Συνάντηση με τον Χρυσό Σκαραβαίο και τον Μαύρο Γάτο, μέρος δεύτερο
Το έργο του Έντγκαρ Άλλαν Πόου επηρέασε τόσο την αμερικανική όσο και την παγκόσμια λογοτεχνία. Έχει καθιερωθεί να θεωρείται ως πατέρας της αστυνομικής λογοτεχνίας και των ιστοριών τρόμου ή φαντασίας. Σημαντικό ρόλο στη διάδοση του έργου του έπαιξε με τις μεταφράσεις του Πόου που φιλοτέχνησε ο Μποντλέρ και στη συνέχεια ο Μαλαρμέ που επίσης μετέφρασε έργα του Πόου. Κάτι που δεν είχα συνειδητοποιήσει επίσης είναι ότι ο Ιούλιος Βερν ασχολήθηκε με το έργο του Πόου και μάλιστα το μυθιστόρημα του Η Σφίγγα των Πάγων αποτελούσε συνέχεια της Αφήγησης του Άρθρουρ Γκόρντον Πυμ.
Επιπλέον, ο Πόου και το πολύπλευρο έργο του εκτός από τη λογοτεχνία, επηρέασε και τις εικαστικές τέχνες – ζωγραφική καθώς και κινηματογράφο. Μεγάλη ήταν η επίδρασή του και στην ελληνική λογοτεχνία – για το ιδιαίτερο αυτό κεφάλαιο θα ασχοληθούμε στην επόμενη ενότητα τούτου του άρθρου.
Στη συνέχεια θα προσεγγίσουμε τα δύο αγαπημένα μου διηγήματα: τον Χρυσό Σκαραβαίο και τον Μαύρο Γάτο. Λιγότερο θα μιλήσουμε εμείς, περισσότερο θα δώσουμε τον λόγο σε μελετητές του Πόου και στον ίδιο τον πρωτοποριακό δημιουργό.
Ενώ πέρασαν πάνω από δεκαεφτά δεκαετίες από το θάνατό του, μεταφράζεται και σχολιάζεται ιδιαίτερα συχνά και πολύπλευρα. Σε πρόσφατα κείμενα του Αλέξανδρου Στεργιόπουλου διαβάζουμε ενδιαφέρουσες σύγχρονες προσεγγίσεις:
«Ο Έντγκαρ Άλαν Πόε έκανε το ανοίκειο οικείο και τον εαυτό του έναν λογοτεχνικό αντικατοπτρισμό. […] Στον Πόε θα πρέπει να πιστωθεί ο πρώτος ήρωας στην ιστορία της λογοτεχνίας που ασχολείται αποκλειστικά με την εξιχνίαση εγκλημάτων. Πρόκειται για τον Αύγουστο Ντυπέν, ο οποίος κάνει την εμφάνιση του το 1841 στο έργο “Οι φόνοι της οδού Μοργκ”. Ο πρώτος ντετέκτιβ, το αρχέτυπο του ήρωα στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Από κει και πέρα, δύο είναι τα έργα μυστηρίου που ξεχωρίζουν: “Ο μαύρος γάτος” και “Ο χρυσός σκαραβαίος”.
Στο πρώτο [“Ο μαύρος γάτος”] τον τόνο δίνουν η μετεμψύχωση και το μεταφυσικό. Ακόμη κι αν δεν πιστεύεις στο ανεξήγητο το αποδέχεσαι, μια και ο Πόε το επιβάλλει. Από το ξεκίνημα μας προδιαθέτει για κάτι αλλόκοτο, που αν και ξένο το ξετύλιγμα της υπόθεσης το κάνει οικείο. Μακάβρια οικείο. Πρωταγωνιστής ο γάτος “Πλούτωνας” και ο αλκοολικός αφέντης του. Στην ουσία περιγράφεται η συνάντηση δύο κόσμων. Το κατοικίδιο είναι ο κάτω κόσμος, μια και το όνομά του παραπέμπει στον άρχοντα των νεκρών σύμφωνα με τη μυθολογία. Το αφεντικό ετοιμάζεται να εισέλθει σ’ αυτόν, διότι έχει καταβληθεί από τον “Δαίμονα του ποτού”. Ο Πόε καταλήγει πως δεν υπάρχει χειρότερο κτήνος από τον άνθρωπο και έχει δίκιο.
Το δεύτερο [“Ο χρυσός σκαραβαίος”] είναι αφήγημα και έχει να κάνει με μια κρυπτογραφημένη διαδικασία αυτοανάλυσης. Πρόκειται για το διήγημα που χάρισε στον Πόε τη μεγάλη του φήμη, τουλάχιστον στην Αμερική. Μια συνηθισμένη ιστορία αναζήτησης χαμένου θησαυρού, μετατρέπεται σε εις βάθος εξήγηση του υποσυνείδητου. Συγκλονιστικό».
Σε ένα άλλο κείμενό του ο ίδιος μελετητής παρατηρεί ότι «Η περίοδος που γράφτηκαν τα διηγήματα (1842-1844) είναι από τις βαρύτερες συναισθηματικά. Τότε η γυναίκα του Βιργινία άρχισε να υποφέρει από φυματίωση. Το ίδιο κι αυτός, γι’ αυτό και «χανόταν» στο ποτό. Αναπόφευκτα, βγήκε στο γράψιμο. Σαν ένα είδος εκτόνωσης. Μαγεία για μας. ΄Οχι όμως και απολογίας, αφού ήξερε ότι με τη μοίρα δεν μπορεί να τα βάλει. Μόνο να την αποδεχτεί. Και να μας σώσει».
Ο εξαιρετικός μελετητής Τάσος Γουδέλης, εξάλλου, μιλώντας γα τον «Χρυσό Σκαραβαίο» σημειώνει: «Ο Σκαραβαίος του είναι ένα ακόμα αραβούργημά του (άραμπεσκ, ονόμαζε ο ίδιος κάποια έργα του με στοιχεία υπερφυσικά), αν και όχι απόλυτα ενταγμένο στην συγκεκριμένη κατηγορία. Εδώ ο υπαρξιακός, μεταφυσικός τρόμος (διανθισμένος με παραδοξο χιούμορ) προκύπτει μέσα από μία περίπλοκη προσέγγιση της ανθρώπινης μοίρας. Η ίδια η διαταραγμένη, δαιδαλώδη πνευματική μας εκδήλωση, που μοιάζει να θέλει να δώσει απλές λύσεις στο πρόβλημα, κατευθύνεται σε δαιδαλώδη μονοπάτια […] Η λογική του Λεγκράν [: ήρωα του έργου] που νικάει το μυστικό του πειρατή, σε μια δεύτερη ανάγνωση θυμίζει αλχημιστικό μυστικό, μία απόκρυφη συνθήκη, υποδεικνύει μία μη αρθρωμένη κατάσταση, ένα πεδίο αιώνιων αινιγμάτων και όχι μία στοιχειώδη ορθολογική στρατηγική».
Όπως παρατηρούν – όλοι θα έλεγα οι μελετητές – «”Ο Χρυσός σκαραβαίος” είναι μια κρυπτογραφημένη διαδικασία αυτοανάλυσης. Όσο περισσότερο ψάχνουμε μέσα στο διήγημα, τόσο περισσότερα στοιχεία ανακαλύπτουμε προς αυτή την κατεύθυνση. Ίσως φαίνεται λίγο περίεργο να έχει ανακαλύψει ο Πόε τη διαλεκτική της επιθυμίας εξήντα χρόνια πριν από τον Φρόυντ, αλλά είναι αλήθεια».
«Ο Χρυσός Σκαραβαίος» είναι ένα δίκαια ξακουστό διήγημα μυστηρίου. Παράξενα σκαθάρια, νεκροκεφαλές, κρυπτογραφημένες περγαμηνές, θρόνοι του διαβόλου και πειρατικοί θησαυροί, συνθέτουν έναν μεταφυσικό τρόμο, βαθιά υπαρξιακό. Ήρωας και συγγραφέας ακολουθούν έναν δρόμο: της επιθυμίας. Ρίχνονται με πάθος στο κυνήγι του θησαυρού που λαχταρά ο καθένας: Άλλος ανάκαμψη, άλλος αναγνώριση. Και «Ο Χρυσός Σκαραβαίος», αρχαίο σύμβολο της αναγέννησης, φαίνεται να εισακούει την επιθυμία τους.
Θα κλείσουμε αυτό το μέρος με αποσπάσματα από τον αγαπημένο μου Μαύρο Γάτο.
«Παντρεύτηκα νέος και χάρηκα σαν είδα πως η γυναίκα μου συμμεριζόταν τα αισθήματά μου για τα ζώα. Βλέποντας την αδυναμία μου γι’ αυτά, δεν έχανε καμιά ευκαιρία για ν’ αποκτήσουμε μερικά από τα πιο συμπαθητικά. Είχαμε πουλιά, χρυσόψαρα, έναν ωραίο σκύλο, κουνέλια, μια μικρή μαϊμού κι ένα γάτο.
Αυτός ο γάτος ήταν ένα πολύ μεγάλο και ωραίο ζώο, κατάμαυρος κι εξαιρετικά έξυπνος. ΄Οταν μιλούσε για το γάτο η γυναίκα μου, που κατά βάθος ήταν αρκετά προληπτική, ανέφερε συχνά την παλιά λαϊκή ιδέα πως όλες οι μαύρες γάτες ήταν μεταμορφωμένες μάγισσες. ΄Οχι πως το ‘λεγε στα σοβαρά – και αν κάνω λόγο γι’ αυτό το ζήτημα, είναι μόνο και μόνο γιατί έτυχε να το θυμηθώ τούτη τη στιγμή.
Ο Πλούτων – αυτό το όνομα είχε ο γάτος – ήταν ο αγαπημένος μου κι ο σύντροφός μου. Εγώ μονάχα τον τάιζα, κι όπου κι αν πήγαινα μέσα στο σπίτι, ερχόταν από πίσω μου. Και με δυσκολία τον εμπόδιζα να με ακολουθεί και στο δρόμο.
Αυτή η φιλία μας κράτησε πολλά χρόνια, και σ’ αυτό το διάστημα η ιδιοσυγκρασία μου και ο χαρακτήρας μου – μέσω του σατανά, που είναι το πιοτό – είχαν πάθει (κοκκινίζω από την ντροπή μου που το λέω) μια ριζική μεταβολή προς το χειρότερο. Μέρα με τη μέρα γινόμουν πιο ιδιότροπος, πιο ευερέθιστος, πιο αδιάφορος για τα αισθήματα των άλλων. Υπέφερα κι εγώ ο ίδιος που μιλούσα στη γυναίκα μου με κακό τρόπο. Στο τέλος, χειροδικούσα κιόλα πάνω της. Φυσικά, και τα ζώα που είχαμε στο σπίτι ένιωσαν τον αντίκτυπο αυτής της μεταβολής στο χαρακτήρα μου. ΄Οχι μόνο τα παραμελούσα, τα κακομεταχειριζόμουν κιόλα. Τον Πλούτωνα, ωστόσο, τον είχα ακόμα σε αρκετή υπόληψη κι απόφευγα να τον κακομεταχειριστώ, ενώ δεν είχα κανέναν ενδοιασμό για τα κουνέλια, για τη μαϊμού, ακόμα και για το σκύλο, όταν τυχαία ή από αγάπη βρίσκονταν στο δρόμο μου. Αλλά η αρρώστια μου χειροτέρευε – κακή αρρώστια το αλκοόλ! – και στο τέλος ακόμα και ο Πλούτων, που γερνούσε τώρα, και όπως είναι επόμενο, είχε γίνει κάπως δύσκολος – ακόμα και ο Πλούτων άρχισε να δοκιμάζει τα αποτελέσματα της αναποδιάς μου.
Μια νύχτα, που γύρισα στουπί στο μεθύσι από ένα γύρο που είχα κάνει στις ταβέρνες, μου φάνηκε πως ο γάτος με απόφευγε. Τον έπιασα με το ζόρι, εκείνος τότε τρόμαξε και με δάγκωσε ανάλαφρα στο χέρι. Δαιμονίστηκα απ’ το κακό μου. Δεν ήξερα τι έκανα, δεν ήμουν πια ο εαυτός μου. Λες και η καθαυτό ψυχή μου πέταξε και παράτησε το σώμα μου, και μια περισσότερο κι από διαβολική μοχθηρία, θρεμμένη με τζιν, διαπέρασε το κάθε μόριο του κορμιού μου. ΄Εβγαλα από το γιλέκο μου ένα σουγιά, τον άνοιξα, άδραξα το δυστυχισμένο ζώο από το λαιμό και του ξερίζωσα το ένα μάτι. Ντρέπομαι, καίγομαι, ανατριχιάζω γράφοντας αυτή τη φρικαλέα πράξη.
Όταν ξανάρθα στα λογικά μου το πρωί – όταν με τον ύπνο ξεθύμανε το νυχτερινό μεθύσι μου ένιωσα ένα αίσθημα ανάμεικτο από φρίκη και τύψεις για το έγκλημα που είχα διαπράξει. Αλλά, όπως και να το πάρεις, ήταν ένα φτωχό και αμφίβολο αίσθημα και η ψυχή έμεινε ανέγγιχτη. Ξανάπεσα στο πιοτό, και δεν άργησα να πνίξω στο κρασί κάθε θύμηση από κείνη την πράξη».
Πραγματικά, αξίζει τον κόπο να διαβάσεις τα διηγήματα αυτά του Πόου. Δεν είναι πρέπον να αποκαλύψω το τέλος του διηγήματος αυτού, του Μαύρου Γάτου. Ούτε του Χρυσού Σκαραβαίου, και των άλλων «αστυνομικών» διηγημάτων του.
Στο τρίτο μέρος του άρθρου υποσχέθηκα να μιλήσουμε για την επίδραση του Πόου στην παγκόσμια λογοτεχνία, κυρίως την ελληνική.