Ο αείμνηστος Νίκος Τσούργιαννης ήταν ένας διακεκριμένος συμπολίτης που άφησε το στίγμα του στην περιοχή μας. Με δημοσιεύματα στην εφημερίδα «Εμπρός» μας είχε προκαλέσει ιδιαίτερο το ενδιαφέρον με τα γραφόμενά του. Και στη συνέχεια με τη δημοσίευση του βιβλίου «Ιστορίες από την Ξάνθη, την όμορφη πόλη», σελ. 156, 2022.
«Υπήρξε άνθρωπος με γνώσεις, πρόσφερε στην κοινωνία, είχε κοινωνική και πολιτική δράση σα γνήσιος δημοκράτης, μέλος κι αυτός της μεγάλης οικογένειας του σπουδαίου συνεταιριστή Αλέξανδρου Μπαλτατζή.
Ο Νίκος Τσούργιαννης, ο κυρ Νίκος μας, ο συγγραφέας μας που με την πένα του κατέγραψε τα ήθη, έθιμα, ευχάριστα και δυσάρεστα γεγονότα της ορεινής περιοχής των Νεστοχωρίων όπως και της Παλιάς Πόλης, κυρίως της αγοράς της» (Νοέμβριος, 2022, Γ.Δ.)
Το βιβλίο ξεκινά με πρόλογο της Κυριακής Οικονόμου, δημοσιογράφου της Όμορφης Πόλης, στην οποία είχε δώσει μια συναρπαστική συνέντευξη τον Μάιο του 2022. Στον πρόλογό της παρατηρεί: «Δεν αοριστολογεί όταν διαπιστώνει πως η παρανέστια περιοχή της Ξάνθης μπορεί να πρωταγωνιστήσει και να προσφέρει ανάπτυξη και ευημερία στην ευρύτερη περιοχή. Αξιοποίηση όπως ήδη υπάρχουν προτείνει».
Δεκαεννέα κεφάλαια συγκροτούν το βιβλίο που – θα έλεγα – αποτελούν μία ισορροπημένη ανάμειξη ιστορίας, πολιτισμού, οικονομικών στοιχείων και προτάσεων.
Ένα απόσπασμα – δείγμα του λόγου του παραθέτουμε στη συνέχεια:
Καπνικές δουλειές
«Ένα μεγάλο μέρος από τα χέρια της γειτονιάς δούλευαν στις δουλειές μας, στο φύτεμα του καπνού, στο τσάπισμα, στο βελόνιασμα και όλο το χειμώνα στο παστάλιασμα και την χωρική επεξεργασία μέχρι να γίνει δέμα και να το πάρει ο έμπορος. Το παστάλιασμα ήταν μεγάλη και πολυάσχολη δουλειά κυρίως για μας που παράγαμε τρεις τέσσερις τόνους καπνού. Μας βοήθησε πολύ η δυνατότητα που είχαμε αποκτήσει σε χώρους γιατί μπορούσαμε στους μεγάλους πασταλτζί οντάδες που διέθεταν τα τουρκόσπιτα που είχαμε αγοράσει, να απασχολούμε δυο τρεις παρέες, όπως έλεγαν τις ομάδες που παστάλιαζαν και η κάθε μία ήταν αυτοτελής με τον αρχηγό της τον τσελετζή, αυτόν που μετά από το παστάλιασμα έστηνε τους γύρους τα στίβια και τα δέματα και ήταν υπεύθυνος για την ποιότητα και το τι κάθε εργάτρια πασταλτσού έβαζε μέσα στα παστάλια της.
Δυο τρεις καπνόλακκοι σκαμμένοι μέσα στο χώμα με μέγεθος μεγάλου δωματίου, φιλοξενούσε αρκετές βέργες με ξερά καπνά που έμπαιναν για να μαλακώσουν γιατί αλλιώς δεν μπορούσε να γίνει επεξεργασία με ξερά καπνά. Ήταν ένα είδος παραδοσιακών υγραντήρων που το καπνό έπαιρνε όση υγρασία του χρειαζόταν για να ζυμωθεί, να πάρει χρώμα και να βγάλει τα αρώματά του.
Χρειαζόταν για τη δουλειά αυτή νέα και δυνατά άτομα να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν τις μικρές ανεμόσκαλες των λάκκων και η ευλυγισία ανάμεσα στους κουντέδες ώστε να διαλέξουν τους έτοιμους για να τους δώσουν για παστάλιασμα και να τους αντικαταστήσουν με καινούργιους ξερούς για να υγρανθούν. Ήταν αποπνικτική η ατμόσφαιρα μέσα στον καπνόλακκο, βαριά και χρειαζόταν ταλέντο ακροβάτη για να τα καταφέρεις. Ήταν όμως αγαπημένη δουλειά κάποιων νεαρών με τις νεαρές υποψήφιες συντρόφισσες. Ο λάκκος έκρυβε τα ερωτικά αγκαλιάσματα και γενικώς την ερωτική παρέα των νεαρών ζευγαριών που δεν έβλεπαν πότε να’ ρθει η επόμενη μέρα να συνεχίσουν την απίστευτη εκείνη ευτυχία. Διάφορα σχόλια και πολλές ιστορίες έκρυβε κάθε καπνόλακκος της εποχής εκείνης. Όλοι καμάρωναν για το μυστικό τους, που τελικά δεν ήταν μυστικό, αλλά ολοφάνερο γεγονός.
Υπήρχε ένα ανθρώπινο δέσιμο σε όλη εκείνη την ομήγυρη. Καμιά φορά η κάθε παρέα ξεπερνούσε τα είκοσι άτομα και βρίσκονταν εκεί δυο τρεις γενιές ανθρώπων».
Κλείνοντας, θα μου επιτρέψετε να προτείνω να πραγματοποιηθεί τιμητική εκδήλωση για την παρουσίαση του συγγραφέα και του έργου του. Το οφείλουμε.