“Φάγωμεν, πίωμεν, αύριο γαρ αποθνήσκωμεν…”. Αρμόζει τέτοια προτροπή στο κατώφλι της Μεγάλης Εβδομάδας; Και ας προέρχεται από την πρώτη προς Κορινθίους επιστολή του Παύλου; Τι άλλο μάς μένει ωστόσο, στην κατάσταση που έχουμε φτάσει; Να τρέμουμε, από τη μία, μην ύστερα απ’ τη βύθιση της ναυαρχίδας του ο Πούτιν αφηνιάσει εντελώς, κρίνει ότι συντρέχει υπαρξιακή απειλή για τη Ρωσία και αρχίσει να αμολάει πυρηνικά…
Τρεις τα πατούν, μαθαίνω, τα κουμπιά για να εκτοξευθούν οι βόμβες. Ο ίδιος και οι -διορισμένοι από τον ίδιον- υπουργός Άμυνας και αρχηγός του Επιτελείου. “Me, myself and I” που λένε και στα αγγλικά. Εκτός και αν -την ύστατη ώρα- εκδηλωθεί κανένα παλατιανό πραξικόπημα, σηκώσουν τα κουμπούρια οι στρατηγοί εναντίον των πρακτόρων… Βρίθει η Ιστορία από παρόμοια χαριτωμένα. Έτσι άλλαζε συνήθως χέρια η εξουσία στο Βυζάντιο. Εάν πεις για τον Λαυρέντι Μπέρια -που ονειρευόταν να διαδεχθεί τον Στάλιν-, στο πάτωμα κατέληξε να σέρνεται και να εκλιπαρεί τα μέλη του πολιτμπιρό να τον λυπηθούν, πριν καταλήξει με μια σφαίρα στο κρανίο…
Να αγωνιούμε, από την άλλη, μπας και το τρισβάρβαρο λοκντάουν στη Σανγκάη δεν οφείλεται στο δόγμα περί μηδενικής ανοχής του κόβιντ της κινέζικης ηγεσίας… Να μάς ζώνουν τα φίδια ότι δεν έχουν φυλακίσει τόσα εκατομμύρια κόσμο στα σπίτια-κλουβιά του για τον φόβο απλώς της “Όμικρον”… Αλλά έχει εμφανιστεί νέος ιός, τρις απειλητικότερος, που τον κρατούν κρυφό. Θεωρίες συνωμοσίας, θα μού πείτε. Να σας θυμίσω τον μυρμηγκοφάγο παγκολίνο, που τον είχαμε πάρει στο ψιλό σχεδόν, ώσπου γέμισε φέρετρα το Μπέργκαμο; Καμία έγκυρη πηγή καν δεν υπονοεί τέτοιο ενδεχόμενο. Σύμφωνοι. Μα οι καμμένοι στον χυλό φυσούν και το γιαούρτι.
Σαν να μην έφταναν τα παραπάνω, έχουμε και τη Λεπέν να κρούει την πόρτα των Ηλυσίων, και τον Μελανσόν (“δεν είναι Τσίπρας, Λαφαζάνης είναι!” μού ξεκαθάρισε ένας γαλλοθρεμμένος φίλος) να μην τα λέει κι εντελώς ξεκάθαρα. Τα συνηθίζει κάτι τέτοια η πιο κοντόφθαλμη, η πιο φαρμακερή μερίδα της Αριστεράς. “Σφυρί, δρεπάνι, ελιά, στεφάνι!” φώναζαν οι Έλληνες κομμουνιστές το 1920 πανηγυρίζοντας πλάι στους Βασιλόφρονες την ήττα του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ακόμα και εάν κάθιδρος τα καταφέρει ο Μακρόν την επομένη Κυριακή, ο “αντισυστημισμός” έχει απλώσει βαθιές ρίζες στην Ευρώπη. Και δικαίως. Πώς θα αντιδρούσε δηλαδή η πάλαι ποτέ εργατική τάξη και οι εκπεσόντες μικροαστοί; Θα φτώχαιναν ραγδαία με την εκτίναξη των τιμών της ενέργειας, θα έβλεπαν τις προοπτικές τους να εξαφανίζονται και θα επέμεναν να ομνύουν στα ιδανικά της φιλελεύθερης δημοκρατίας; “Η στοιχειώδης όμως παιδεία…”. Ποια παιδεία; Εδώ εξωπέταξαν τις κλασσικές σπουδές απ’ τα πανεπιστήμια – δεν τις ζητάει, λέει, η αγορά… Εάν μετατρέπεις τους πολίτες σε καταναλωτές, μην εξανίστασαι μετά που λειτουργούν με μοναδικό γνώμονα το πορτοφόλι τους.
“Στον Νότο, αδελφές μου, στον Νότο!” θα φώναζα σαν άλλος Τσέχωφ. Και αν είχα το κομπόδεμα, θα αγόραζα ένα κτηματάκι στην Αυστραλία ή στη Νέα Ζηλανδία ή έστω στην Παπούα-Νέα Γουινέα. Ώστε άμα γίνει η γηραιά μας ήπειρος μπουρλότο, να έχω κάπου να εγκατασταθώ.
Το μόνο το οποίο κάπως με παρηγορεί είναι πως ό,τι φαντάζει πρωτοφανές έχει ξανασυμβεί, σε παραλλαγές, επανειλημμένα.
Σκεφτείτε έναν άνθρωπο γεννημένο το 1900 στην Αθήνα. Μπουσούλησε, μίλησε, στον απόηχο του καταστροφικού πολέμου, του μαύρου 1897. Στο έμπα της εφηβείας του, έζησε τους Βαλκανικούς Πολέμους, γιόρτασε τη δικαίωση των εθνικών πόθων, την ενσωμάτωση της Μακεδονίας, των νησιών και της Ηπείρου. Αμέσως έπειτα ήρθε ο Διχασμός. Το όνειρο της Μεγάλης Ελλάδας έγινε στάχτη μαζί με τη Σμύρνη. Ενώ έκανε τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα, η κοινωνία του καλούνταν να αφομοιώσει ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες, το ένα τέταρτο του έως τότε πληθυσμού της. Ορθοπόδησε μέσα σε επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις, κινήματα, δικτατορίες. Στη σχετικά ώριμη ηλικία των σαράντα, έζησε το έπος της Πίνδου. Τη φρίκη έπειτα της Κατοχής, την ανάταση της Εθνικής Αντίστασης. Απελευθέρωση και στο καπάκι Εμφύλιος. Όταν η πατρίδα του ξανάμπαινε, κουτσά-στραβά, σε μια ρότα, ο ίδιος ήταν πλέον μεσόκοπος. Είχε υποστεί απερίγραπτους κλυδωνισμούς, είχε θρηνήσει πιθανότατα αγαπημένα του πρόσωπα, είχε αναγκαστεί και μια και δυο φορές να ξεκινήσει από το μηδέν. Και όμως! Κάθε που έπεφτε, ξανασηκωνόταν…
Τους έχουμε θαυμάσει αυτούς τους ανθρώπους. Όχι στα σχολικά εγχειρίδια. Στις παλιές ελληνικές ταινίες. Είναι ο Λογοθετίδης και ο Αυλωνίτης και η Γεωργία Βασιλειάδου. Ενσαρκώσεις στην οθόνη του απλού Έλληνα, που δίχως να περνιέται για ήρωας, δεν το βάζει ποτέ κάτω. Που στύβει την πέτρα, κάνει το σκατό του παξιμάδι και προχωράει. Χωρίς να καταδέχεται την κλάψα, τη μιζέρια. “Τις εστί πλούσιος, Δημητρό μου;”, “Ο εν τη καρδία αυτού πλούσιος, Λωξάνδρα μου!”. “Τις εστί πλούσιος, Δημητρό μου;” “Ο εν τω ολίγω αναπαυόμενος, Λωξάνδρα μου!”,
Καλό Πάσχα.
Χρήστος Χωμενίδης