Σεβαστός απολύτως ο τρόπος-και η ένταση-με τον οποίο ο καθένας βιώνει και εκφράζει το πένθος, τον ασύνορο πόνο. Άλλος φωναχτά, άλλος σιωπηρά, άλλος γραπτά.
(Ας θυμηθούμε-δεν πάει πολύς καιρός-τους πατεράδες των πιλότων μας στην Ανδραβίδα…)
Και σ’ ένα έγκλημα με πενήντα εφτά απώλειες (και ποιος ξέρει πόσες άλλες ακόμα, που τα ίχνη τους πρόλαβαν-τόσο ιερόσυλα-και τα κουκούλωσαν κάτω από τόνους τσιμέντου και αμμοχάλικου) δεν έχουμε το δικαίωμα να κρίνουμε, ν’ αμφισβητήσουμε την κραυγή των πονεμένων.
Μια τέτοια κραυγή βγαίνει αβίαστα με την δική της έκφραση για τον καθένα και δεν έχει το περιθώριο να ψάχνει και ν’ αλιεύει φράσεις και πόζες…
Μια τέτοια κραυγή δεν ευτελίζει τόσες ψυχές με αναίσχυντες αποζημιώσεις (οιονεί καλάθια του νοικοκυριού έτερων “ευφυών ανδρών της ορθής πολιτικής τέχνης και επιστήμης” )…
Μια τέτοια κραυγή ξεχύνεται τριγύρω απ την κορφή του πλάτανου δίχως κλωνάρια πια και φυλλωσιές…
Οι μαζικές διαμαρτυρίες με συνθήματα και τραγούδια δεν στερούνται πόνου και θλίψης, ούτε γίνονται για το θεαθήναι. Η αλήθεια, η ειλικρίνεια και ο αυθορμητισμός των νέων μας (όπως αυτών που εξέπνευσαν κάτω από “σκουριασμένες” ράγες, ιδέες και ασύλληπτα κυρίαρχα οικονομικά-πολιτικά συμφέροντα) δεν χρήζουν αναγνώρισης και ευσήμων. Τα εύσημα τους τα ΄χουμε απονείμει χρόνια τώρα με μύριες όσες κατηγορίες εναντίον τους. Και κείνοι τ’ ανατρέπουν-ευτυχώς.
Και κείνοι απλά τραβούν μπροστά-ευτυχώς-μ’ εμπόδια κι όχι “γλιστρώντας” στους αγώνες. Φωναχτά ή σιωπηρά σε κείνους τους αγώνες, που εμπεριέχουν μια μικρή έστω ελπίδα, να περισωθούν άλλες-ποιος ξέρει πού και πότε-πενήντα εφτά και όχι μόνο ψυχές…
Χρύσα Μπαΐρα