Το Νεοχώρι

0

Το Νεοχώρι είναι ένα χωριό μεταξύ της Σταυρούπολης και του Παρανεστίου, που δεσπόζει στην κοιλάδα του Νέστου από την ίδρυσή του. Η κοιλάδα ήταν γνωστή από την αρχαιότητα από τους Αρχαίους Θράκες, τους Μακεδόνες αργότερα και τους Ρωμαίους, όπως μαρτυρούν φρούρια, κάστρα και άλλα μνημεία της περιοχής, που και σήμερα υπάρχουν σε αυτή την περιοχή. Όποιος κατείχε αυτή την κοιλάδα, είχε τα κλειδιά προς την ανατολή και ήλεγχε τους δρόμους προς τη βαλκανική και τη βόρεια Ευρώπη.

Μεγάλη σημασία απέκτησε όταν η οθωμανική αυτοκρατορία αποφάσισε να ενώσει σιδηροδρομικά την Κωνσταντινούπολη με την Ευρώπη. Όπως και στις παλαιότερες εποχές, όλοι οι δρόμοι που οδηγούσαν στην Κωνσταντινούπολη περνούσαν από την κοιλάδα. Έτσι και η σιδηροδρομική γραμμή δεν είχε καμία άλλη εναλλακτική λύση.

Το τελευταίο τέταρτο του δέκατου ένατου αιώνα, γύρω στα 1870, μία Γαλλική Εταιρεία εγκατέστησε σιδηροδρομική γραμμή και λαμβάνοντας υπόψιν όλα τα δεδομένα που συνηγορούσαν, αποφάσισε να φτιάξει σιδηροδρομικό σταθμό στο Νεοχώρι, χωρίς να υπάρχει καν αξιόλογος οικισμός για να εξυπηρετήσει. Άλλωστε στην Πασχαλιά (Μπαϊραμλί) που τότε υπήρχε οικισμός και στον Δαφνώνα που τότε ονομαζόταν Μαμουτλού, είχε προβλέψει στάσεις για την εξυπηρέτηση σιδηροδρομικώς των οικισμών, στρατιωτικοί κυρίως λόγοι και άλλοι που συνεκτιμήθηκαν, επέβαλαν την ίδρυση σιδηροδρομικού σταθμού σε ένα σχεδόν έρημο μέρος.

Για να είμαστε ειλικρινείς υπήρχαν μερικά παλαιά σπιτάκια εδώ και εκεί που οι ντόπιοι ονόμαζαν ντάμια, οικήματα για την εξυπηρέτηση του χωραφιών και των ζώων που ανήκαν σε άλλους οικισμούς.

Οι οικονομικές δραστηριότητες της περιοχής ήταν πλούσια κτηνοτροφία κυρίως μικρών ζώων, κατσίκια και πρόβατα, παραγωγή κτηνοτροφικών ειδών τα οποία χρειάζονταν τα κοπάδια κατά την διάρκεια του χειμώνα και στο τέλος, όταν η καπνοκαλλιέργεια γενικεύτηκε παρήγαγαν και αρκετά καπνά οι κάτοικοι της περιοχής που τότε ανήκε στην οθωμανική αυτοκρατορία.

Η περιοχή δεν ήταν πυκνοκατοικημένη όπως συνέβη αργότερα, μετά το 1922 την μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών Ελλάδας και Τουρκίας. Τότε η σιδηροδρομική γραμμή βοήθησε να φύγουν προς την Τουρκία οι οθωμανοί που με την ανταλλαγή έπρεπε να πάνε εκεί και τους Έλληνες να έρθουν και να ριζώσουν στη Μακεδονία και στη Θράκη.

Άποψη του χωριού σήμερα (φωτό Θεοχάρης Χατζησταύρου)

Επίσης, από την εποχή εκείνη που δεν υπήρχαν σύνορα και παντού ήταν οθωμανική αυτοκρατορία, συνηθίζετο νομαδικοί κτηνοτροφικοί πληθυσμοί Σαρακατσάνοι, Βλάχοι, Θράκες και άλλοι να κατεβάζουν τα κοπάδια τους τον χειμώνα στα παραθαλάσσια μέρη, όπου οι συνθήκες ήταν καλύτερες για τα κοπάδια και το καλοκαίρι να τα ανεβάζουν στα βουνά, στα λιβάδια της Αλπικής Ζώνης και έτσι να γλιτώνουν τις κακοκαιρίες και τα άσχημα καιρικά φαινόμενα. Αργότερα, όταν δημιουργήθηκαν κράτη και σύνορα, πολλοί κτηνοτρόφοι κυρίως Σαρακατσάνοι και Βλάχοι εγκλωβίστηκαν στη Βουλγαρία, στη Ρουμανία, στα Σκόπια και στις άλλες νέες χώρες και έτσι αυτό το φαινόμενο κάπως εξέλιπε.

Η νέα κατάσταση όμως για το Νεοχώρι δημιουργήθηκε το 1922 όπου στην περιοχή και τα χωριά της φιλοξενήθηκαν δυσανάλογη πληθυσμοί για τη δυνατότητα της περιοχής να τους καλύψει. Η περιοχή προικίστηκε με τη σιδηροδρομική γραμμή σε μία εποχή που θα τη ζήλευε όλη η Ευρώπη και που άλλος τρόπος συγκοινωνίας και μεταφορών δεν υπήρχε, εκτός τους παραδοσιακούς με τα καραβάνια και τα καραβάν σεράι κάθε περίπου 40 χιλιόμετρα, ώστε να αναπαύονται τα ζώα και οι αγωγιάτες.

Στη βαλκανική δεν χρησιμοποιούνταν οι καμήλες, γιατί ήταν εκτός της περιοχής που μπορούσαν να επιβιώσουν και η δυνατότητα των μουλαριών στο να κουβαλήσουν φορτία ήταν περίπου στο 30% της δυνατότητας της καμήλας. Σχεδόν πουθενά δεν υπήρχαν αμαξωτοί δρόμοι και οι δρόμοι που χρησιμοποιούσαν τα καραβάνια ήταν στενοί, στα δύσκολα σημεία λιθόστρωτοι και αντιμετώπιζαν κλέφτες και άλλους ληστές που συστηματικά ενοχλούσαν τα καραβάνια.

Το γεγονός ότι δύο ταχείες κάθε μέρα πήγαιναν προς τη Θεσσαλονίκη και δύο προς την Κωνσταντινούπολη με την τεράστια δυνατότητα φορτίου και επιβατών αλλά και ταχύτητα και πολυτέλεια, ήταν μία πρωτόγνωρη επανάσταση για την εποχή.

Δεκάδες φορτηγά τρένα εξυπηρετούσαν την περιοχή και το γεγονός ότι στη Δράμα φτιάχτηκε ένας τεράστιος σιδηροδρομικός σταθμός, για να εξυπηρετεί την κίνηση, βοηθούσε ώστε συμπληρωματικά τρένα να εξυπηρετούν τις τοπικές ανάγκες. Την εποχή εκείνη που οι μηχανές δεν ήταν  Ντιζελοκίνητες ή ηλεκτρικές, αλλά ατμοκίνητες, που από ορισμένους σταθμούς προμηθεύονταν όχι μόνο πετροκάρβουνο, αλλά και νερό στα καζάνια τους από τεράστιους πύργους υδροληψίας.

Προσωπικό από τις ντόπιες κοινωνίες δούλευε για την εξυπηρέτηση και τη συντήρηση των σιδηροδρομικών αναγκών, εκτός από το ότι οι τοπικοί σταθμοί αποτέλεσαν σημεία ανάπτυξης και εμπορίου για τις περιοχές τους και πλήθος επαγγελμάτων δούλεψαν για να τους εξυπηρετήσουν. Αυτό συνέβη και με το σταθμό του Νεοχωρίου.

Κάποιο είδος αμαξωτός, στενός και κακοτράχαλος δρόμος εξυπηρετούσε κάποια κίνηση μέχρι τη Σταυρούπολη. Από κει και πέρα δεν υπήρχε δρόμος προς το Παρανέστι και κάποια προσπάθεια που έκαναν οι Βούλγαροι με τα ντουρντουβάκια να τον διανοίξουν έμεινε ημιτελής. Χώρια που οι Βούλγαροι ακόμα και σήμερα, που μπήκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προσπαθούν με την δαπάνη εκείνη να μας εξοφλήσουν όσα Ιερά κειμήλια μας έκλεψαν από τα μοναστήρια της Θράκης και της ανατολικής Μακεδονίας.

Οι άλλοι δρόμοι ήταν φτιαγμένοι να εξυπηρετούν φορτωμένα μουλάρια, άλογα και γαϊδουράκια όχι όμως κάρα και άμαξες. Μετά τον πόλεμο το μόνο κάρο που υπήρχε στο Νεοχώρι ήταν το βοϊδόκαρο του μπάρμπα Αναστάση που εξυπηρετούσε τοπικές ανάγκες.

Το 1922 όμως με την ανταλλαγή των πληθυσμών, στο Νεοχώρι προσέφυγαν πληθυσμοί αγνώριστοι από πλευράς καταγωγής και αριθμών. Πρόσφυγες από την Ιωνία, από τον Πόντο, την Καππαδοκία, τον  Καύκασο, τη Θράκη και από όλα τα άλλα μέρη που δεν βάζει ο νους σου, μαζεύτηκαν και έφτιαξαν το καλύβι τους εκεί, μία και δεν υπήρχε προηγούμενος αξιόλογος οικισμός να μοιρασθούν τα σπίτια και τις εγκαταστάσεις του. Έτσι, το Νεοχώρι δικαιολογημένα ονομάστηκε νέο χωριό <<Νεοχώρι>>, γιατί κάποια παλιά σπιτάκια που υπήρχαν στην περιοχή, οι παλιοί κάτοικοι τον συνοικισμό ονόμαζαν Γιασόρα, ονομασία όμως που δεν ήταν γνωστή σε όλους.

Μέχρι το 1922 ο σταθμός λειτουργούσε όπως προβλεπόταν να λειτουργεί και συνήθως εξυπηρετούσε την τοπική κίνηση και τις ανάγκες τους. Κάποιες συμπληρωματικές γραμμές για τις μανούβρες των τρένων υπήρχαν διαμορφωμένες και μία μεγάλη ράμπα για να βοηθάει στο ξεφόρτωμα και το φόρτωμα των βαγονιών. Είχε κάπως διαμορφωθεί ο χώρος ώστε να φαίνεται σαν μία μεγάλη πλατεία και αριστερά και δεξιά από τις γραμμές, δύο στενοί δρόμοι στα δεδομένα της εποχής, εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του σταθμού και οδηγούσαν προς τα άλλα χωριουδάκια γύρω από το σταθμό.

Ο χώρος όπου έγινε ο σταθμός, αν αργότερα αποφάσιζε κανείς να τον οριοθετήσει για να φτιάξει ένα χωριό ή μία κωμόπολη, ήταν προσδιορισμένος γιατί ανατολικά συναντούσε υψωματάκια και κατάφυτους λόφους και ένα χείμαρρο με απρόβλεπτες ροές, δυτικά ένα αρκετά μεγάλο ποταμάκι που ερχόταν από το βουνά και πάντα ήταν γεμάτο, οριοθετούσε τον χώρο μέχρι εκεί που μπορούσε να αναπτυχθεί ένας συνοικισμός.

Δυτικά του ρέματος αυτού, όπου η σιδηροδρομική γραμμή για να το περάσει είχε κατασκευάσει μία αρκετά μεγάλη γέφυρα, βρισκόταν από παλιά ένας νερόμυλος. Ήταν γνωστός σαν ο μύλος του Τουρουμάνη, επειδή ο τελευταίος του ιδιοκτήτης ονομαζόταν Τουρουμανίδης. Ο μύλος αυτός άλεθε μέχρι και τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Έπαιρνε νερό από το μεγάλο ρέμα που βρισκόταν ανατολικά κάπου από το ύψος της πρώτης γέφυρας προς το Ιωνικό. Ένα αρκετά μεγάλο κανάλι έπαιρνε νερό από το ρέμα και δυτικά από το ρέμα, το οδηγούσε μέχρι το νερόμυλο που βλέπουμε μέχρι και σήμερα να υπάρχει.

Ένα μεγάλο μονοπάτι βοηθούσε τους ανθρώπους να φτάνουν μέχρι τη σιδηροδρομική γέφυρα και χωρίς να βραχούν, περνούσαν πάνω από τη σιδηροδρομική γέφυρα στην απέναντι πλευρά. Κάποτε οι κατακρημνίσεις έκλεισαν το κανάλι του νερού και χάλασε το δρομάκι, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι των Ιωνικών και της Καλύβας που ήθελαν να περάσουν, περνούσαν το ποτάμι με τα πόδια με τις ανάλογες συνέπειες. Κάποτε έγινε η γέφυρα και ο κόσμος πέρασε ελεύθερα το Μεγάλο Ρέμα, όπως συνηθίζεται να λέγεται ακόμα αυτό το ποτάμι.

Από το νότιο μέρος της σιδηροδρομικής γραμμής και όχι πολύ μακριά, κυλούσε ο ποταμός Νέστος, ο οποίος κυλούσε όπως ήθελε και σάρωνε τα πάντα. Στη δεκαετία του ΄80 με έργα που έγιναν οριοθετήθηκε η κοίτη του, έπαψε να καταστρέφει αγροτικές εκτάσεις και να πνιγεί κόσμο.

Από την βόρεια πλευρά των γραμμών οι λοφίσκοι φάνηκε ότι μπορούσαν να κατοικηθούν. Χωρίστηκαν οικόπεδα και πολλοί άνθρωποι έχτισαν σπίτια για να βάλουν το κεφάλι τους. Τόσο ο δρόμος πάνω από τις γραμμές όσο και ο δρόμος κάτω από τις γραμμές γέμισαν με μαγαζιά και σπίτια, τα οποία έκτισαν επαγγελματίες και έμποροι για να καλύψουν τις επαγγελματικές τους ανάγκες.

Η πλημμυρίδα του κόσμου που έφτασε στο Νεοχώρι ήταν τόσο μεγάλη που όχι μόνο μπορούσε να καλύψει τις απαιτήσεις ενός χωριού σε τέτοια νευραλγική θέση, όπως ήταν το Νεοχώρι, αλλά και τις ανάγκες μίας μικρής πόλης, που σίγουρα αν γινόταν θα έλυνε πολλά προβλήματα της περιοχής και κυρίως θα κάλυπτε αστικές ανάγκες, που είχε ανάγκη όλος αυτός ο κόσμος που όλοι τους δεν ήταν αγρότες και εξαναγκάστηκαν να βάζουν καπνά στην πλειοψηφία τους, γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι άλλο. Όταν γέμισαν και τα τελευταία κοτέτσια των χωριών της περιοχής, σταμάτησαν να κουβαλάν πρόσφυγες στην περιοχή.

Αν και οι δύο σιδηροδρομικές στάσεις, του Δαφνώνα και της Πασχαλιάς, έδειχναν και οριοθετούσαν τον χώρο μιας σύγχρονης πόλης, δεν τολμήθηκε τότε η πραγματοποίηση της, γιατί εθνικοί λόγοι και λόγοι να ξεμπερδεύουμε γρήγορα με την τακτοποίηση των προσφύγων, έστειλαν κόσμο στο Τραχώνι «Μπαλαμπάν»,στην Τάλια, στην Καλύβα, στον Μαργαρίτη, στον Λειβαδίτη, στην Καλλιθέα και αλλού, θαρρείς και δεν φαινόταν ότι όλοι αυτοί οι πληθυσμοί θα εγκατέλειπαν αυτά τα χωριά, γιατί μόνο η στέγη δεν έλυνε και τα άλλα προβλήματα που ο κόσμος έπρεπε να λύσει.

Έτσι, χάθηκε η μεγάλη ευκαιρία να δημιουργηθεί αντί για ένα χωριό το Νεοχώρι που έχουμε σήμερα, μία πόλη που πιθανώς θα ονομαζόταν Νεάπολη, θα κάλυπτε την περιοχή από τον Δαφνώνα μέχρι την Πασχαλιά, το 30% τουλάχιστον του πληθυσμού θα μπορούσε να εξασκήσει τα αστικά επαγγέλματα τα οποία ήξερε, δομές κοινωνικής υποστήριξης, κινηματογράφοι, σχολεία, νοσοκομεία, δομές πρόνοιας θα ανακούφιζαν άμεσα τους πληθυσμούς αυτούς και μία πόλη, έστω και μικρή, με καθαρά ελληνικό πληθυσμό, θα αποτελούσε τη βάση για τον εκσυγχρονισμό μιας τόσο κρίσιμης περιοχής και θα απέτρεπε όλα αυτά τα χωριά που φυτεύτηκαν μέσα στα βουνά της Ροδόπης να μη φυλλορροήσουν και διαλυθούν με την πρώτη ευκαιρία που τους έδωσε ο εμφύλιος πόλεμος.

 ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

Νίκος Τσούργιαννης

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από ΕΜΠΡΟΣ
Περισσότερα άρθρα από ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Βιβλιοπρόταση του Σαββάτου: «Αίμος – Διαδρομές στα Βαλκάνια» του Θοδωρή Νικολάου

Τι είναι τα Βαλκάνια, όμως ; Φυλές, θρησκείες, εθνότητες, συνήθειες και ήθη παράγουν ένα γ…