Όταν έλεγες τότε «Ασά μαχαλάς» εννοούσες στα νότια της Ξάνθης. Κάπου εκεί στους κάτω δρόμους από την οδό Μ. Καραολή. Κλεμανσώ, Ικονίου, Μιαούλη, Νικομηδείας, Ρεδεστού….και πάει λέγοντας. Κι εκεί, στην συμβολή των οδών Μιαούλη και Λυγδών ήταν το μπακάλικο του κ. Γιώργου Νικολαΐδη, ή αλλιώς…ο «Γκόγκος». Για μας ήταν κάτι παραπάνω από μαγαζί. Μέρος συνάντησης για τους μεγάλους. Σημείο αναφοράς για να έρθει το ταξί. Το μέρος που η γειτονιά μας “επικοινωνούσε” με τον “έξω κόσμο” της Ξάνθης. Από κει, απ’ το τότε πλακόστρωτο με κυβόλιθους της οδού Μιαούλη, περνούσαν αυτοκίνητα, διαβάτες. Από κει και τα φανταράκια με στολή (πηγαίνοντας προς τα «κορίτσια» στον πονηρό τότε Κασκανέ). Στον «Γκόγκο» πηγαίναμε καθημερινά για τα ψώνια της ημέρας. Για το γάλα, το τυρί, τα σαλάμια. Αλλά και τα ζαρζαβατικά, λαχανικά και φρούτα. Εκτός εάν περίμενες το κάρο και αργότερα το Toyota Datsun του μανάβη μας, του κυρ Παναγιώτη.
Ο Γκόγκος ήταν το αφεντικό κι είχε την αδερφή του, την κυρά Βασιλική στο ταμείο. Με το μολύβι μια στο αυτί και μια στο χέρι. Τα νούμερα το ‘να κάτω απ’ τ’ άλλο για να ταιριάξει η πρόσθεση και τα κρατούμενα. Παντού ανάμικτη μυρωδιά απ’ τα αλλαντικά τα τυριά, τον μπακαλιάρο, τα όσπρια στο σακί και τα χύμα αλάτια και ζάχαρες. Από δίπλα κι η ζυγαριά με τα δράμια, που μετά έγινε σύγχρονη και ηλεκτρονική. Κι όσο ο καιρός έστρωνε, τόσο έβγαινε έξω η πραμάτεια. Στο πεζοδρόμιο. Απέναντι συμπλήρωνε το σκηνικό ο φούρνος του κυρ Δημητράκη, του Δοβρίδη.
Κάπως έτσι περνούσαν και τ’ απογεύματα με τον Σάκη, τον Γιάννη και τον μικρό Μάριο, τα παιδιά του κυρ Γιώργου και της κ. Καίτης. Με τον Βαγγέλη, τον Κώστα, τον Σταύρο. Την Μαρία, την Ανατολή, την Θωμαή και τα υπόλοιπα παιδιά του Ασά μαχαλά. Κάπως έτσι περνούσε κι η παιδική ζωή μας, με γέλια, πολύ τρέξιμο και παιχνίδια που ξεκινούσαν κι έφταναν ως αργά το βράδυ. Που μας έβρισκαν να κρυβόμαστε σε αυλές και σπίτια, για να μη μας βρούνε πρώτους και μας «φτύσουν» στο κρυφτό…