«Οι…Ευρωπαίοι υπουργοί εξέφρασαν τη λύπη τους στους συγγενείς των εικοσιδύο θυμάτων -μεταξύ των οποίων και τρία παιδιά-ενώ μεγάλη επιχείρηση για την ανεύρεση των αγνοουμένων βρίσκεται σε εξέλιξη».
ένας βαρύς αναστεναγμός εδώ,
ένας μονόλογος αγανάκτησης πιο κει,
«αλλάξτε κανάλιιι..!» παραπέρα.
βούλιαξε το πλεούμενo.
μετακινήθηκαν λέει οι επιβαίνοντες.
βούλιαξε το πολυτελές σκάφος.
το φορτίο δεν ήταν λουσάτο,
ήταν φτηνό.
βούλιαξε το σκαφίδι.
σάπιοι οι σκαρμοί στα πλαϊνά του,
το εμπόρευμα ήταν νόμιμο ή λαθραίο;
ακατάλληλο, μη αναγκαίο;
παραπανίσιο ή δεύτερης διαλογής;
βούλιαξε το σαπιοκάραβο.
οι οικογένειες των προσφύγων όπως-όπως,
όπως κι οι σκουριασμένες του προπέλες.
η πλερωμή απ’ τα πριν
και δίχως εγγυήσεις.
καταμεσής στο πέλαγο χλόμιασ’ η αγωνία.
σε κάποια όχθη αντικρινή λιάζεται
ο επισφαλής προορισμός.
ξεμαλλιασμένη η ελπίδα βαθυπράσινη κι αθώρητη,
αρπάχτηκε στις βυθισμένες άγκυρες.
και τ’ όνειρο χάρτινο καραβάκι στον αφρό
θα δέρνεται
αναμεσίς σε ριζιμιό και πλάνη.
αναμεσίς
στ’ αληθινά, τα φανερά των στοιχείων
και των στοιχειών τα δολερά, τα σκοτεινά!
κείνα που με τριάκοντα αργύρια
μπήγουν σταυρούς ανώνυμους
στη σκοτεινή την αμμουδιά.
δυο δάκρυα κι άμα λάχει
πεσμένα κάτω απ’ τ’ αρμυρίκια
ανώνυμα κι αυτά για τους περίσσιους.
άπιαστο φάντασμα οι ευθύνες…
κι η υποκρισία τριγύρω,
περίσσια κι αυτή
σε Α4..!
Υπογεγραμμένη, σφραγισμένη
και πρωτοκολλημένη
με γραμματόσημο για τους
φανατικούς συλλέκτες,
σουλατσάρει στα συρτάρια
των πολυτελών γραφείων της “Ευρώπης”,
αντάμα με τα συλλυπητήρια μηνύματα:
«εκφράζουμε τη λύπη μας
για τον πνιγμό των εικοσιδύο…»!
λυπήθηκαν οι εικοσιεφτά, οι εικοσιεννιά,
για τον πνιγμό εκατοντάκις εικοσιδυό.
κι ύστερα…
γέμισαν τα κρυστάλλινα ποτήρια
με κόκκινο κρασί ξηρό.
Γενάρης του ‘14
Χ. Μ.