Τζοβάν Μαρία Αντζολέλλο για τη Θράκη της πρώιμης Οθωμανοκρατίας στο θρακικό χώρο» (1996). Συνεργάστηκα μαζί του στην προσπάθεια για την εισαγωγή της τοπικής ιστορίας στο σχολείο. Αποτέλεσμα είναι η πολύ σημαντική εργασία του «Η Θράκη από το 14ο έως το 16ο αιώνα – Οι Οθωμανοί διαδέχονται το Βυζάντιο» (1999).
Τα δύο συγγράμματα του Γ. Βογιατζή αποτελούν ουσιαστική συμβολή στην επιστήμη.
Προτού αναφερθούμε στα έργα του Γιώργου Βογιατζή, θα παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα από εξομολογήσεις του ίδιου, όπως αποτυπώνονται στο Ιστόρημα (στις 7 Σεπτεμβρίου 2021) με τίτλο «Μια σακούλα χώμα» από την Ίμβρο, στον ερευνητή Μπενιαμίν Κόντε [μπορείτε στο Διαδίκτυο να απολαύσετε ολόκληρη τη συζήτηση].
Απαντώντας στις ερωτήσεις του ερευνητή, αναπολεί τα παιδικά του χρόνια στην Ίμβρο, το σχολείο, τη φυγή της οικογένειά του και την άφιξη στην Ελλάδα, καθώς και σε ένα ταξίδι του μετά από χρόνια στη γενέτειρά του, οπότε συνάντησε την αγαπημένη του τουρκάλα δασκάλα, η οποία τον αποχαιρέτησε με μια σακούλα χώμα. Από τις αφηγήσεις του Γιώργου, επέλεξα σημεία από τις σπουδές του και το διδακτορικό του. Τον απολαμβάνουμε:
«Και, όταν ήρθε η ώρα μετά, αφού τελείωσα τη Φιλοσοφική, λίγο πριν την τελειώσω, που έκανα κάποιες συζητήσεις με καθηγητές μου στην Θεσσαλονίκη, ιδιαίτερα με την Βασιλική Παπούλια, που ήταν καθηγήτρια Βαλκανικής Ιστορίας, μου έδωσε έτσι την ιδέα να αξιοποιήσω και τα τούρκικα που γνωρίζω και να κάνω ένα θέμα ως διδακτορική διατριβή, να επιλέξω ένα θέμα που να άπτεται και της Βυζαντινής και της Οθωμανικής Ιστορίας και μου λέει: «Για να δούμε πού τέμνονται αυτές οι δύο ιστορίες; Τέμνονται, ας πούμε, στην Θράκη». Οπότε η αγαπημένη μου Θράκη και η Ξάνθη, δεν έχω κάποια καταγωγή από δω, αλλά έτυχε να διοριστούν εδώ κάποιοι δάσκαλοι συγγενείς μου, ερχόμουν, έκανα φίλους και αποφάσισα ότι μάλλον εκεί θα μείνω όλη μου τη ζωή, γιατί μου άρεσε πολύ ο τόπος και οι άνθρωποι, ήρθαν και έδεσαν όλα αυτά, η αγάπη για τη Θράκη, το ενδιαφέρον για το Βυζάντιο και η γνώση της τουρκικής γλώσσας, και έτσι επέλεξα ένα θέμα σχετικό λοιπόν για την κατάκτηση της Θράκης από τους Οθωμανούς και τις πρώτες δημογραφικές αλλαγές, έτσι, τις επιπτώσεις των πληθυσμών […] Το διδακτορικό το έκανα στη Βιέννη. Μια πάρα, πάρα πολύ ωραία εμπειρία για μένα η Βιέννη, ως πόλη, οι άνθρωποι και είχα τη στήριξη του νυν πατριάρχη, του οικουμενικού πατριάρχη Βαρθολομαίου, δεν ήταν ακόμα Πατριάρχης τότε, αλλά υποστήριζε και υποστηρίζει πάντα τα παιδιά από την Ίμβρο, κι ένας λόγος παραπάνω που θα επρόκειτο να ασχοληθώ με Βυζαντινή Ιστορία, με Θράκη. Την Ίμβρο τη θεωρούμε κομμάτι της Θράκης, μαζί με τη Σαμοθράκη είναι νησιωτική Θράκη, μπορεί κάποιος να έχει αντίρρηση σε αυτό, έτσι όπως το τοποθετώ, αλλά συναισθηματικά τουλάχιστον έτσι το βλέπουμε. Ήταν πολύ ωραία εμπειρία, ήμουν σε δύο σχολές εκεί, αφού ήταν συνδυασμός. Δηλαδή ήμουν και στους βυζαντινολόγους και στους τουρκολόγους, τους οθωμανολόγους, παρακολούθησα μαθήματα οθωμανικής γλώσσας και γραφής έμαθα κάποια στοιχειώδη. Είχα ένα μεράκι και γι’ αυτό και φυσικά πολλά μαθήματα με τους βυζαντινολόγους ενδιαφέροντα. Είχα την τύχη να προλάβω τον μεγάλο βυζαντινολόγο τον Αυστριακό τον Χούνγκερ, δίπλα στον οποίο έκανα την διατριβή μου, και τελείωσαν όλα πάρα πολύ όμορφα. Και παράλληλα, επειδή για να συμπληρώνω την υποτροφία μου δίδασκα ελληνικά σε Αυστριακούς, σε κέντρο λαϊκής επιμόρφωσης θα μπορούσα να τα πω, ήταν ενήλικοι άνθρωποι που έρχονται στην Ελλάδα για διακοπές και ήθελαν να μάθουν και λίγα ελληνικά, ήταν πολύ ωραία εμπειρία, γιατί γνώρισα από κοντά πολλούς ανθρώπους πέρα από το φοιτητικό περιβάλλον, οι οποίοι έδειχναν την αγάπη και την ευγνωμοσύνη τους για μένα με κάθε τρόπο, αλλά είχαν και μια υπερβολική ελληνομανία».
Επανέρχομαι στα έργα του Γιώργου Βογιατζή, όπως τα παρουσιάζω στο τεύχος του 2011. Αναφέρω:
Στο βιβλίο για την ‘Πρώιμη Οθωμανοκρατία στη Θράκη’, ο συγγραφέας παρουσιάζει όσα συνέβησαν στη Θράκη από τα μέσα του 14ου έως τις πρώτες δεκαετίες του 16ου αιώνα, τις «ποσοτικές και ποιοτικές αλλαγές που αφορούσαν την ιστορική γεωγραφία και τη δημογραφική εικόνα του χώρου, τη θρησκευτική φυσιογνωμία των κατοίκων και την κοινωνία των νέων κυριάρχων».
Στο βιβλίο του ‘Από το Ματζικέρτ στη Βιέννη’ ο συγγραφέας παρουσιάζει την πορεία των Τούρκων από τη Ασία προς την καρδιά της Ευρώπης. Όπως σημειώνει ο Γ. Βογιατζής «Είναι μια εποχή πολεμικών συγκρούσεων, δημογραφικών αλλαγών, πολιτισμικών μεταβολών και πολιτικών εξελίξεων που επηρέασαν βαθιά κατακτητές και κατακτημένους».
Τα γεγονότα, που σύμφωνα με τη σύγχρονη αντίληψη μελετά και παρουσιάζει ο Γιώργος Βογιατζής, αναφέρονται στο μεταίχμιο νέας και νεότερης εποχής. Μας βοηθά με τις έρευνες και τα κείμενά του ο συγγραφέας να φωτίσουμε το διάβα του χρόνου χωρίς φανατισμό και υπονοούμενα. Ψύχραιμα, αντικειμενικά και με αυτογνωσία μιλά για την ιστορία και τον ιστορικό χρόνο και χώρο.
Στο πρόσφατο άρθρο μου «Ο παλαιστής και ο δερβίσης του Θ. Γρηγοριάδη – Περίπατος στην Ιστορία και στον Πολιτισμό της Θράκης», αναφερόμενος στο έργο «Πρώιμη Οθωμανοκρατία στη Θράκη, σημειώνω ότι «Για τους δερβίσηδες υπάρχει λεπτομερής αναφορά στις σελίδες 208 – 215. Μια χαρακτηριστική παράγραφος:
«Η δραστηριότητα των δερβίσηδων πήγαζε από τον ιδιότυπο ιεραποστολικό τους ζήλο και στηριζόταν στην ικανότητά τους να προσφέρουν σημαντικές υπηρεσίες ταυτόχρονα σε πολλούς τομείς: κυρίως στην κατάκτηση και τον εποικισμό, αλλά και στη μετάβαση των νομάδων στη μόνιμη εγκατάσταση και την εξοικείωση των εντοπίων κατοίκων με την ισλαμική πίστη. Ειδικά σ’ αυτόν τον τομέα οι δερβίσηδες πέτυχαν το στόχο τους με την καλλιέργεια του θρησκευτικού συγκρητισμού και με την εκδήλωση μιας εξαιρετικά πιο φιλικής συμπεριφοράς προς τους χριστιανικούς πληθυσμούς των κατακτημένων περιοχών απ’ ό,τι η κεντρική εξουσία και το επίσημο “ορθόδοξο” Ισλάμ» (σελ. 213).
Προσθέτω επίσης την εργασία του Γιώργου Βογιατζή «Η Θράκη από το 14ο έως τον 16ο αιώνα – Οι Οθωμανοί διαδέχονται το Βυζάντιο» (που ανήκει στον Φάκελο: Τοπική Ιστορία Ξάνθης, που οργανώθηκε με πρωτοβουλία του Συλλόγου Ποντίων ν. Ξάνθης, 1999), όπου αναφέρει:
«Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην κατάκτηση και τον εποικισμό της Θράκης από τους Οθωμανούς διαδραμάτισαν τα τάγματα των δερβίσηδων, δηλαδή οι αδελφότητες των μουσουλμάνων μοναχών, και από αυτούς ιδίως το τάγμα των Μπεκτασήδων» (σελ. 9).
Στο τελευταίο μέρος του άρθρου θα παραθέσω για τα δύο σημαντικά έργα του Γιώργου Βογιατζή, με βάση τα οπισθόφυλλα των τόμων, το περιεχόμενο και τα κεφάλαια, για όποιον / όποιαν ενδιαφέρεται για λεπτομερέστερη παρουσίαση.
Α. ΠΡΩΙΜΗ ΟΘΩΜΑΝΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗ ΘΡΑΚΗ, εκδ. Ηρόδοτος,
1998, σελ. 496
Το κυριότερο στοιχείο που χαρακτήριζε την πολιτική κατάσταση στις δύο ακτές της Προποντίδας στις αρχές του 13ου αιώνα, ήταν η προοδευτική πολυδιάσπαση των μεγάλων κρατών σε μικρότερες πολιτικές οντότητες. Στην ευρωπαϊκή πλευρά, την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204 ακολούθησε η πρόσκαιρη λατινοκρατία στη Θράκη και η οριστική πολιτική και εδαφική διάσπαση του βυζαντινού κόσμου. Στη Μικρά Ασία, οι Ιλχανίδες Μογγόλοι το 1243 νίκησαν τους Σελτζούκους του Ικονίου. Η παρακμή των τελευταίων έδωσε τη δυνατότητα στους ηγέτες των τουρκικών φυλών να ιδρύσουν μικρά ανεξάρτητα κρατίδια. Στα τέλη του 13ου αιώνα, το φαινόμενο του κατακερματισμού πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις. Η ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1261 δεν οδήγησε στην επανένωση της βυζαντινής οικουμένης. Το δεσποτάτο της Ηπείρου και η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας συνέχισαν τον ανεξάρτητο πολιτικό τους βίο, ενώ η επικράτεια της βυζαντινής πρωτεύουσας συνταράχτηκε επανειλημμένως από εμφύλιες συγκρούσεις. Την ίδια εποχή, στη βορειοδυτική Μικρά Ασία, οξυνόταν ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα τουρκικά κρατίδια, που προσπαθούσαν να καταλάβουν όσα βυζαντινά εδάφη είχαν απομείνει εκεί. Ήταν φανερό ότι το προβάδισμα θα το κέρδιζε η πλευρά που θα επιτύγχανε πρώτη να υπερβεί την πολυδιάσπαση των δυνάμεών της. Η ιστορική συγκυρία ευνόησε τότε περισσότερο τους Τούρκους. Ενώ στο Βυζάντιο οι εμφύλιοι πόλεμοι ενίσχυαν τις φυγόκεντρες τάσεις σε όλο το φάσμα της κοινωνίας και του πολιτικού κόσμου, οι αντιθέσεις ανάμεσα στα τουρκικά εμιράτα περιορίζονταν βασικά μεταξύ των ηγετών των κρατιδίων. Οι μουσουλμάνοι υπήκοοί τους αποτελούσαν ενιαίο λαό, τους Τούρκους νομάδες, και αυτοί είχαν έναν κοινό και απόλυτα σαφή στόχο: την επιβίωση μέσω της λεηλασίας και της ένοπλης επέκτασης εις βάρος της πλησιέστερης μη μουσουλμανικής χώρας, που τότε ήταν η γειτονική -προς την ήδη κατακτημένη Μικρά Ασία- βυζαντινή Θράκη.
Β. ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΝΤΖΙΚΕΡΤ ΣΤΗ ΒΙΕΝΝΗ, Αναγνώσεις της ιστορίας των Τούρκων από το 1071 έως το 1529, εκδ. Σπανίδη,
2007, σελ. 512
Η ιστορία των Τούρκων από το 1071 έως το 1529, είναι μια πορεία από την Ασία προς την καρδιά της Ευρώπης. Συνέπεια αυτής της πορείας ήταν οι βαθιές αλλαγές που σημειώθηκαν στον πολιτικό και το δημογραφικό χάρτη της Μικράς Ασίας και της Βαλκανικής. Καταλύθηκαν μικρά και μεγάλα κράτη, ανάμεσά τους και η χιλιόχρονη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Οι γηγενείς πληθυσμοί υπέστησαν δραματική μείωση. Πολλοί άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στις επιδρομές, τις μάχες και τις αναρίθμητες αλώσεις. Άλλοι εκτοπίστηκαν και αναζήτησαν νέα πατρίδα και άλλοι αφομοιώθηκαν από τους νέους κυριάρχους. Το κενό που δημιουργήθηκε, καλύφθηκε από τους επήλυδες. Προέκταση όλων αυτών ήταν οι πολιτισμικές μεταβολές. Ο γεωγραφικός χώρος που επηρέαζαν οι πολιτισμοί των αυτοχθόνων περιορίστηκε. Πιο έντονα στη Μικρά Ασία και σε μικρότερη κλίμακα στη Βαλκανική, δίπλα στη γλώσσα, τον πολιτισμό και τη θρησκευτική πίστη των εντοπίων, μεταφυτεύτηκε η πνευματική κληρονομιά των κατακτητών: η λαϊκή τουρκική γλώσσα της τουρκομανικής πλειονότητας, μαζί με τη λόγια της εξουσίας και των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, με τα πολυάριθμα δάνεια από τα αραβικά και τα περσικά ο λαϊκός πολιτισμός και οι νομαδικές παραδόσεις των Τουρκομάνων, μαζί με τον “ανώτερο” πολιτισμό των Σελτζούκων και των Οθωμανών, που οικειοποιήθηκε την αραβοπερσική ισλαμική κουλτούρα και ενσωμάτωσε στοιχεία από τον πολιτισμό των υποτελών λαών το πολύχρωμο μωσαϊκό της ισλαμικής ετεροδοξίας, μαζί με την επίσημη, την “ορθόδοξη” σουνιτική έκφραση του Ισλάμ.
Ο Γιώργος Βογιατζής, που φέτος συνταξιοδοτήθηκε μετά από μια πολυετή προσφορά ως εκπαιδευτικός στο Β΄ Ενιαίο Λύκειο Ξάνθης, εκτός από επιστήμονας και δάσκαλος ήταν και κοινωνικός εργάτης. Δίδαξε στους μαθητές και μαθήτριές του την αλληλεγγύη, την εθελοντική προσφορά, τα πηγάδια της Αφρικής: «το πρόγραμμα με τα πηγάδια, δηλαδή πηγάδια για πόσιμο νερό, αλλά χωρίς να υπάρχει καμιά προϋπόθεση για όλα αυτά θρησκευτικής πίστης. Δηλαδή δεν είναι κανείς στην Τανζανία υποχρεωμένος να βαφτιστεί ορθόδοξος, ούτε καν να είναι χριστιανός οποιουδήποτε άλλου δόγματος, για να επωφεληθεί από ένα πηγάδι που διανοίγεται στον τόπο του και να έχει καθαρό πόσιμο νερό. Όλοι επωφελούνται και από τα πηγάδια και από τα νοσοκομεία και τα λοιπά»…